Του Γεωργίου Παπασίμου
Μετά από μια τριετή έντονη τουρκική επιθετικότητα κατά της Ελλάδος στα πλαίσια της επεκτατικής νεο-οθωμανικής στρατηγικής της Άγκυρας, με αφορμή τους καταστρεπτικούς σεισμούς στην Ανατολική Τουρκία έχει επικρατήσει αναπάντεχα ήρεμο κλίμα μεταξύ των δύο χωρών.
Αποκορύφωμα αυτού η χθεσινή απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας της Τουρκίας, που ομιλεί για την ωφέλεια των δύο χωρών από το ήρεμο κλίμα, όταν το ίδιο πριν δύο μήνες περίπου θεωρούσε την Ελλάδα ως τον άμεσο αντίπαλο της και ζητούσε την άμεση αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου, συνδέοντας αυτό με την αμφισβήτηση της κυριαρχίας τους.
Πίσω βέβαια από το επιφαινόμενο της διπλωματίας των θεσμών ενυπάρχει η έντονη πίεση των ΗΠΑ για εξεύρεση λύσεως στην ευρύτερη περιοχή, αλλά πρωτίστως η εξυπηρέτηση των βραχυπρόθεσμων στόχων του τουρκικού καθεστώτος, που εν μέσω της προεκλογικής περιόδου βρίσκεται αντιμέτωπο με τεράστια οικονομικά προβλήματα και την ανάγκη εξοικονόμησης τεραστίων οικονομικών πόρων (περίπου 100 δις ευρώ) για τη στοιχειώδη ανοικοδόμηση των ευρύτατα κατεστραμμένων περιοχών από τους σεισμούς, έχοντας έτσι την άμεση ανάγκη της Δύσης.
Ουδείς μπορεί να εκτιμήσει για πόσο καιρό θα παραμείνει σε αυτήν την πολιτική. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η πάγια μακροπρόθεσμη επεκτατική τουρκική στρατηγική δεν αλλάζει.
Οι θεαματικές αλλαγές 180 μοιρών στην τουρκική εξωτερική πολιτική δεν είναι βέβαια κάτι καινούργιο. Όταν το ιδιότυπο τουρκικό αυταρχικό καθεστώς θεωρεί ότι είναι προς το συμφέρον της Τουρκίας η άμεση αλλαγή την πραγματοποιεί ακόμα και κατά εκείνων που μέχρι πριν λίγο καιρό εκτόξευε κατηγορίες και απειλές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μετατρέπεται αυτομάτως από λύκο σε πρόβατο, αφού διαχρονικά έχει αποδειχθεί ότι οι κεντρικοί στόχοι του βαθέως τουρκικού κράτους παραμένουν αναλλοίωτοι και επιδιώκονται ανάλογα με την ευρύτερη συγκυρία.
Κατά τη τετραετία 2019-2022, η Τουρκία ξεδίπλωσε όλες τις στρατηγικές επιδιώξεις της, που εντάσσονται στη νεο-οθωμανική στρατηγική της, ότι δηλαδή ως ισχυρή ηγεμονική περιφερειακή δύναμη έχει το δικαίωμα της στρατιωτικής παρέμβασης, όπου κρίνει, ακόμα και όταν παραβιάζονται με πρωτοφανή τρόπο τα ισχύοντα στο διεθνές δίκαιο. Έτσι, δημιούργησε με τη βοήθεια του Τραμπ ένα τεράστιο διάδρομο 400 χιλιομέτρων εντός του συριακού εδάφους κατά μήκος των συνόρων των δύο χωρών, εκτοπίζοντας τους Κούρδους της Συρίας, εισέβαλε στο Ιράκ με το πρόσχημα της εκκαθάρισης των εκεί Κούρδων, υπέγραψε το προδήλως παράνομο τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, αμφισβητώντας de jure την ελληνική ΑΟΖ, επιδόθηκε σε παράνομες έρευνες στην ελληνική ΑΟΖ στη περιοχή του Καστελόριζου και σε παράνομες γεωτρήσεις στην ΑΟΖ της Κύπρου και συνέβαλε αποφασιστικά στην νίκη του Αζερμπαϊτζάν στη σύγκρουση του με την Αρμενία.
Παράλληλα, αν και μέλος του ΝΑΤΟ αψήφησε τις απειλές των ΗΠΑ και άλλων δυτικών δυνάμεων αγοράζοντας το αντιαεροπορικό σύστημα S-400 από τη Ρωσία, η οποία πέραν αυτού θα κατασκευάσει στο τουρκικό έδαφος τρεις πυρηνικούς αντιδραστήρες, διακηρυκτικά για παραγωγή ενέργειας. Είναι όμως κρυφό μυστικό ότι ο μακροπρόθεσμος στόχος του τουρκικού καθεστώτος είναι η παραγωγή πυρηνικών όπλων, χωρίς μάλιστα καμία αντίδραση από τον διεθνή παράγοντα έως σήμερα για αυτές τις ανομολόγητες προθέσεις του, ούτε καν από τη χώρα μας.
Όταν το τουρκικό καθεστώς πέρσι το καλοκαίρι διαπίστωσε ότι η υπερεπέκταση αυτή δημιούργησε αντιδράσεις σε κάποιες δυτικές χώρες (ΗΠΑ για τους S-400, Γαλλία-Αυστρία για την επέκταση στη Λιβύη και στη Βόρεια Αφρική και στη χειραγώγηση των ισλαμιστικών κινήσεων στις χώρες αυτές), σε συνδυασμό με την αντίδραση της Ελλάδος και της Κύπρου στην άμεση τουρκική επιθετικότητα, μέσω της δημιουργίας συμμαχιών με αντι-τουρκικό πρόσημο, ακολουθώντας την παραδοσιακή και διαχρονική διπλωματική πονηρία της, προέβη σε τακτική αναδίπλωση. Εμφάνισε δηλαδή ένα πιο ήπιο πρόσωπο, χωρίς όμως να αποστεί στο παραμικρό από τις στρατηγικές της επιδιώξεις, προκειμένου να πετύχει τους βραχυπρόθεσμους στόχους της. Έκτοτε όμως επανήλθε στη σκληρή τακτική τόσο εν σχέσει με τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ με τη Φιλανδία και τη Σουηδία θέτοντας βέτο, προβαίνοντας σε μεσανατολίτικα παζάρια με τις ΗΠΑ για τα F-16 όσο κυρίως απέναντι στην Ελλάδα κατά της οποίας εκτόξευε πολεμικές απειλές καθημερινά. Ακόμα και για βομβαρδισμό των Αθηνών απειλούσε ο Ερντογάν πριν μόλις λίγο καιρό. Όλα αυτά σήμερα μέσω της τουρκικής αναδίπλωσης με φόντο τους σεισμούς στην ανατολική Τουρκία έχουν εξαφανιστεί από τον ορίζοντα. Το πρόσωπο της Τουρκίας άλλαξε προσωρινά και αυτό της δίνει τη δυνατότητα να πετύχει τους βραχυπρόθεσμους στόχους της έναντι της Δύσης, χωρίς να αφίσταται από τις πραγματικές στρατηγικές στοχεύσεις της και αυτό γιατί ο δυτικός παράγοντας είναι έτοιμος να καταπιεί τις οποιεσδήποτε παρασπονδίες της Τουρκίας λόγω της γεωπολιτικής της αξίας.
Απέναντι σε αυτή την ξεκάθαρη και διαχρονική πραγματικότητα, η Ελλάδα, η οποία βρέθηκε στο προηγούμενο διάστημα να απειλείται ευθέως με πολεμική σύρραξη από το επιθετικό τουρκικό καθεστώς συμμετέχει αναφανδόν και ανακουφισμένη σε αυτήν την τακτική μεταμορφισμού του τουρκικού καθεστώτος. Κανείς βέβαια δεν μπορεί να είναι κατά του διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών εάν αυτός πραγματοποιείται μέσα στα πλαίσια του Διεθνούς Δικαίου και υπάρχει ειλικρινής διάθεση για εξεύρεση λύσεων. Στην προκειμένη όμως περίπτωση οι κίνδυνοι για την Ελλάδα είναι σημαντικοί αφού η δημοσιοποίηση σε όλα τα διεθνή φόρα και στον ΟΗΕ των παράνομων τουρκικών διεκδικήσεων (αποστρατιωτικοποίηση νησιών, τουρκο-λιβυκό μνημόνιο, casus beli σε περίπτωση επέκτασης στα 12 ν.μ.) παρέχουν το νομιμοποιητικό πλαίσιο στο τουρκικό καθεστώς στην επόμενη στροφή που θα αισθανθεί ισχυρό να επανέλθει στην γνώριμη επιθετική του πολιτική. Συνακόλουθα η μη εξάσκηση των νομίμων κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας, όπως για παράδειγμα η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. τουλάχιστον νοτίως της Κρήτης λειτουργεί υπέρ της παγίωσης των στρατηγικών επιδιώξεων της Άγκυρας περί ειδικού καθεστώτος του Αιγαίου. Έτσι, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η σπουδή του Υπουργείο Εξωτερικών να υποστηρίξει την τουρκική υποψηφιότητα για τη θέση του γενικού γραμματέα του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (IMO) Γραμματείας και αυτή σε αντάλλαγμα θα υποστηρίξει την υποψηφιότητα της Ελλάδος της ως μη μόνιμο μέλος στο Σύμβουλο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Θέση άνευ ιδιαίτερης αξίας αφού λόγω των συνεχών βετό των μονίμων μελών την έχουν ουσιαστικά ακυρώσει. Μάλιστα για το θέμα αυτό υπήρξε μετά από πολύ καιρό και ρήγμα στο κοινό άξονα Ελλάδος – Κύπρου, αφού ορθά η κυπριακή Δημοκρατία δεν δέχτηκε να υποστηρίξει την υποψηφιότητα της κατοχικής Τουρκίας.
Οι ενέργειες αυτές από την ελληνική πλευρά, το μόνο αποτέλεσμα που έχουν είναι η καλλιέργεια πρόσκαιρων ψευδαισθήσεων περί δημιουργίας κλίματος εμπιστοσύνης για εσωτερική κατανάλωση, κάτι όμως που λειτουργεί και ως βάση στο διεθνή χώρο υπέρ του ταραξία που λειτουργεί στην παρούσα φάση τακτικά ως καλός γείτονας. Επαναφέρουν, δε, στο προσκήνιο για μια ακόμα φορά τη διαχρονική ελληνική τακτική, που είναι ο κατευνασμός και η «εξημέρωση του θηρίου», ως απότοκος του φοβικού συνδρόμου από το οποίο διαπνέεται το δικομματικό σύστημα στην Ελλάδα επί δεκαετίες. Προς αυτή την κατεύθυνση κατατείνουν και οι πρόσφατες δηλώσεις Καλίν ότι είχε ήδη προ των σεισμών στηθεί μηχανισμό εξουμάλυνσης των σχέσεων μέσω παρασκηνιακών μυστικών διαβουλεύσεων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας.
Πρόκειται για την ενδημική ελληνική πολιτική ύπνωση έναντι του δομικού τουρκικού κινδύνο, αφού είναι βέβαιο ότι η Τουρκία μόλις πετύχει τους βραχυπρόθεσμους στόχους της και όταν ενδυναμωθεί στον οικονομικό τομέα, αλλά και στον εντεινόμενο στρατιωτικό της εξοπλισμό (παραλαβή υποβρυχίων Type 2014 από τη Γερμανία, F-16 από τις ΗΠΑ κλπ) είναι βέβαιο ότι θα επανέλθει δριμύτερη σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου. Και αυτό γιατί οι πραγματικοί μακροπρόθεσμοι στόχοι της, είναι η δορυφοροποίηση και η φιλανδοποίηση μας. Εξ’ ου και η ανάγκη της υπό αναζήτηση ευρύχωρης και οραματικής εθνικής στρατηγικής της Ελλάδος σε πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό επίπεδο.