Στην επιλογή να μη συμπεριληφθούν προγράμματα ασφάλειας και εφοδιασμού (SSI: Security of Supply and Information) στη διακρατική συμφωνία Ελλάδας – ΗΠΑ για την προμήθεια των 20 συμβατικής απο-προσγείωσης μαχητικών F-35A Lightning II κατέληξε, σύμφωνα με πληροφορίες, η σύσκεψη που έλαβε χώρα στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας την Τετάρτη 22 Μαρτίου.
Του Περικλή Ζορζοβίλη
Το προηγούμενο διάστημα, μέσω στοχευμένης διαρροής, είχε γίνει γνωστό ότι ΓΕΕΘΑ και ΓΕΑ εισηγούνταν να μη συμπεριληφθούν τα προγράμματα SSI, καθώς θα επιβάρυναν το κόστος της προμήθειας κατά 600.000.000 έως 800.000.000 δολάρια. Πρόκειται για υπερβολική εκτίμηση προς δημιουργία εντυπώσεων, καθώς η δημοσιογραφική έρευνα αποκάλυψε ότι το κόστος ανέρχεται σε περίπου 500.000.000 δολάρια, και μάλιστα αναφέρεται με σαφήνεια ότι η τιμή είναι ενδεικτική (ROM: Rough Order of Magnitude).
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα προγράμματα SSI που προτάθηκαν στην ελληνική πλευρά από την κατασκευάστρια Lockheed Martin, και άρα εξ ορισμού αποτελούν βάση διαπραγμάτευσης, μπορούν να διακριθούν στα επ’ ωφελεία της Πολεμικής Αεροπορίας και τα αντίστοιχα για την εγχώρια βιομηχανία.
Στη δεύτερη περίπτωση περιλαμβάνονται η βελτίωση των υποδομών και των δυνατοτήτων για να καταστεί δυνατή η ανάληψη της κατασκευής εξαρτημάτων και συγκροτημάτων του μαχητικού F-35, καθώς και η δημιουργία προοπτικής για την ένταξη ελληνικών εταιριών στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα της Lockheed Martin, για άλλα όμως αμυντικά συστήματα (εκτός του F-35). Συγκεκριμένα, σε ό,τι αφορά την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ), περιλαμβάνονται η βελτίωση της υποδομής πληροφορικής και κυβερνοασφάλειας, η δημιουργία σταθμού διαδικασιών συντήρησης και ελέγχου των F-35 και η βελτίωση των υποδομών στην κατασκευή σύνθετων και μεταλλικών εξαρτημάτων, καθώς και των εργαστηρίων παρελκόμενων κινητήρων και επιμετάλλωσης.
Οπως έγινε γνωστό, στη σύσκεψη μετείχαν ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Νικόλαος Παναγιωτόπουλος, οι αρχηγοί των Γενικών Επιτελείων Εθνικής Αμυνας (ΓΕΕΘΑ) και Αεροπορίας (ΓΕΑ), στρατηγός Κωνσταντίνος Φλώρος και αντιπτέραρχος (Ι) Θεμιστοκλής Μπουρολιάς, ο γενικός διευθυντής της Γενικής Διεύθυνσης Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων (ΓΔΑΕΕ), αντιναύαρχος (Μ) ε.α. Αριστείδης Αλεξόπουλος, και ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας Δρ Θάνος Ντόκος, που, πλέον, εκτός του θεσμικού του ρόλου, έχει αναλάβει επίσημα και τα καθήκοντα του πρωθυπουργικού «επιτηρητή».
Κατά πληροφορίες, στη σύσκεψη, ΓΕΕΘΑ και ΓΕΑ διετύπωσαν εκ νέου τη θέση που είχε γίνει γνωστή από τη διαρροή. Στην περίπτωση πάντως που διέφυγαν της προσοχής του υπουργού Εθνικής Αμυνας:
εξ όσων μετείχαν στη σύσκεψη, ο μόνος αρμόδιος για θέματα εγχώριας βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης, και κατά συνέπεια βιομηχανικής συμμετοχής, είναι η ΓΔΑΕΕ.
είναι τουλάχιστον αξιοπερίεργο επιχειρησιακοί φορείς (ΓΕΕΘΑ και ΓΕΑ) να φέρεται ότι εκφράζουν άποψη επί θεμάτων βιομηχανίας που σαφώς βρίσκονται εκτός του πεδίου αρμοδιοτήτων τους.
η πολιτική ηγεσία οφείλει να λαμβάνει την τελική απόφαση, καθώς έχει εκλεγεί από τον λαό και είναι υπόλογη σε αυτόν.
Δυστυχώς, η απόφαση της προαναφερθείσας σύσκεψης τοποθετεί τη χώρα στην παγκόσμια πρωτοπορία, καθώς αποφασίζει οικειοθελώς να εξαιρεθεί από το μεγαλύτερο βιομηχανικό πρόγραμμα όλων των εποχών, που περιλαμβάνει 17 χώρες και αφορά την παραγωγή και υποστήριξη περισσότερων από 3.100 μαχητικών εντός του σχεδιασμένου κύκλου ζωής, που ανέρχεται σε 66 έτη.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας γνωρίζουν πολύ καλύτερα από:
τις οκτώ, μετά την αποβολή της Τουρκίας το 2019, χώρες-αρχικούς εταίρους του προγράμματος: ΗΠΑ, Βρετανία (επιπέδου 1), Ιταλία και Ολλανδία (επιπέδου 2), Αυστραλία, Δανία, Καναδά και Νορβηγία (επιπέδου 3). Ολες αυτές επένδυσαν στη φάση ανάπτυξης και επίδειξης του προγράμματος στις αρχές της δεκαετίας του 2000, και «έριξαν» τις βιομηχανίες τους στην αρένα του σκληρού ανταγωνισμού με μόνο κριτήριο επιλογής τη «βέλτιστη αξία» (best-value). Υπενθυμίζεται ότι εκείνη την εποχή είχε προταθεί και στη χώρα μας η συμμετοχή, αλλά τα 125.000.000 δολάρια ΗΠΑ, που κατ’ ελάχιστον συνεισέφερε καθεμιά από τις χώρες-εταίρους επιπέδου 3, μάλλον δεν… περίσσευαν την περίοδο των «παχέων αγελάδων».
τις επτά χώρες που μέχρι στιγμής πρόκειται να προμηθευτούν το μαχητικό μέσω διακρατικής συμφωνίας (FMS) με τις ΗΠΑ, διαδικασία που θα ισχύσει και για τη χώρα μας, και οι οποίες με διάφορες διαρρυθμίσεις επεδίωξαν να εξασφαλίσουν βιομηχανική συμμετοχή στο πρόγραμμα. Συγκεκριμένα, οι Ελβετία, Ισραήλ, Νότια Κορέα και Φινλανδία απαίτησαν την υλοποίηση προγραμμάτων αντισταθμιστικών ωφελημάτων (offsets). Βέλγιο και Γερμανία απαίτησαν εγχώρια βιομηχανική συμμετοχή μέσω προγραμμάτων ESI (Essential Security Interest: Βασικού Συμφέροντος Ασφαλείας), με βάση το άρθρο ΧΧΙ της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (GATT: General Agreement on Tariffs and Trade). Η Ιαπωνία (υπό παραγγελία 105 F-35A και 42 F-35B βραχείας απογείωσης και καθέτου προσγείωσης) ναι μεν δεν συνέδεσε την προμήθεια με προγράμματα αντισταθμιστικών ωφελημάτων, αλλά διασφάλισε τη συμμετοχή της βιομηχανίας της. Επιπρόσθετα επένδυσε στην κατασκευή της εγκατάστασης τελικής συναρμολόγησης και ελέγχου (FACO: Final Assembly & Checkout) στη Ναγκόγια, όπου γίνεται η τελική συναρμολόγηση των ιαπωνικών μαχητικών και στη συνέχεια θα αποτελέσει το κέντρο εργοστασιακής συντήρησης του μαχητικού για τις χώρες της περιοχής βόρειας Ασίας – Ειρηνικού.
τις περισσότερες από 1.800 εταιρίες παγκοσμίως που μετέχουν στο πρόγραμμα του F-35.
τις χώρες (π.χ., Αυστραλία, Βέλγιο, Ιταλία) που, μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων και μηχανισμών, υποβοήθησαν τη βιομηχανία να αποκτήσει τις αναγκαίες δεξιότητες για να διεκδικήσει μερίδιο του προγράμματος.
Αποκλείονται οι ελληνικές εταιρίες από την αναβάθμιση των αεροπλάνων
Η πολιτική και η στρατιωτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας πιθανότατα εκτιμούν ότι το επίπεδο της εγχώριας βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης είναι τουλάχιστον ισάξιο ή ανώτερο της Πολωνίας και της Σινγκαπούρης, που είτε δεν αιτήθηκαν είτε απέρριψαν (Πολωνία) την υλοποίηση αντισταθμιστικών ωφελημάτων για την επίτευξη βιομηχανικής συμμετοχής στο πρόγραμμα. Οπότε, κατά τη συλλογιστική τους, δεν απαιτείται να υποβοηθηθεί η είσοδός της στο μεγαλύτερο πολυεθνικό πρόγραμμα της Ιστορίας.
Επίσης, προφανώς θεωρούν ότι δεν είναι θετική για την απασχόληση, την εθνική οικονομία και το τεχνολογικό επίπεδο της χώρας η -έστω μικρή- συμμετοχή, μέσω των προγραμμάτων SSI, στη φάση της παραγωγής, ούτε η δημιουργία υποδομών για τη συντήρηση και υποστήριξη σε κάποιο επίπεδο των ελληνικών F-35 ούτε η πιθανότητα συμμετοχής ελληνικών εταιριών στη συντήρηση, υποστήριξη, εν συνεχεία στην ανάπτυξη και την αναβάθμιση του παγκόσμιου στόλου των μαχητικών.
Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της προαναφερθείσας σύσκεψης ήταν μάλλον αναμενόμενη. Οχι λόγω της διαρροής της άποψης αναρμόδιων φορέων, ούτε λόγω των μέχρι σήμερα δειγμάτων γραφής της κυβέρνησης ούτε λόγω της ολοκληρωτικής απώλειας του πολιτικού ελέγχου επί του υπουργείου με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας.
Αλλά γιατί σε κάθε φυσιολογική χώρα, με την ανακοίνωση της πρόθεσης της κυβέρνησης για την προμήθεια του μαχητικού, οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες και η εγχώρια τεχνολογική και βιομηχανική βάση θα είχαν κινηθεί άμεσα για να προσδιορίσουν τους τομείς εθνικού ενδιαφέροντος για τη βιομηχανική συμμετοχή και βάσει αυτών θα πρότειναν προγράμματα SSI που θα αποτελούσαν και τη βάση διαπραγμάτευσης με την κατασκευάστρια.
Ομως, στην ελληνική περίπτωση, απλώς προσποιούμαστε, σε επίπεδο δηλώσεων και ενεργειών, ότι έχουμε Εθνική Αμυντική και Βιομηχανική Στρατηγική (ΕΑΒΣ)…