Ὁ Ἔρνεστ Χέμινγουεϊ, γεννήθηκε στὶς ΗΠΑ στὶς 21 Ιουλίου 1899* καὶ μόλις 20 περίπου χρονῶν, τὸ 1920, ἄρχισε νὰ ἐργάζεται ὡς δημοσιογράφος καὶ πολεμικὸς ἀνταποκριτὴς τῆς ἐφημερίδος Toronto Star Weekly τοῦ Τορόντο. Μέσω τῶν ἀνταποκρίσεών του, γνώρισε τὸ εὐρὺ κοινὸ τῆς ἐποχῆς, τὴν Μικρασιατικὴ Καταστροφή. Ἦταν παρῶν στὴν ἀνταλλαγή τῶν πληθυσμῶν στὴ Θράκη, ποὺ ἀκολούθησε τὴ συνθήκη τῶν Μουδανιῶν τὸ 1922.
Μέσα ἀπὸ τὸ λογοτεχνικό του ταλέντο, ὁ συγγραφέας δίνει συγκλονιστικὲς περιγραφὲς μίας περιόδου ποὺ ἔχει σημαδέψει τὴν ψυχὴ τῶν Ἑλλήνων.
«Ὁ ἄντρας σκεπάζει μὲ μία κουβέρτα τὴν ἐτοιμόγεννη γυναίκα του πάνω στὸν ἀραμπά γιὰ νὰ τὴν προφυλάξῃ ἀπὸ τὴ βροχή. Ἐκείνη εἶναι τὸ μόνο πρόσωπο ποὺ βγάζει κάποιους ἤχους [ἀπὸ τοὺς πόνους τῆς γέννας]. Ἡ μικρὴ κόρη τους, τὴν κοιτάζει μὲ τρόμο καὶ βάζει τὰ κλάματα. Καὶ ἡ πομπὴ προχωρᾶ… Δὲν ξέρω πόσο χρόνο θὰ πάρῃ αὐτὸ τὸ γράμμα νὰ φτάσῃ στὸ Τορόντο, ἀλλὰ ὅταν ἐσεῖς οἱ ἀναγνῶστες τῆς Στὰρ τὸ διαβάσετε, νὰ εἶστε σίγουροι ὅτι ἡ ἴδια τρομακτική, βάναυση πορεία ἑνὸς λαοῦ ποὺ ξεριζώθηκε ἀπὸ τὸν τόπο του, θὰ συνεχίζῃ νὰ τρεκλίζῃ, στὸν ἀτέλειωτο λασπωμένο δρόμο πρὸς τὴ Μακεδονία». (Toronto Star, 20 Ὀκτωβρίου 1922)
Τὸν Ὀκτώβρη τοῦ 1922, ἂν καὶ ἄρρωστος ἀπὸ ἐλονοσία, ὁ Χέμινγουεϊ παρακολουθεῖ τὴν πορεία τῶν Ἑλλήνων προσφύγων:
«Τὸ κυρίως σῶμα τῆς πομπῆς, ποὺ διασχίζει τὸν ποταμὸ Ἕβρο στὴν Ἀδριανούπολη, φτάνει τὰ τριάντα χιλιόμετρα. Τριάντα χιλιόμετρα μὲ κάρα ποὺ τὰ σέρνουν βόδια, ταύροι καὶ λασπωμένα βουβάλια, μὲ ἐξουθενωμένους, κατάκοπους ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιὰ νὰ περπατοῦν στὰ τυφλά…».
Τὰ δημοσιογραφικά του ἄρθρα ἀναφέρονται κυρίως στὴ στρατιωτικὴ ἐκκένωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καὶ στὸ ἀντίστοιχο χρονικὸ τοῦ ἑλληνικοῦ ξεριζωμοῦ. Τὸ ἀντικειμενικὸ ρεπορτὰζ -ἡ ψυχρὴ ἀποτύπωση ἑνὸς ἱστορικοῦ γεγονότος- ἐξελίσσεται σταδιακὰ σὲ ἀπόγνωση καὶ κραυγὴ διαμαρτυρίας γιὰ τὰ δεινὰ τῶν μετακινούμενων πληθυσμῶν. Ὁ δημοσιογράφος, καταδεικνύει, μεταξὺ ἄλλων, τὰ ὀλέθρια διπλωματικὰ καὶ στρατιωτικὰ σφάλματα τῆς ἑλληνικῆς κυβερνήσεως. Στὶς 3 Νοεμβρίου τοῦ 1922 ἀπὸ τὸ Μουρατλὶ σημειώνει τὸν τραγικὸ ἐπίλογο τῆς προδοσίας:
«Καθῶς γράφω, ὁ ἑλληνικὸς στρατὸς ξεκινάει τὴν ἐκκένωση τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Οἱ στρατιῶτες παρελαύνουν σκυθρωπά… Ἐγκατέλειψαν τὶς καμουφλαρισμένες θέσεις τῶν πολυβόλων, τὶς ὁχυρωμένες καὶ γεμάτες συρματόπλεγμα κορυφογραμμὲς, ἐκεῖ ὅπου εἶχαν σχεδιάσει νὰ δώσουν τὴν τελικὴ μάχη ἐναντίον τῶν Τούρκων. Αὐτό εἶναι τὸ τέλος τῆς σπουδαίας ἑλληνικῆς στρατιωτικής περιπέτειας.
Ἀκόμα καὶ στὴν ἐκκένωση, οἱ Ἕλληνες φαίνονται καλοὶ στρατιῶτες. Ἔχουν ἕναν ἀέρα θαρραλέας ἐπιμονῆς ποὺ θὰ σήμαινε δύσκολα ξεμπερδέματα γιὰ τὸν Τοῦρκο, ἂν ὁ στρατὸς τοῦ Κεμᾶλ ἔπρεπε νὰ πολεμήσῃ γιὰ τὴ Θράκη, ἀντὶ αὐτὴ νὰ τοῦ δοθῇ ὡς δῶρο στὰ Μουδανιά. Ὁ λοχαγὸς Οὐίταλ τοῦ ἰνδικοῦ ἱππικοῦ (…), μοῦ εἶπε τὴν ἐκ τῶν ἔσω ἱστορία τῆς ἴντριγκας ποὺ ὁδήγησε στὴν κατάρρευση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ στὴ Μικρὰ Ἀσία:
»Οἱ Ἕλληνες στρατιῶτες ἦταν πολεμιστὲς πρώτης κατηγορίας. Εἶχαν καλοὺς ἀξιωματικούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑπηρετήσει μὲ τοὺς Βρετανοὺς καὶ τοὺς Γάλλους στὴ Θεσσαλονίκη καὶ ὑπερτερούσαν τοῦ κεμαλικοῦ στρατοῦ. Πιστεύω ὅτι θὰ καταλάμβαναν τὴν Ἄγκυρα καὶ θὰ ἔβαζαν τέλος στὸν πόλεμο, ἂν δὲν εἶχαν προδοθεῖ. Ὅταν ὸ Κωνσταντῖνος ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία, ἔδιωξε ὅλους τοὺς ἀξιωματικοὺς τοὺ στρατοῦ, ἀπὸ τὸ πεδίο τῆς μάχης· ἀπὸ τὸν ἀρχιστράτηγο μέχρι τοὺς διοικητὲς τῶν διμοιριῶν. Ἀντικαταστάθηκαν μὲ νέους ἀξιωματικοὺς ποὺ ἦταν ὀπαδοὶ τοῦ Τῖνο, οἱ περισσότεροι ἐκ τῶν ὁποίων, εἶχαν περάσει τὸν πόλεμο στὴν Ἐλβετία ἢ τὴ Γερμανία καὶ δὲν εἶχαν ἀκούσει οὔτε πυροβολισμό. Αὐτὸ προκάλεσε τὴν πλήρη κατάρρευση τοῦ στρατοῦ καὶ ἦταν τὸ αἴτιο, τῆς ἑλληνικῆς ἦττας» ».
Καὶ τελειώνει μὲ μία πρόταση ποὺ δὲν θὰ τὴν ἔγραφε ποτέ ἕνας ἁπλὸς δημοσιογράφος, ἂν δὲν εἶχε μέσα του το ταλέντο του μεγάλου νομπελίστα συγγραφέα:
«Ὅλη μέρα περνάω ἀπὸ δίπλα τους· εἶναι βρώμικοι, κουρασμένοι, ἀξύριστοι, ἀνεμοδαρμένοι στρατιῶτες ποὺ βαδίζουν στὴν καφετιά, ἄγονη θρακικὴ ὕπαιθρο, χωρὶς μπάντες, χωρὶς ὀργανώσεις ἀρωγῆς· τίποτα, ἐκτὸς ἀπὸ ψεῖρες, βρώμικες κουβέρτες καὶ κουνούπια τὴ νύχτα. Εἶναι οἱ τελευταῖοι ἀπὸ τὴ δόξα ποὺ ἦταν κάποτε ἡ Ἑλλάδα. Αὐτό εἶναι τὸ τέλος τῆς δεύτερής τους πολιορκίας, τῆς Τροῖας.» (Toronto Star, 3 Νοεμβρίου 1922).
Τά φορτωμένα κάρα τῶν προσφύγων, περνοῦν μέσα ἀπό τήν Ἀδριανούπολη. (Ἀρχές Ὀκτωβρίου 1922)
Σὲ μία ἄλλη ἀνταπόκρισή του στὴ «Στὰρ», γράφει ὁ Χέμινγουεϊ: