Περικλής Γιαννόπουλος – Ο “φωτεινότερος απόστολος του κατά φύσιν ελληνικού ζην”

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ο Περικλής Γιαννόπουλος (Πάτρα 1869 – Αθήνα 8 Απριλίου 1910), λογοτέχνης, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, υπήρξε ελληνολάτρης διανοητής. Ήταν γιος του Ιωάννη και της Ευδοκίας Θεοφράστου Χαιρέτη. Καταγόταν δηλαδή από την αρχοντική κρητική, βυζαντινής καταγωγής, οικογένεια Χαιρέτη, της οποίας μέλη είχαν εγκατασταθεί στην Πάτρα. Γι’ αυτό φέρεται ότι επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το έργο του θείου του Εμμανουήλ Χαιρέτη.

Ο Περικλής Γιαννόπουλος γεννήθηκε στην Πάτρα και αυτοκτόνησε στον κόλπο του Σκαραμαγκά.

Τελείωσε το Α’ Γυμνάσιο Πατρών το 1887 κι έπειτα παρακολούθησε μαθήματα ιατρικής για ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άλλα δύο χρόνια στο Παρίσι. Μετά το θάνατο του πατέρα του, όμως, εγκατέλειψε τις σπουδές του και πήγε για οχτώ μήνες στον αδελφό του στο Λονδίνο, όπου μελέτησε αγγλική και γαλλική λογοτεχνία. Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, γράφτηκε στη Νομική Σχολή.

Άρχισε από το 1894 να δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων των Ντίκενς, Πόε, Λοτί, Ουάιλντ, Μποντλέρ, Μιρμπό, Τελιέ, καθώς και δικά του «πεζά ποιήματα». Από το 1899 αρθρογραφεί στις εφημερίδες Ακρόπολις, Το Αστυ, Εστία κ.ά. και στα περιοδικά Κριτική, Παναθήναια, Ο Νουμάς κ.ά., χρησιμοποιώντας ψευδώνυμα όπως Λωτός, Απολλώνιος, Νεοέλλην, Μαίανδρος, Θ. Θάνατος.

Με εντελώς προσωπικό ύφος και γλώσσα, και ασυγκράτητο πάθος, εκφράζει τις ελληνοκεντρικές του ιδέες και καταγγέλλει τα κατ’ αυτόν αίτια της ελληνικής κακοδαιμονίας – προπαντός την ξενομανία, τον «φραγκοραγιαδισμό» όπως τον ονόμασε ο ίδιος.

Το 1906 εκδίδει ως αυτόνομο βιβλίο το «Νέον Πνεύμα», και το 1907 την εκτενέστερη «Έκκλησι προς το Πανελλήνιον Κοινόν» – τα ιδεολογικά του μανιφέστα. Οι «περικλογιαννοπούλειες» ιδέες, σε σύγκρουση με κάθε κατεστημένο, προκαλούν αντιδράσεις στην Αθήνα της εποχής. Από άλλους θεωρείται απλώς ρομαντικός και ωραίος τρελός, από άλλους υβριστής, άλλοι όμως αναγνωρίζουν από την πρώτη στιγμή την πρωτοτυπία του και εμπνέονται από αυτόν.
(Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, ο Αριστος Καμπάνης, ο Παύλος Νιρβάνας, ο Σπύρος Μελάς δημοσιεύουν πολύ εγκωμιαστικές κριτικές. Ο Ίων Δραγούμης γίνεται αδελφικός του φίλος, και μάχεται μετά τον θάνατο του Γιαννόπουλου να κάνει το όραμα του φίλου του πολιτική πράξη. Ο Άγγελος Σικελιανός θα ακολουθήσει δική του, πρωτότυπη ελληνοκεντρική πορεία, θα υμνήσει όμως και αυτός τον Γιαννόπουλο και βεβαίως δεν θα μείνει ανεπηρέαστος από αυτόν.)

Αν και ο Γιαννόπουλος ευτύχησε να είναι πολύ γνωστός και να έχει αφοσιωμένους φίλους στον πνευματικό κόσμο των Αθηνών (τόσο για το πρωτότυπο, ελληνοκεντρικό, παθιασμένο πνεύμα του, αλλά επίσης και για τον «μποέμικο» και άκρως φιλελεύθερο για τα συντηρητικά ήθη της εποχής τρόπο ζωής του – κατά τις μαρτυρίες μάλιστα υπήρξε και ωραιότατος άνδρας), εν τούτοις δεν ευτύχησε να έχει την ευρύτερη αποδοχή που ποθούσε ως συγγραφέας, πόσο μάλλον να αναμορφώσει κατά το όραμά του την ελληνική κοινωνία.

Δεν ήθελε, αυτός ο λάτρης του ωραίου, να γεράσει (όπως υπέθεσε ο Ίων Δραγούμης); Ένιωσε ότι έφθανε στην εξάντληση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας; Ότι δεν είχε άλλο τίποτε πια να προσφέρει πια, ούτε μπορούσε να αναμορφώσει την ελληνική κοινωνία; Απογοήτευση από την μη ευόδωση με γάμο της ερωτικής σχέσης του με την Σοφία Λασκαρίδου, ζωγράφο και χειραφετημένη γυναίκα της εποχής; Ρομαντικός και «ερασιθάνατος» (η λέξη του Ιωάννη Συκουτρή, του επίσης μεγάλου ελληνολάτρη αυτόχειρα); Όλα αυτά μαζί, σημειώνει ο ψυχίατρος και λογοτέχνης Πέτρος Χαρτοκόλλης.

Στις 8 Απριλίου 1910, ο Περικλής Γιαννόπουλος δημιούργησε και εκτέλεσε το τελευταίο έργο του – κατά πολλούς το αποκορύφωμα του έργου του. Όπως είχε προσχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια πολύ καιρό πριν, στεφανωμένος, καβάλησε το άσπρο άλογό του και μπήκε μαζί του στην θάλασσα του Σκαραμαγκά. Με μία σφαίρα στο κεφάλι, ενώθηκε για πάντα με την ελληνική φύση που τόσο είχε αγαπήσει.

Προηγουμένως είχε κάψει πολλά ανέκδοτα έργα του (κατά μαρτυρίες μια εργασία περί της αρχιτεκτονικής, καθώς και διηγήματα φαντασίας), σημειώνοντας ότι αφού η Ελληνική Φύση τα ενέπνευσε στον ίδιο, θα τα ενέπνεε και σε άλλους στο μέλλον. Το νεκρό σώμα του το έβγαλαν τα κύματα στην στεριά δέκα μέρες μετά. Πριν ταφεί, δύο άγνωστες κυρίες, σαν νύμφες της Αττικής γης, στόλισαν τον νεκρό με λουλούδια (πιθανότατα η Σοφία Λασκαρίδου).

Ο θάνατος, ο τρόπος μάλιστα του θανάτου του Περικλή Γιαννόπουλου συγκλόνισε την κοινωνία και τον τύπο της εποχής, τόσο που δεν είχε γίνει για τα έργα του όσο ζούσε. Για πολλές ημέρες δημοσιεύονταν λεπτομέρειες για τον τρόπο του θανάτου του, ενώ ποιητές όπως ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Μαλακάσης και η Μυρτιώτισσα του αφιέρωσαν ποιήματα.

Απόψεις και αποσπάσματα από το έργο του

Η ελληνικότητα στις τέχνες κατά τον Γιαννόπουλο

Κατά τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, «Ο Περικλής Γιαννόπουλος υπήρξεν ο μεγαλείτερος, ο ευγλωττότερος και ο φωτεινότερος απόστολος του κατά φύσιν ελληνικού ζην. [… ] ηγωνίζετο να καταδείξη όχι απλώς και μόνον ότι το ελληνικόν είναι το μόνον αρμόζον, αλλά και ποίον είναι αυτό το ελληνικόν.» Την ελληνικότητα αυτήν, το «κατά φύσιν» του Έλληνα, από την πολιτική και τήν κοινωνία μέχρι τις τέχνες, ο Γιαννόπουλος το ανήγαγε στην Ελληνική Φύση. Αισθητικός με σπάνια ευαισθησία, στην Φύση έψαχνε την αρχή των πάντων. Και πριν την Ιστορία, την κοινωνία και την πολιτική, ο Γιαννόπουλος, την πρώτη και βασική στρέβλωση και απομάκρυνση από την «ελληνικήν φύσιν» την εντοπίζει στις τέχνες.

Για να αποσαφηνίσει ο Γιαννόπουλος τις θεμελιώδεις αρχές της ελληνικότητας στις τέχνες (Ζωγραφική, Γλυπτική, Αρχιτεκτονική, Μουσική κ.ά.), από τις οποίες, κατ’ αυτόν, λόγω της ξενομανίας, συμπλέγματος κατωτερότητας έναντι της Δύσης, η νεώτερη ελληνική κοινωνία είχε απομακρυνθεί, δεν θέτει ως βάση οποιαδήποτε τέχνη, ρυθμό ή τεχνοτροπία, αλλά αυτήν ταύτην την Ελληνική Φύση. Με θαυμαστή ευαισθησία, ορίζει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Ελληνικής Γραμμής και του Ελληνικού Χρώματος, όπως αυτά απορρέουν φυσικά από την Ελληνική Γη και το Ελληνικό Φως γύρω του.

Τις θεμελιώδεις του αρχές για τις τέχνες, αναπτύσσει στα έργα του «Ἑλληνικὴ Γραμμή» (1903) και «Ἑλληνικὸν Χρῶμα» (1904).

Συγκεκριμένα, κατά τον Γιαννόπουλο:

α) Η Ελληνική Γραμμή χαρακτηρίζεται από σαφήνεια, διαύγεια, καθαρότητα, απαλότητα, καμπυλότητα, λυγεράδα, χάρη, αρμονία του συνόλου αλλά ποικιλία των λεπτομερειών.

β) Το Ελληνικό Χρώμα χαρακτηρίζεται από: αϋλότητα, ελαφρότητα, με βασικά χρώματα το κυανό και το χρυσό, αλλά και ποικιλία στις λεπτομέρειες και διαρκείς παραλλαγές και παιχνίδισμα σε ολόκληρο φάσμα λεπτοτάτων αποχρώσεων.

«Αὐτὸς ὁλόκληρος ὁ Γήινος Γραμμικὸς καὶ Χροϊκὸς Χορός, ὁ ὑμνῶν τὴν Δόξαν τοῦ Παγκάλου Τρελλοθεοῦ τῆς Ἑλλάδος», σημειώνει με εκστατικό οίστρο ο Γιαννόπουλος, αυτά τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Ελληνικής Φύσης πρέπει να καθορίζουν και κάθε έκφανση της Ελληνικής Τέχνης, όπως καθορίζουν και την ψυχή, τον χαρακτήρα του Έλληνα: «σὰν τὴν παλαιάν μας τέχνην, ὅπου ὅλα φαίνονται ἀδελφά, καὶ ὅμως κανὲν δὲν ὁμοιάζει μὲ τὸ ἄλλο […] σὰν τὸν Ἕλληνα ὁ ὁποῖος εἶναι εἷς εἰς τὸ σύνολον καὶ εἰς κάθε βῆμα ποτὲ ὅμοιος, [ἡ ἑλληνικὴ γραμμὴ] ἀποδεικνύουσα καὶ αὐτὴ τὴν ὅλην μας φύσιν, ἧς ἓν τῶν ριζικῶν διακριτικῶν της εἶναι: ἡ ἑνότης τῶν σπουδαίων χαρακτηριστικῶν καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν δευτερευόντων […] ἡ χαρακτηριστικὴ ἑνότης τοῦ συνόλου Ἑλληνισμοῦ καὶ Ἕλληνος καὶ ἡ ἄπειρος ποικιλία τῶν μερῶν, ὅπως ἀποδεικνύεται καὶ χωρογραφικῶς καὶ χρωματικῶς καὶ γραμμικῶς».

Ο Χριστιανισμός ενώ αφ” ενός εφαίνετο σώζων την Φυλήν και την διέσωζε πράγματι εν μέρει αφ” έτερου όμως υπήρξε και είναι και τώρα γενικώς: ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ. Ο Εγκληματίας Καλογερισμός ο πάντοτε εμπνέων την αποθάρρυνσιν εις την φυλήν και υπό τους Αυτοκράτορας, ο φωνάζων και εξηγών όλα ως Τιμωρίαν Θεϊκήν, ο ξεσβερκωμένος ότι επέσαμεν ένεκα των αμαρτιών μας, ήτο ευτυχής να απαλλαχθή του Αυτοκράτορος και να ΜΟΝΟΚΡΑΤΟΡΗΣΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΣ και κατά το μέγα μέρος Πραγματικώς, πραγματοποίησις ονείρου του, που δεν την εφαντάσθη ποτέ του από της Ιδρύσεως του Χριστιανισμού μέχρι της ημέρας της Πτώσεως. Τον Τούρκο δεν τον έμελλε τίποτε, διότι ο Τούρκος θέλει μόνον να δουλεύης και να μην τον ανησυχής. Όταν τον παρασκοτίσης, σύντομα σου κόβει το κεφάλι και ησυχάζεις και συ κι αυτός μαζύ. Ούτω ο Καλογερισμός ευρέθη περίφημα, θαυμάσια, διδάσκων ότι εκ Θεοΰ το Κακόν, λέγων γύρισε κι απ” άλλο μέρος να σε χαστουκίσουν, και λέγων εις τον Ελληνισμόν Κύριε δεν είμαι μόνον ιδικός Σου αντιπρόσωπος, δεν ανήκω μόνον σε σένα, εγώ είμαι Κύριος και Αντιπρόσωπος και προστάτης όλων των Χριστιανών της Ανατολής. Αυτός είναι ο μοναδικός Λόγος, της εντελώς απιστεύτου και αφαντάστου ΔΟΥΛΕΙΑΣ της φυλής επί τόσους αιώνας.

Έγραψαν για τον Περικλή Γιαννόπουλο

Χαρακτηρίστηκε από τους ομόδοξούς του πατέρας του πνευματικού κινήματος του ελληνοκεντρισμού και του ελληνικού εθνικισμού, «ο εξοχώτερος των νέων Ελλήνων», «ο μεγαλείτερος, ο ευγλωττότερος και ο φωτεινότερος απόστολος του κατά φύσιν ελληνικού ζην», «άγιος της ελληνικής νεολαίας», «αηδόνι της ελληνικής γης», «μάγος της ελληνικής γλώσσας», ή ακόμη, απλά και πάνω απ’ όλα, «ο Έλλην».
Και ακόμη, αισθητικός της ελληνικότητας, σουρεαλιστής πριν τον σουρεαλισμό, οικολόγος πριν το οικολογικό κίνημα, Εθνικός αλλά και Βυζαντινός μαζί, «ξανθός ιππότης», μποέμ, χίππης και δανδής μαζί, αναρχικός και σαμουράι, ρομαντικός, ιδιόρρυθμος, δριμύς κατήγορος της κοινωνίας της εποχής του.

Ο Ίων Δραγούμης έγραψε για τον Γιαννόπουλο: «…μου φάνηκε σαν τον βοριά τον παγωμένο που μανιασμένος σαρώνει τους βρώμικους από μικρόβια αέρηδες και από κάθε βρώμα ή σκουπίδι καθαρίζει τον κόσμο… Σ’ αυτού τον ρυθμό τη ζωή μου τονίζω.»

Ποιητές και καλλιτέχνες τον ύμνησαν (Κωστής Παλαμάς («ο Αντίνοος έφηβος, ο πιο λαμπρός που ζούσε»), Άγγελος Σικελιανός («Κι έφερε η φήμη … μοναχό κριτή τον Ήλιο»), Μιλτιάδης Μαλακάσης («σ’ ευλάβεια μνήμης, ω Απολλώνιε ζήσε, Νέος μαζί κι Αρχαίος»), Μυρτιώτισσα («Ευγενικέ μας φίλε…»)) και εμπνεύστηκαν από αυτόν (Γιώργος Σεφέρης, Οδυσσέας Ελύτης και ολόκληρη η Γενιά του ’30, Δημήτρης Πικιώνης, Άρης Κωνσταντινίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Κώστας Φέρρης, Λίνος Καρζής, Γ. Κατσίμπαλης, Αγγελική Χατζημιχάλη κ.ά.)

wikipedia

ΔΗΜΟΦΙΛΗ