Ιωάννης Β’ Κομνηνός – Ο Καλοϊωάννης, η «κορωνίς του γένους των Κομνηνών»

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (13 Σεπτεμβρίου 1087 – 8 Απριλίου 1143) ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας. Διαδέχθηκε τον πατέρα του Αλέξιο Α΄ Κομνηνό στον θρόνο και βασίλεψε από το 1118 μέχρι τον θάνατό του 1143. Ήταν γνωστός στους υπηκόους του ως ο Καλοϊωάννης.

Ο Καλοϊωάννης, όπως αποκαλούνταν, σύμφωνα με τις μαρτυρίες των ιστορικών. Σύμφωνα με τον ιστορικό Birkenmeier ήταν ο καλύτερος Κομνηνός. Αντιμετώπισε με επιείκεια την αδελφή του Άννα Κομνηνή και την μητέρα του Ειρήνη, οι οποίες εξακολουθούσαν να συνωμοτούν εναντίον του και μετά την ανάρρησή του στον θρόνο, προτιμώντας τον σύζυγο της Άννας, Καίσαρα Νικηφόρο Βρυέννιο.

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η αυτοκρατορία ανέκαμψε δημογραφικά με πληθυσμό 10 εκατομμύρια ανθρώπους.

Διαδοχή

Ο Ιωάννης Β΄ Κομνηνός ήταν το τρίτο παιδί, αλλά ο πρώτος γιος του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ Κομνηνού και της Ειρήνης Δούκαινας.

Από την παιδική του ηλικία, είχε στο πλευρό του σαν πιστό φίλο τον Ιωάννη Αξούχο, έναν Τούρκο στην καταγωγή συνομήλικο του, τον οποίον είχαν προσφέρει οι σταυροφόροι ως δώρο στον πατέρα του. Ο νεαρός Ιωάννης απολάμβανε την απεριόριστη αγάπη του πατέρα του αλλά η μητέρα του Ειρήνη και η αδελφή του Άννα τον περιφρονούσαν και τον κακολογούσαν, ελπίζοντας να τον δουν να απομακρύνεται από τη διαδοχή για χάρη του συζύγου της Άννας Νικηφόρου Βρυέννιου. Ωστόσο ο Ιωάννης απολάμβανε της εμπιστοσύνης του πατέρα του.

Στέφθηκε συναυτοκράτορας την 1 Σεπτεμβρίου 1092 και τίποτε δεν αποδεικνύει ότι αυτή η επιλογή αμφισβητήθηκε ποτέ από τον Αλέξιο. Είναι απίθανο ότι θα προωθούσε στο θρόνο τον Νικηφόρου τον πατέρα ή παππού του οποίου είχε συλλάβει και τυφλώσει, σε βάρος της δικής του δυναστείας. Αντιθέτως το 1111, ο Αλέξιος ζήτησε από τον πατριάρχη Νικόλαο τον Γραμματικό να ευλογήσει τον Ιωάννη. Επιπλέον συνέγραψε προς το τέλος της ζωής του ένα εγχειρίδιο συμβουλών τις Μούσες για τον μελλοντικό αυτοκράτορα Ιωάννη.

Ακολουθώντας τις ύστατες συμβουλές του πατέρα του, ο τελευταίος πήρε από το χέρι του ετοιμοθάνατου Αλέξιου Α΄ το αυτοκρατορικό δαχτυλίδι «σφραγιστήρα δακτύλιον» πήγε με τους οπαδούς του στο Μέγα Παλάτιον, πέτυχε να το καταλάβει και με αυτό τον τρόπο εξασφάλισε το θρόνο φέρνοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους προ τετελεσμένων.

Ο Ιωάννης Β’ με τον συναυτοκράτορα Αλέξιο

Ο θάνατος του Αλέξιου Α΄

Σύμφωνα με την λεπτομερή περιγραφή του Νικήτα Χωνιάτη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1118, ο Αλέξιος ένιωσε τον θάνατό του να είναι πλέον κοντά. Άρρωστος από πολλά χρόνια, υπέφερε από ποδάγρα και πιθανώς από μια καρδιακή προσβολή που είχε υποστεί το 1112. Ο ρόλος της Ειρήνης Δούκαινας, της μητέρας του Ιωάννη και της Άννας, είχε αυξηθεί, όπως και αυτός του Νικηφόρου Βρυέννιου συζύγου της Άννας.

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του Αλέξιου εναντίον των Τούρκων το 1115-1116 ήταν ο Νικηφόρος που λειτουργούσε ως αντικαταστατής του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη. Δυο αντίπαλες φατρίες ξεκίνησαν τις ίντριγκες γύρω από τον αυτοκράτορα. Ο Ιωάννης είχε την υποστήριξη του αδελφού του Ισαάκ, ο οποίος εναντιωνόταν στην φατρία των γυναικών μέσα στην αυτοκρατορική οικογένειας της οποίας ηγούνταν η Ειρήνη και η Άννα.

Κατά τη διάρκεια της ασθένειας του Αλέξιου, επειδή υπέφερε από στηθάγχη, η Ειρήνη και η Άννα έχοντας μεταφέρει τον αυτοκράτορα στα Μάγγανα και περιφρουρόντας τον στενά προσπαθούσαν να τον πείσουν να αποκληρώσει από τη διαδοχή τον Ιωάννη. Αλλά ο Αλέξιος επιθυμούσε να τον διαδεχθεί ο Ιωάννης και απάντησε σύμφωνα με τη μαρτυρία του Νικήτα Χωνιάτη, ότι κανένας αυτοκράτορας ο οποίος είχε ικανό γιο να τον διαδεχθεί δεν τον αποκλήρωσε για χάρη του γαμπρού του.

Φαίνεται ότι ο Ιωάννης εκμεταλεύτηκε τη μεταφορά του πάτερα του στον πέμπτο όροφο του ανακτόρου των Μαγγάνων, πήρε το δαχτυλίδι από τον ετοιμοθάνατο Αλέξιο και κατέλαβε το Μέγα Παλάτιο. Σε μια βιαστική τελετή στην Αγία Σοφία στέφθηκε αυτοκράτορας από τον πατριάρχη Ιωάννη Θ΄ ενώ στη συνέχεια επευφημήθηκε αυτοκράτορας από τη Σύγκλητο, τον στρατό και τνο λαό, ενώ η ανακτορική φρουρά και ο Νικηφόρος Βρυέννιος δίστασαν να κινηθούν εναντίον του.

Η φρουρά των Βάραγγων εκτελώντας εντολές της αυτοκράτειρας Ειρήνης στην αρχή του αρνήθηκε την είσοδο στο Μέγα Παλάτιο, αλλά ο Ιωάννης, όπως μαρτυρεί ο Ιωάννης Ζωναράς, τους ανακοίνωσε το θάνατο του πατέρα του, ο οποίος είχε προηγηθεί λίγες ώρες νωρίτερα, με συνέπεια να δεχθεί την υποταγή τους, αν και σύμφωνα με τον Χωνιάτη η φρουρά του Ιωάννη αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει βία ξηλώνοντας τις χάλκινες πόρτες του παλατιού για να εισέλθει ο νέος αυτοκράτορας.

Η Ειρήνη αγνοώντας την τελευταία επιθυμία του Αλέξιου ζήτησε από τον σύζυγο της Άννας να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας. Ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει ότι ο Αλέξιος ευχαρίστησε το Θεό, επειδή η σύζυγος του δεν είχε πάρει είδηση τη στέψη του Ιωάννη. Πέθανε μετά από λίγο στις 15 Αυγούστου 1118 σίγουρος, ότι ο γιος του θα τον διαδέχονταν εξασφαλίζοντας έτσι τη σταθερότητα μέσα στην αυτοκρατορία. Θάφτηκε στο μοναστήρι του Χριστού Φιλανθρώπου, ωστόσο το γεγονός ότι ο Ιωάννης δεν ακολούθησε την κηδεία του πατέρα του φοβούμενος για τη ζωή του δείχνει ότι στην αρχή η θέση του δεν ήταν τόσο ασφαλής.

Η συνωμοσία της Άννας Κομνηνής

Η έχθρα της Άννας Κομνηνής για τον αδελφό της Ιωάννη Β΄ κρατούσε από παλιά. Εξηγείται από το γεγονός ότι στην ηλικία των πέντε ετών αρραβωνιάστηκε με τον Κωνσταντίνο Δούκα, γιο του Μιχαήλ Ζ΄. γεγονός το οποίο θεωρητικά της εξασφάλιζε την άνοδο στο θρόνο ως αυτοκράτειρα. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος πέθανε νέος και εκείνη στη συνέχεια αρραβωνιάστηκε με τον Νικηφόρο Βρυέννιο, γιο ή εγγονό του Νικηφόρου Βρυέννιου, ο οποίος είχε επαναστατήσει μεταξύ των ετών 1077-1079, προσπαθώντας να ανέβει στο θρόνο, αλλά νικήθηκε από τον Αλέξιο Κομνηνό και τυφλώθηκε κατά διαταγή του αυτοκράτορα Νικηφόρου Γ΄ Βοτανειάτη.

Ο Αλέξιος Α΄ προσπαθώντας να δέσει τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες με κοινά συμφέροντα πάντρεψε την κόρη του με τον Κωνσταντίνο Δούκα, δίνοντάς του το σημαντικότατο αξίωμα του καίσαρα και κάνοντάς τον κοινωνό κατά κάποιον τρόπο της αυτοκρατορικής εξουσίας.

Η Άννα δεν ανακοίνωσε την πρόθεση της να καταλάβει τον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα της, ενώ η μητέρα της Ειρήνη φαίνεται ή σκεφτόταν να παραιτηθεί. Την άνοιξη του 1119 η Άννα και η μητέρα της κατέστρωσαν συνωμοσία με σκοπό τη δολοφονία του αυτοκράτορα στο παλάτι του Φιλοπάτιου, έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης το οποίο χρησίμευε σαν κυνηγετικό περίπτερο. Η έλλειψη ενθουσιασμού όμως του Νικηφόρου Βρυέννιου για τον αυτοκρατορικό θρόνο, σήμανε την αποτυχία του σχεδίου.

Ωστόσο ο Ιωάννης αποδείχθηκε επιεικής με τους συνωμότες. Η περιουσία τους κατασχέθηκε αρχικά αλλά λίγο αργότερα τους αποδόθηκε πίσω. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος συνέχισε την πολιτική του καριέρα δίπλα στο νέο αυτοκράτορα, ενώ η Άννα αποσύρθηκε στη μονή της Κεχαριτωμένης και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της γράφοντας το ιστορικό της έργο την Αλεξιάδα, στο οποίο περιγράφει τα γεγονότα της βασιλείας του πατέρα της.

Από την πλευρά του ο Ιωάννης Β΄ για να κατοχυρώσει τη θέση της οικογένειας του στον θρόνο και ν’αποφύγει παρόμοιες κινήσεις ονόμασε τον πρωτότοκο γιο του Αλέξιο, συμβασιλέα το 1122.

ioannis b komninos thanatos
Ο θάνατος του Ιωάννη Β΄ και η στέψη του Μανουήλ, Χειρόγραφο BNF, Paris XIIs

Προσωπικότητα

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ο αυτοκράτορας έλαβε το επίθετο «καλός- ΚαλοΙωάννης» για το χαρακτήρα του. Ο Ιωάννης Β΄ δεν υποστήριζε τους ασήμαντους και ανεύθυνους ανθρώπους και δεν ανεχόταν την υπερβολική πολυτέλεια. Παρέμεινε δημοφιλής μεταξύ των υπηκόων του όχι μόνο γιατί μοίραζε δώρα στο λαό, αλλά και για την ειλικρινή αφοσίωσή του στις αρχές και την πίστη της Ορθοδοξίας.

Παρέμεινε πιστός και αφοσιωμένος σύζυγος, παρόλο που η Ουγγρίδα αυτοκράτειρα Ειρήνη (Πιρόσκα) ασκούσε μικρή επιρροή επάνω του. Ήταν δίκαιος και ελεήμων, σπάνια προσόντα για έναν άνθρωπο που ασκούσε απόλυτη εξουσία, διήγαγε λιτό και αυστηρό βίο ενώ αναδείχθηκε σε ικανότατο και αποτελεσματικό κυβερνήτη.

Στην επιλογή των συνεργατών του ήταν πολύ προσεκτικός, τους οποίους διάλεγε με κριτήριο αποκλειστικά τις ικανότητές τους. Γι αυτό το λόγο συνήθως δεν επέλεγε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας αλλά το μοναδικό άτομο που εμπιστευόταν ήταν ο τούρκικης καταγωγής παιδικός του φίλος Αξούχ ,ο οποίος είχε βαπτιστεί με το όνομα Ιωάννης και τον οποίο διόρισε Μέγα Δομέστικο δηλαδή ανώτατο διοικητή των ενόπλων δυνάμεων της αυτοκρατορίας. Οι πηγές αναφέρουν ότι αυτό το γεγονός τροφοδότησε δυσαρέσκεια μέσα στους κόλπους της αυτοκρατορικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας ήταν υποχρεωμένα να δείχνουν τον δέοντα σεβασμό και να ορκίζονται πίστη και αφοσίωση στον Αξούχ.

Ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειας του, η οποία προέρχονταν από τους κόλπους της στρατιωτικής αριστοκρατίας, ο Ιωάννης Β΄ πάνω απ’όλα ήταν στρατιώτης. Ο αδελφός του παππού του, αυτοκράτορας Ισαάκιος Α΄ Κομνηνός, ο πατέρας του Αλέξιος Α΄ και αργότερα ο γιος του, Μανουήλ Α΄ αποδείχθηκαν ικανότατοι στρατιωτικοί.

Η βασιλεία του πατέρα του συμπίπτει σε μια φάση που η αυτοκρατορία βρίσκεται σε φάση παρακμής και άμυνας, ενώ κατά τη διάρκεια της δική του βασιλείας η αυτοκρατορία ακολουθεί επιθετική πολιτική. Το όραμά του ήταν να απελευθερώσει όλα τα εδάφη που ανήκαν στη βυζαντινή αυτοκρατορία και τώρα βρίσκονται στα χέρια των μουσουλμάνων ή των Φράγκων σταυροφόρων αναστηλώνοντας το γόητρο του κράτους.

Για τους συγχρόνους του η ζωή του ήταν μια αδιάκοπη εκστρατεία. Τον περισσότερο χρόνο της βασιλείας του το πέρασε όπως ο ίδιος ομολογεί στα στρατόπεδα. Μάλιστα, δεν δίσταζε να παίρνει μαζί του και τους γιους του στις εκστρατείες αφού είχαν πλέον ενηλικιωθεί. Γενικά ήταν το μοντέλο του αυτοκράτορα-στρατιώτη, τολμηρός, γενναίος και ριψοκίνδυνος.

Θεωρούνταν από τους υπηκόους του ως η «κορωνίς του γένους των Κομνηνών» και ως άλλος Μάρκος Αυρήλιος στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο, οι πηγές που αναφέρουν αυτά τα χαρίσματα, όπως ο Ιωάννης Κίνναμος, ο Νικήτας Χωνιάτης και ο ποιητής της αυλής των Κομνηνών Θεόδωρος Πρόδρομος στερούνται αντικειμενικότητας σε πολλά σημεία, γι αυτό και κρίνονται με επιφύλαξη από τους νεώτερους ιστορικούς.

Η εκστρατεία του 1119-1121 στη Μικρά Ασία

Η πρώτη πράξη του Ιωάννη Β΄ ήταν να ξεκινήσει τον πόλεμο εναντίον των Σελτζούκων Τούρκων στη Μικρά Ασία. Η αυτοκρατορία έλεγχε μεν τα βόρεια, δυτικά και νότια παράλια προς τον Μαίανδρο ποταμό αλλά η πόλη της Αττάλειας ήταν προσβάσιμη μόνο από τη θάλασσα, γιατί παρόλο τη νίκη του Αλέξιου Α΄ το 1115 στο Φιλομήλιο, οι Τούρκοι επανέλαβαν τις επιθέσεις τους και κατέλαβαν το 1117 τη Λαοδίκεια της Φρυγίας και περιοχές του Μαιάνδρου ποταμού οι οποίες οδηγούσαν προς την Αττάλεια. Ο Αλέξιος Α΄ προετοίμαζοταν για μια νέα εκστρατεία εναντίον τους αλλά τον πρόλαβε ο θάνατος. Ο Ιωάννης Β΄ επιθυμούσε ν αναλάβει νέο αγώνα εναντίον τους όχι μόνο για να επεκτείνει τα σύνορα της αυτοκρατορίας αλλά και να τους τιμωρήσει για την παραβίαση της συνθήκης που είχαν υπογράψει με τον πατέρα του.

Την άνοιξη του 1119, ο Ιωάννης Β΄ έφτασε στη Μικρά Ασία επικεφαλής ισχυρού στρατού και ξεκίνησε την πολιορκία της Λαοδίκειας στη Φρυγία. Ωστόσο αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Κωνσταντινούπολη αφήνοντας την αρχηγία των επιχειρήσεων στον Ιωάννη Αξούχο, ο οποίος κατέλαβε την πόλη εκδιώκοντας τον εμίρη της Αμπουχαρη, ενώ ο αυτοκράτορας επέστρεψε ξανά στο μέτωπο ανοικοδομώντας τα τείχη της πόλεως.

Στη συνέχεια ο Ιωάννης Β΄ πήρε τη Σωζόπολι από τους Σελτζούκους, το φρούριο του Ιερακοκορυφίτη και άλλα γειτονικά προς την Ατταλεια φρούρια, ενώ ο δούκας της Τραπεζούντας Κωνσταντίνος Γαβράς επιτέθηκε χωρίς όμως επιτυχία εναντίον των Δανισμεντιδών με αποτέλεσμα να αιχμαλωτιστεί από τον Εμίρ Γαζί Γκιουμουστεγκίν και τον Τογρούλ της Μελιτηνής.

Η κατάκτηση όμως και ενσωμάτωση της Λαοδίκειας αποτελούσε το πρώτο μεγάλο επίτευγμα της σταδιοδρομίας του Ιωάννη Β΄, το οποίο εορτάσθηκε με την μεγαλοπρεπή είσοδο και θρίαμβο του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη.

Πόλεμοι με Βενετούς και Ούγγρους

Ο Ιωάννης Β΄ από την αρχή της βασιλείας του αρνήθηκε να επικυρώσει στους Βενετούς τα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο πατέρας του Αλέξιος Α΄. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα δύο κράτη να οδηγηθούν σε πολεμική ρήξη το 1122, με τους Βενετούς να λεηλατούν τα νησιά (Κέρκυρα, Ρόδο, Χίο, Σάμο, Λέσβο, Άνδρο, Κεφαλληνία) και τα παράλια της αυτοκρατορίας. Χωρίς να διαθέτει ακόμη ισχυρές ναυτικές δυνάμεις, ο Ιωάννης Β΄ αναγκάστηκε να συνάψει ειρήνη με τη Βενετία επικυρώνοντας και ενισχύοντας τα προνόμιά της τον Αύγουστο του 1126.

Δύο χρόνια αργότερα ο Αυτοκράτορας ενεπλάκη σε πόλεμο με τους Ούγγρους. Ο Ούγγρος βασιλιάς Στέφανος Β΄ επιτέθηκε και κατέλαβε τις πόλεις Βρανίτζοβα και Βελέγραδα, επειδή οι Βυζαντινοί είχαν προσφέρει άσυλο στον φυγάδα αδελφό του, Αλμόζη.

Ο Ιωάννης Β΄ το 1128 σε μια σειρά μαχών νίκησε τους Ούγγρους και ανακατέλαβε όλα τα χαμένα εδάφη, έως ότου το 1129 οι δύο αντίπαλοι συνθηκολόγησαν. Οι νίκες του Ιωάννη Β΄ σταθεροποίησαν τα βόρεια σύνορα του κράτους και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις καλών σχέσεων με την Ουγγαρία την επόμενη δεκαετία 1131-1141.

Αγώνες κατά των Δανισμεντιδών 1130-1135

Κατά την περίοδο της βασιλείας του Ιωάννη Β΄ μεγάλος αντίπαλος των Βυζαντινών στη Μικρά Ασία δεν ήταν οι Σελτζούκοι του Ικονίου, αλλά οι Δανισμεντίδες ηγεμόνες, οι οποίοι είχαν κυριαρχήσει σε μεγάλο μέρος της κεντρικής και ανατολικής Μικράς Ασίας. Οι φιλοδοξίες του Δανισμεντίδη Αμίρ Γαζή Γκιουμουστεγκίν (ο Τανισμάνος των βυζαντινών πηγών), ο οποίος είχε καταλάβει τη Μελιτηνή (1124), την Άγκυρα, την Καισάρεια, την Κασταμονή (1126-1127), εδάφη της Μικράς Αρμενίας και είχε νικήσει τους Φράγκους του πριγκιπάτου της Αντιόχειας το 1130 σε μάχη κατά την οποία σκοτώθηκε ο Νορμανδός πρίγκιπας Βοϊμόνδος Β΄, ανησύχησαν τον Αυτοκράτορα, ο οποίος την ίδια χρονιά έστρεψε όλη την προσοχή του στο ανατολικό σύνορο.

Το 1130 ο Ιωάννης Β΄ προέλασε με ισχυρές δυνάμεις στη Μικρά Ασία και κατέλαβε την Κασταμονή, ενώ στη συνέχεια διεξήγαγε μεγάλες επιχειρήσεις σε περιοχές πέραν του Άλυος ποταμού, όπου κατέλαβε πολλά φρούρια και συνέλαβε μεγάλο αριθμό εμίρηδων. Η επιστροφή του όμως στην Κωνσταντινούπολη, έδωσε την ευκαιρία στον Αμίρ Γαζή να ανακαταλάβει το 1133 την Κασταμονή. Το επόμενο έτος (1134) ο αυτοκράτορας ξεκίνησε νέα εκστρατεία εναντίον των Δανισμεντιδών, ενώ παράλληλα σύναψε και συμμαχία με το σουλτάνο του Ικονίου Μασούτ Α΄. Το αποτελέσματα ήταν να καταλάβει εκ νέου την Κασταμονή (1135) ενώ η Γάγγρα έπεσε στα χέρια του ύστερα από σφοδρό πολιορκητικό αγώνα (1135).

Το 1136 εξουδετέρωσε τους Αρμένιους στον Ταύρο. Στη συνέχεια στράφηκε κατά των Δανισμενδιτών (1130-35) όσο και κατά των Σελτζούκων (1137). Καθ’ οδόν απελευθέρωσε πλήθος μικρασιατικών πόλεων από τα νότια παράλια μέχρι τον Πόντο. Το 1139 συνέχισε προς τα νότια για τις πόλεις Χάμα, Χαλέπι, Σεϋζάρ.

Οι σχέσεις με το εξωτερικό – διπλωματία

Είχε λιγότερη επιτυχία εναντίον των Βενετών. Στο δυτικό μέτωπο η ένωση από τον Ρογήρο Β΄ (ανιψιό του Ροβέρτου Γυισκάρδου της κάτω Ιταλίας και της Σικελίας και η στέψη του στο Παλέρμο (1130) θορύβησε όχι μόνο τον Βυζαντινό αλλά και τον Γερμανό αυτοκράτορα. Δημιουργήθηκε έτσι μια συμμαχία μεταξύ του Βυζαντίου, της Γερμανικής αυτοκρατορίας και της ιταλικής πόλης Πίζας με καθαρά αντινορμανδικό χαρακτήρα, η οποία έδωσε τη δυνατότητα στον Ιωάννη να προετοιμαστεί εναντίον των Φράγκων της Αντιόχειας. Όμως ο θάνατός του κατά τη διάρκεια κυνηγιού το 1143 εμπόδισε την πραγματοποίηση αυτής της επιχείρησης.

Οικογένεια

Ο Ιωάννης Β΄ νυμφεύτηκε την Πιρόσκα (μετονομάστηκε σε Ειρήνη) των Άρπαντ, κόρη του Λαδισλάου A’ της Ουγγαρίας. Είχαν τα εξής τέκνα:

– Αλέξιος 1106-1142, συναυτοκράτορας από το 1122, που όμως απεβίωσε το 1142, ένα χρόνο πριν από τον πατέρα του. Νυμφεύτηκε πρώτα την Ευπραξία των Ρουρικιδών, κόρη του Μστισλάβ Α’ πρίγκιπα του Κιέβου. Έπειτα νυμφεύτηκε την Κάτα (μετονομάστηκε σε Ειρήνη) των Βαγρατιδών, κόρη του Δαβίδ Δ’ βασιλιά της Γεωργίας. Ο Αλέξιος είχε δύο παιδιά:
– Μαρία 1106-1144/51, σύζυγο Αλεξίου Αξούχ δούκα Κιλικίας,
– κόρη, σύζυγο Θεοδώρου Μαυροζώμη.
– Μαρία, σύζυγος Ιωάννου Δαλασσηνού Ρογέριου.
– Ανδρόνικος π.1108-1142, σεβαστοκράτωρ. Νυμφεύτηκε την Ειρήνη Αινειάδισσα. Απεβίωσε λίγο μετά από τον μεγαλύτερο αδελφό του Αλέξιο.
– Άννα, σύζυγος Στέφανου Κοντοστέφανου.
– Ισαάκιος π.1113-1154, σεβαστοκράτωρ. Νυμφεύτηκε πρώτα τη Θεοδώρα Καματηρά και έπειτα την Ειρήνη Διπλοσυναδηνού.
– Θεοδώρα, σύζυγος Μανουήλ Ανεμά.
– Μανουήλ Α’ αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Νυμφεύτηκε πρώτα τη Βέρθα του Ζούλτσμπαχ, κόρη του Βερεγκάριου Β’ κόμη του Ζούλτσμπαχ και έπειτα τη Μαρία του Πουατιέ, κόρη του Ραϋμόνδου και της Κωνσταντίνας των Ωτβίλ πριγκίπισσας της Αντιόχειας.
– Ευδοκία, σύζυγος Θεοδώρου Βατάτζη.

Νομίσματα

Στην εποχή του Ιωάννου Β’ κόπηκαν χρυσά υπέρπυρα, άσπρα τραχέα από ήλεκτρο, άσπρα τραχέα από κράμα χαλκού με άργυρο και χάλκινα τεταρτηρά. Μερικά κόπηκαν και στο νομισματοκοπείο της Θεσσαλονίκης, όπου κόπηκαν και χάλκινα ημίσεα τεταρτηρών.

Στο υπέρπυρον εικονίζεται στη μέση πατριαρχικός σταυρός που τον κρατούν στα δεξιά η Θεοτόκος και στα αριστερά ο Ιωάννης Β’. Η Θεοτόκος φορεί πάλλιον και μαφόριον, ενώ ο αυτοκράτορας φέρει στέμμα, φορεί λώρον και κρατεί ακακία (μακρόστενο σακουλάκι με άμμο που το έδινε ο πατριάρχης κατά τη στέψη για να θυμίζει τη ματαιότητα της εξουσίας), ενώ επάνω από το κεφάλι του τον ευλογεί η χείρα του Θεού. Οι μορφές είναι από τη μέση και επάνω. Επιγραφή ΜΡ ΘV και ΙΩΑΝΝΗ ΔΕCΠΟΤΗ ΤΩ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΝΗΤΩ.

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ