Ο Ριχάρδος Α’ ο Λεοντόκαρδος (8 Σεπτεμβρίου 1157 – 6 Απριλίου 1199) ήταν βασιλιάς της Αγγλίας και δούκας της Ακουιτανίας (1189-1199). Ονομάστηκε Λεοντόκαρδος λόγω του θάρρους του στο πεδίο της μάχης.
Ήταν τρίτος γιος και διάδοχος του βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκου Β΄ και της Ελεονώρας της Ακουιτανίας, από τους ηγέτες της Γ΄ Σταυροφορίας και ένας από τους διασημότερους μονάρχες της μεσαιωνικής Ευρώπης.
Γεννήθηκε στην Οξφόρδη. Ήταν ο ευνοούμενος γιος της μητέρας του Ελεονώρας, από την οποία χρίστηκε δούκας της Ακουιτανίας (1168) και κόμης του Πουατιέ (1172). Ήταν Γάλλος, όπως όλη η βασιλική οικογένεια της Αγγλίας, εκπαιδεύτηκε σαν Γάλλος και έγραψε στη γαλλική γλώσσα πολλά ποιήματα, ενώ αδιαφόρησε ακόμα και να μάθει την αγγλική γλώσσα.
Χαρακτηρίζεται και ως ο απών βασιλιάς, επειδή από τα 10 χρόνια που βασίλεψε στην Αγγλία, έζησε μονάχα έξι μήνες σε αγγλικό έδαφος, κάτι το οποίο χρησιμοποιούν οι σύγχρονοι συγγραφείς για να ασκήσουν έντονη κριτική για την πλήρη αδιαφορία του Ριχάρδου για την Αγγλία.
Απεχθανόταν την Αγγλία λόγω του άσχημου καιρού της και απέφευγε με κάθε μέσο να βρεθεί σε αυτή, προτιμώντας να ζει σε γαλλικά εδάφη. Αισθανόταν Γάλλος βασιλιάς της Αγγλίας, όπως όλοι οι πρώτοι βασιλείς της δυναστείας των Πλανταγενετών.
Παρόλα αυτά παρέμεινε στην ιστορία σαν ένας από τους θρυλικότερους Άγγλους βασιλείς και η φήμη του φτάνει μέχρι και τις μέρες μας.
Ήταν ελκυστικός από την παιδική του ηλικία, κοκκινομάλλης με λαμπερά μάτια και με ωραίες συμμετρικές σωματικές αναλογίες. Από την παιδική του ηλικία έδειξε τα ηγετικά και τα στρατιωτικά του προσόντα. Πολέμησε πετυχημένα τους ευγενείς στο δουκάτο της Ακουιτανίας που είχε υπό την εξουσία του.
Η Δολοφονία του
Η ιστορία που κατέληξε τελικά στην δολοφονία του ξεκίνησε από την Ακουϊτανία, όπου κάποιος αγρότης βρήκε σε ένα χωράφι έναν μεγάλο θησαυρό από χρυσά νομίσματα και αγάλματα. Ο φεουδάρχης της περιοχής αρνήθηκε όπως όφειλε να παραδώσει τον θησαυρό στον βασιλιά Ριχάρδο, που αποφάσισε με στρατιωτικά μέσα να καταλάβει το χωριό. Τελικά σε μια επιθεώρησή του στο κάστρο του χωριού, κυκλοφορώντας χωρίς πανοπλία, δέχτηκε βέλη που τον τραυμάτισαν θανάσιμα. Λίγο πριν ξεψυχήσει, διέταξε να του φέρουν μπροστά του το δολοφόνο του: ήταν ένα παιδί που ισχυριζόταν ότι ο Ριχάρδος σκότωσε τον πατέρα του και τους αδελφούς του. Ο Ριχάρδος το συγχώρησε και διέταξε να το αφήσουν να φύγει χωρίς να το πειράξουν.
Ο εγκέφαλος του Ριχάρδου τάφηκε στο αββαείο του Σαρρού στο Πουατού, η καρδιά του τοποθετήθηκε στον Καθεδρικό ναό της Ρουέν και το υπόλοιπο σώμα του στο αββαείο του Φοντεβρώ.
Περισσότερα ΕΔΩ