Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Οἱ Μάγισσες

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μικρά διηγήματα.

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Ὅταν κατηρχόμεθα πρὸς τὸ παλαιὸν χωρίον λίαν πρωί, ἄλλοι πεζοί, ἄλλοι εἰς γαϊδουράκια καβάλα· οἱ ἄνδρες μὲ τὰ ἐπανωφόρια ἐπ᾽ ὤμου, αἱ γυναῖκες ἀνυπόδητοι, μὲ τὰ πασουμάκια τους μέσα εἰς τὸ καλαθάκι, τὸ ὁποῖον ἐκρέματο ἐκ τοῦ ἀριστεροῦ ἀγκῶνός των· τὰ παιδία τρέχοντα, θορυβοῦντα, ψάχνοντα νὰ εὕρωσι φωλεάς, κυνηγοῦντα εἰς τοὺς θάμνους τὶς πεταλοῦδες, προτρέχοντα, ἢ ἀποπλανώμενα καὶ μένοντα ὀπίσω· πάντοτε ὁ κορυφαῖος τῆς συνοδίας μας, ὁ παπα-Γιακουμής, ἵστατο εἰς μέρος τι ἄνωθεν μικροῦ κρημνοῦ, παρά τινα χαράδραν, ἐγγὺς συστάδος τινὸς δένδρων, κ᾽ ἔλεγε δεικνύων μικρὰν πτυχὴν τοῦ ἐδάφους:

― Νά, ἐδῶ, σ᾽ αὐτὴν τὴ γούρνα, ηὗραν τὴν Μυρμήγκαινα πεθαμένη μὲ τ᾽ ἄφρια* στὸ στόμα.

Εἶτα ἡ Γερακὼ τῆς Σουσάννας, μία τῶν γυναικῶν τῆς συνοδίας, προσέθετε:

― Ναί· ὣς πόσα χρόνια νὰ εἶναι, παπά;

Ὁ παπὰς ἔλεγε μίαν χρονολογίαν:

―Ὣς εἰκοσιοκτὼ χρόνια.

Ἀκολούθως ἡ Μαλαμὼ τοῦ Παπακωσταντῆ, ἄλλη συνοδός μας, ἐπέφερε:

― Κ᾽ εἶχε φαρμακωθῆ μοναχή της, ἡ ἄμοιρη! Κάνει νὰ λέμε Θεὸς σχωρέσ᾽ τηνε, παπά;

Ὁ ἱερεὺς ἔκαμνε κίνημα ἀμηχανίας καὶ ἐνδοιασμοῦ, ὡς νὰ ἔλεγεν, «ἔτσι κ᾽ ἔτσι».

Καὶ τέλος συνεπλήρου ἡ Κυρατσούλα τὸ Διοματαράκι, ἄλλη γυνὴ μετέχουσα τῆς ἐκδρομῆς μας:

― Γιατὶ τὴν ἔπιασαν τὴ νύχτα νὰ κάνῃ μάγια. Ὁ γερο-Παρθένης εἶπαν πὼς τὴν ηὗρε.

Καὶ μετὰ τοῦτο ἐξηκολουθοῦμεν τὸν δρόμον μας.

Ἡ πτωχὴ φαρμακωμένη, ὣς τόσον, ἂν δὲν εἶχαν προσφέρει κόλλυβα εἰς τὴν μνήμην της, καὶ δὲν εἶχαν κάμει συλλείτουργα ὑπὲρ τῆς ψυχῆς της, ἰδοὺ ὅτι εἶχεν ἐκλέξει, ἀκουσίως βέβαια, μίαν τοποθεσίαν διὰ νὰ πέσῃ ν᾽ ἀποθάνῃ τοιαύτην, ὥστε ὁ παπα-Γιακουμὴς πολὺ συχνά, ὅταν ἐξετέλει τὰς τερπνὰς ἐκδρομὰς ταύτας διὰ νὰ λειτουργήσῃ ―ὑπῆρχον πολλὰ διατηρούμενα παλαιὰ παρεκκλήσια κάτω, εἰς τὸ τέρμα τῆς κατωφερείας ἐκείνης, ὅπου ἐσώζετο τὸ παλαιὸν ἀκατοίκητον σήμερον χωρίον― ἰδοὺ ὅτι ἀκουσίως, καὶ ἀνεπισήμως, τὴν ἐμνημόνευε, τὸ πρωί, πρὶν «πάρῃ καιρὸν»* ἀκόμα διὰ νὰ προσκομίσῃ. Καὶ ἰδοὺ ὅτι τρεῖς ἐνορίτισσές του, ἡ Γερακὼ τῆς Σουσάννας, κ᾽ ἡ Μαλαμὼ τοῦ Παπακωνσταντῆ, κ᾽ ἡ Κυρατσούλα τὸ Διοματαράκι, συνετέλουν εἰς τὸ μνημόσυνον τοῦτο, ἡ μία ἀπευθύνουσα χρονολογικὰς ἐρωτήσεις, ὡς νὰ ἤθελε ν᾽ ἀπαριθμήσῃ τὰ «χρόνια»* καὶ τὰ «ξεχώματα» καὶ τὰ ἄλλα ψυχικά, ποὺ δὲν τῆς εἶχαν κάμει, ἡ ἄλλη προσθέτουσα ὅτι εἶχε φαρμακωθῆ μονάχη της, καὶ ἡ τρίτη πληροφοροῦσα ὅτι τὴν εἶχαν εὕρει νὰ κάμνῃ μάγια. Ἦτον ὡς νὰ ἐπεθυμοῦσαν νὰ τὴν «ξεκολάσουν», καὶ ὡς νὰ τῆς ἔκαναν συχώρια καὶ κόλλυβα.

*
* *

Παρῆλθον πολλοὶ χρόνοι, κι ὁ γερο-Παρθένης δὲν ἐζοῦσε πλέον. Ἀλλ᾽ ἤκουσα ἀπὸ τὸν Νικολάκην τοῦ Διανέλλου, τὸν ὕστερον γενόμενον Νήφωνα μοναχόν, ὅστις ἦτον ἀναδεξιμιὸς τοῦ μακαρίτου, νὰ διηγῆται τὴν ἱστορίαν ὅπως τὴν εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸν γερο-Παρθένην τὸν ἴδιον.

Σελήνη ἦτον, μεσάνυκτα. Ὁ γερο-Παρθένης εἶχεν οἰκίσκον εἰς μίαν ἄκρην τῆς πολίχνης, καὶ δίπλα εἰς τὸν οἰκίσκον ἦτον ἕνα χάλασμα ἢ κατάλυμα, καὶ παρέκει ἕνα πηγάδι, καὶ δυὸ ἀλυγαριές, κ᾽ ἕνας ἀπήγανος, καὶ δύο ἄλλα δένδρα. Ὁ γέρων εἶχε κοιμηθῆ ἐνωρίς, ὅπως ἐκοιμῶντο τότε οἱ ἄνθρωποι, καὶ εἶχε χορτάσει τὸν ὕπνον. Ἐσηκώθη, ἐφόρεσεν ἕνα ροῦχο, διότι δροσιὰ καὶ Μάιος ἦτον, κ᾽ ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὸ καλύβι του.

Ἡ νύχτα †ὅλη†, ὁλοφέγγαρο, νύχτα βαθιά. Ἐκοιμᾶτο ὅλη ἡ πλάσις, γυαλισμένη ἀπὸ τὸ φεγγάρι, καθὼς ἡ Νεράιδα ὁποὺ πλαγιάζει καὶ καθρεφτίζεται στὴν βρύσιν, βαθιὰ στὰ ρέματα. Γλύκα καὶ δροσιὰ κ᾽ εὐωδία, ἦχος μυστικὸς ἔβγαινεν ἀπ᾽ τὰ βουνά, ἀπ᾽ τοὺς λόγγους, ἀπ᾽ τοὺς κήπους τριγύρω. Ὁ γερο-Παρθένης ἐστάθη κ᾽ ἐκοίταξε κ᾽ ἐπόθει κάτι ν᾽ ἀγροικήσῃ, κάτι ν᾽ ἀπολαύσῃ ἀπ᾽ ὅλην αὐτὴν τὴν γλύκα. Ἀλλὰ δὲν ᾐσθάνετο πλέον βαθιά. Μόνον ποὺ ἐθαύμαζε νὰ βλέπῃ.

Μόνον μίαν στιγμὴν ἐστάθη· εἶτα ἔκαμε δύο βήματα κατὰ τὸ ἐρείπιον, τὸ κατάλυμα ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἀριστερά, βορειότερα ἀπὸ τὴν ἰδίαν καλύβην του.

Τὸ κατάλυμα εἶχε δύο τοίχους ὀρθίους ἀκόμη, ἦτον ὑπαίθριον καὶ ἀνώροφον, εἶχε τρίτον τοῖχον μισόν, καὶ ὁ τέταρτος ἔλειπεν ἐξ ὁλοκλήρου. Παρέκαμψε τὸν τοῖχον τὸν μεσημβρινόν, τὸν ἀκέραιον, καὶ διευθύνθη πρὸς τὸ μέρος τοῦ τοίχου τοῦ βορεινοῦ, τοῦ ἐντελῶς πεσμένου.

Ὅταν ἔφθασεν ἔξωθεν τοῦ τοίχου τοῦ ἀνατολικοῦ, ὁ ὁποῖος ἐσώζετο κατὰ τὸ ἥμισυ, ἔξαφνα τοῦ ἐφάνη ὅτι ἤκουσε μικρὸν ψίθυρον, κάτι ὡς πνοήν. Ἐστάθη κ᾽ ἐκοίταξε.

Βλέπει διὰ μέσου καὶ ὄπισθεν τοῦ τοίχου τούτου, ὁ ὁποῖος εἰς τὸ ὑψηλότερον μέρος ἦτον ὑπὲρ τὸ ἀνάστημα, εἰς δὲ τὸ μεσαῖον μέρος ἔφθανεν ἕως τὸ στόμα καὶ τὸν πώγωνα τοῦ γερο-Παρθένη, βλέπει, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὸν τοῖχον, καὶ ἵσταντο τρία πρόσωπα.

Ἦσαν γυναῖκες· τρεῖς γυναῖκες γυμναί, ὁλόγυμνοι. Ὅμοιαι μὲ τὴν προμήτορα Εὔαν, καθ᾽ ὃν χρόνον δὲν εἶχον χρησιμοποιηθῆ ἀκόμη τὰ φύλλα τῆς συκῆς, καὶ δὲν εἶχον ραφῆ οἱ δερμάτινοι χιτῶνες. Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ ἐρειπίου, ὑπὸ τὸν πέπλον τῆς νυκτός, τὸν περιαργυρούμενον καὶ διατμιζόμενον ἀπὸ τὸ φέγγος τῆς σελήνης.

Ἵσταντο ἐκεῖ, κ᾽ ἔκυπτεν ἡ μία κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, σχεδὸν γονυκλινής, ἡ ἄλλη μισοσκυμμένη, ἡ τρίτη ὀρθία ἀκόμη. Εὑρίσκοντο ὡς εἰς μυστήριον ἐκεῖ.

Δὲν ἦσαν φαντάσματα. Ἦσαν ὁλόσωμοι. Δὲν ἦσαν γυμναὶ σαρκὸς καὶ ὀστέων, διαφανῆ «περιπνεύματα», ὅπως ἦσαν γυμναὶ ἐνδυμάτων. Τί ἤθελαν;

Τί ἐμελέτων, τί ἐπεκαλοῦντο ἆρα ἀπὸ τὴν ὠχρὰν Ἑκάτην, τὴν μητέρα των, τὴν πλέουσαν ὑψηλὰ εἰς τὸν αἰθέρα, αἱ τρεῖς αὗται ἄπεπλοι, ἀναμφίεστοι ἱέρειαι; Ποίας ἔλεγον ἐπῳδάς;

Ἱκέτευον τὴν †ὑπέρπλωον†, τὴν ὑπέρῳον ἀργυρᾶν Σελήνην, μὲ τὰς μαύρας κηλῖδας ἐπάνω της, μὲ τὸν Κάιν τὸν ἀδελφοκτόνον, πλακωμένον τὴν κεφαλὴν ἀπὸ πελώριον βράχον· τὴν ἱκέτευον καὶ τὴν ἐξελιπάρουν, αὐτήν, ἥτις τόσον ὑψηλὰ βαίνει καὶ τόσον χαμηλὰ βλέπει, νὰ εὐδοκήσῃ, νὰ κατέλθῃ χαμηλότερα, νὰ συγκαταβῇ εἰς τὴν ἀδυναμίαν των, ν᾽ ἀκούσῃ τὰς ἐπῳδάς των, νὰ ἐκπληρώσῃ τὰς εὐχάς των.

Ἡ μία ἁπλῶς ἐπεθύμει νὰ λύσῃ τὴν μαγείαν ποὺ τῆς εἶχαν κάμει. Εἰς τὸν γάμον της, τὴν ὥραν τῆς ἀλλαγῆς τῶν δακτυλίων, τῆς εἶχαν «ρίξει τὰ κορίτσια»*. Ἐγέννα διαρκῶς θήλεα. Πέντε τῆς εἶχαν γεννηθῆ ἕως τώρα, κι οἱ γριές, ποὺ γνωρίζουν ἀπ᾽ αὐτά, ἔλεγαν ὅτι ἐννέα ἔμελλε νὰ γεννήσῃ τὸ ὅλον.

Ἡ ἄλλη ἤθελε νὰ βλάψῃ μίαν ἐχθράν της, μίαν ποὺ ἐμελέτα κακὰ δι᾽ αὐτήν, καὶ τὴν ἀπειλοῦσε, μὲ τὰ μάγια, νὰ τὴν ἐξολοθρεύσῃ, αὐτὴν καὶ τὸν ἄνδρα της, καὶ τὰ παιδιά της. Ἀπεφάσισε κι αὐτὴ νὰ διδαχθῇ τὰς μαγικὰς τέχνας, ἀμυνομένη διὰ ν᾽ ἀποδώσῃ τὰ ἴσα. Ἡ μαγεία διὰ τῆς μαγείας λύεται.

Ἡ τρίτη, ὤ! δὲν ἤθελε νὰ εἴπῃ τί ἐπεθύμει. Ἴσως εἶχε μνηστῆρα, ἢ ἐραστήν, ὅστις δυνατὸν νὰ ἦτο καὶ μνηστήρ, πιθανὸν νὰ ἐγίνετο καὶ σύζυγος, πλὴν φεῦ! δὲν τὴν ἠγάπα πλέον· ἐκοίταζεν ἀλλοῦ, τοῦ εἶχαν χαλάσει τὰ μυαλὰ ἄλλαι γυναῖκες. Κι αὐτὴ ἐπροσπάθει νὰ κατασκευάσῃ φίλτρα ὑπὸ τὸ φέγγος τὸ μελιχρόν, τῇ βοηθείᾳ τῆς εὐμενοῦς Ἑκάτης, διὰ νὰ τοῦ γυρίσῃ τὰ μυαλὰ πρὸς τὸ μέρος της. «Αἰ δὲ μὴ φιλεῖ, ταχέως φιλάσει». Ψάλλε, γλυκεῖα Σαπφώ, παρηγόρει τὰς ὁμοφύλους σου.

Καὶ ἔκυπτον ὅλαι, κ᾽ ἐμελέτων, κ᾽ ἐψιθύριζον, κ᾽ ἔμελπον μὲ πραεῖαν φωνὴν τὰς ἐπικλήσεις καὶ τὰς ἐπῳδάς των, εἰς μυστηριώδη γλῶσσαν τὴν ὁποίαν οὐδεὶς ποιητὴς δύναται νὰ ἑρμηνεύσῃ καὶ οὐδεὶς μουσικὸς δύναται νὰ σημαδογραφήσῃ.

Ἵλεως, ἵλεως γενοῦ αὐταῖς, καλὴ Ἑκάτη! ἵλεως, τὴν νύκτα ταύτην, ἀλλ᾽ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς Κρίσεως;

*
* *

Ὁ γερο-Παρθένης, φιλόθρησκος ἄνθρωπος, ὅστις ἀνεγίνωσκε καὶ ἔψαλλεν ἐπ᾽ ἐκκλησίας, εἶδεν, ἐξέστη, κατεπλάγη. Ἀφῆκε πεπνιγμένην κραυγήν.

Καταρχὰς τοῦ ἐφάνη ὅτι ἦσαν φαντάσματα. Μὲ τὸ δεύτερον βλέμμα ἐνόησεν ὅτι ἦσαν μάγισσαι.

Ἐδοκίμασε ν᾽ ἀποσείσῃ τὴν κεραυνοβόλον νάρκην, ν᾽ ἀποτινάξῃ τὸν ἐγρηγορότα ἐφιάλτην, νὰ κινήσῃ τὰς μολυβδίνους κνήμας, καὶ νὰ ἐπανέλθῃ εἰς τὸν οἰκίσκον του.

Ἀλλ᾽ ἦτον ἀργά. Ἡ βραχεῖα κραυγή του εἶχεν ἀκουσθῆ εἰς τὴν σιγὴν καὶ τὸ σκότος. Ἡ μία ἐκ τῶν μαγισσῶν, ἡ ἀντικρύζουσα αὐτόν, τὸν εἶδε, καὶ ἔνευσεν εἰς τὰς ἄλλας.

Καὶ αἱ τρεῖς ἔκαμαν ἄτακτον κίνημα. Ἴσως ἐζήτησαν νὰ φύγουν, νὰ κρύψουν τὴν στίλβουσαν γυμνότητά των, ἀπὸ τοῦ φέγγους τῆς σελήνης, τὸ ὁποῖον προσέθετε τὴν λευκὴν ὤχραν του εἰς τὸν χρῶτά των. Πλὴν ὁ γερο-Παρθένης τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐπίστευσεν ὅτι θὰ ἐχυμοῦσαν ἐπάνω του καὶ αἱ τρεῖς, νὰ τὸν πνίξουν.

Τότε χωρὶς νὰ σκεφθῇ, περίτρομος, λυθείσης τῆς γλώσσης του, ἐφώναξε:

― Σᾶς εἶδα, σᾶς ἐγνώρισα, παλιόστριγλες, μάγισσες! Σᾶς γνωρίζω… Αὔριο θὰ σᾶς μαρτυρήσω στοὺς ἄντρες σας!

Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ἐψεύδετο, ἐξ ἀνάγκης, ἀπὸ τὸν φόβον του καὶ καμμίαν ἐκ τῶν τριῶν δὲν εἶχε γνωρίσει· ἡ δὲ φωνὴ ἐξῆλθε μὲ φρικώδη σπασμὸν τῆς σιαγόνος καὶ τοῦ στόματος.

Αἱ τρεῖς μάγισσαι τὰ ἔχασαν. Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ γερο-Παρθένης ἠμπόρεσε ν᾽ ἀνακτήσῃ τὴν χρῆσιν τῶν ποδῶν του, καὶ πηδῶν, καὶ παραπαίων, μὲ θόρυβον τόσον τῶν κνημῶν, ὡς νὰ ἦσαν ξυλιασμέναι αὗται, ἔφθασεν εἰς τὴν θύραν τῆς καλύβης του, ἐπήδησε μέσα, σχεδὸν χωλός, κ᾽ ἐμανδάλωσε τὴν θύραν μὲ βαρὺν κρότον.

*
* *

Τὴν ἐπαύριον, ἡ Μυρμήγκαινα, νεαρὰ σύζυγος καὶ μήτηρ τέκνων, δι᾽ ὅλης τῆς ἡμέρας ἔλειπεν ἀπὸ τὴν οἰκίαν της. Οἱ οἰκεῖοί της τὴν ἐζητοῦσαν παντοῦ, ἀλλὰ δὲν τὴν εὕρισκαν. Τὴν ἄλλην ἡμέραν εὑρέθη τὸ πτῶμά της εἰς τὸν κατηφορικὸν ἐκεῖνον δρόμον πρὸς τὸ Παλαιὸν Χωρίον, ἐντὸς τῆς μικρᾶς χαράδρας, ὑπὸ τὰ δένδρα.

Φαίνεται ὅτι εἶχε λάβει τὸ φάρμακον εἰς τὴν πολίχνην, κ᾽ ἐκίνησε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν δρόμον πρὸς τὸ Παλαιὸν Χωρίον, ὅπου τὴν εἵλκυον αἱ ἀναμνήσεις τῆς παιδικῆς ἡλικίας της, ἴσως καὶ διότι ἐφοβεῖτο νὰ συναντήσῃ ἀνθρώπους. Ἐφαντάζετο ὅτι τὴν ἐδακτυλοδεικτοῦσαν ὅλοι πρὸς ἀλλήλους. Καθ᾽ ὁδὸν τὸ δηλητήριον ἐνήργησε, καὶ τὴν ἔρριψε νεκρὰν εἰς τὴν χαράδραν.

Μετὰ τὴν εὕρεσιν τοῦ πτώματος τῆς γυναικός, διεσπάρησαν ἀνὰ τὴν πολίχνην ἀόριστοι φῆμαι, ὅτι τρεῖς μάγισσαι εἶχον ἀνακαλυφθῆ ποιοῦσαι μαγείας, πρὸς τὸ φέγγος τῆς σελήνης, τὴν νύκτα.

Ὁ γερο-Παρθένης τὰς εἶχεν εὕρει, ἔλεγαν. Ποῖαι ἦσαν;

Κατὰ τοὺς μέν, ἡ μία τούτων ἦτον ἡ Μυρμήγκαινα, ἡ ἄλλη ἡ Γούσκαινα, καὶ ἡ τρίτη ἡ Ἀσημίνα ἡ Μαυβατού. Κατὰ τοὺς δὲ ἡ μία ἦτον ἡ Μυρμήγκαινα, ἡ ἄλλη ἡ Μαυρουδίτσα, καὶ ἡ τρίτη ἡ Καψούραινα. Κατ᾽ ἄλλους πάλιν, πρώτη ἦτο πάντοτε ἡ Μυρμήγκαινα, δευτέρα ἡ Λιολιώτα, καὶ τρίτη ἡ Πουλαρού.

Φαίνεται, ὡς εἰκός, ὅτι ὁ γερο-Παρθένης, περίτρομος καθὼς ἦτον, διηγήθη τὸ ὅραμα ἀμέσως, τὴν νύκτα ἐκείνην, εἰς τὴν γυναῖκά του. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, αἱ δύο ἄλλαι, ὁποῖαι καὶ ἂν ἦσαν, ἐπὶ ἡμέρας ἀκόμη θὰ εἶχον τὸν φόβον· ὕστερον βλέπουσαι ὅτι οἱ σύζυγοί των δὲν τὲς ἔκοπτον τὸν λαιμόν, οὔτε τὰς ἐκυνηγοῦσαν μὲ τὸν μπαλτά, ἡσύχασαν.

Ἐν τούτοις ἄδηλον εἶναι τί ἐσκέπτοντο καθ᾽ ἑαυτάς. Μόνον ἓν ἀόρατον οὖς τὰς ἤκουσε ποὺ ἔλεγαν ἡ μία εἰς τὴν ἄλλην:

― Καλὰ ἔκαμε καὶ φαρμακώθηκε· τόσο φοβιτσάρα ποὺ ἦτον, θὰ μᾶς ἐπρόδωνε κ᾽ ἐμᾶς.

― Κι ἕνα ἄλλο, προσέθηκεν ἡ ἄλλη· ὁ γερο-Παρθένης τώρα, καὶ νὰ μᾶς ξέρῃ, ἐπειδὴς ἡ ἄλλη πῆγε ἀδικοθάνατη, θὰ φοβᾶται νὰ μᾶς μαρτυρήσῃ.

― Ἀλήθεια, εἶπεν ἡ πρώτη· μὰ νὰ σοῦ πῶ, δὲν πιστεύω νὰ μᾶς ἐγνώρισε!

(1900)

http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/314-03-23-oi-magisses-1900

ΔΗΜΟΦΙΛΗ