Μικρά διηγήματα.
ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ
Ὁ Κωνσταντὴς ὁ Τσιτσούκας ἦτον ὁ τρόμος ὅλων τῶν ἀγυιοπαίδων, τῶν ἀτακτούντων ἀγωγιατῶν, τῶν κλεπτῶν καὶ τῶν κλεπτριῶν τῶν ὀπωρικῶν. Πότε ὡς ἀγροφύλαξ, πότε ὡς κλητὴρ τῆς δημοτικῆς ἀστυνομίας, πότε ὡς παιδονόμος τοῦ σχολείου, ποτὲ δὲν ἔπαυσε νὰ ὑπηρετῇ τὸν Δῆμον ἀντὶ τριάκοντα κατὰ μῆνα δραχμῶν.
Εἰς τὴν ἐξοχήν, ὅταν διετέλει ἀγροφύλαξ, ἡ δραγασιά, ἡ ἰδιόρρυθμος ἐκείνη ἐπὶ ὑψηλοῦ λόφου καλύβη, ἦτον τὸ σκιάζουρο, ὄχι τῶν ὀρνέων, ἀλλὰ τῶν παιδίων, ὅσα ἔτρεχαν ἔξω στ᾽ ἀμπέλια διὰ νὰ κλεφτολογήσουν. Ἀπὸ τὸν Μάιον, ὅταν ἀρχίζουν τὰ μοῦρα, τὰ κεράσια, τὰ τζάνερα, ἕως τὸν Ὀκτώβριον, ὅταν ἔχῃ τελειώσει ὁ τρύγος, καὶ συλλέγουν τὰ κυδώνια, διότι «δὲν φυλάγονται πλέον», ἀπὸ τὶς κυδωνιές, ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τις τέσσερα μάτια τοὐλάχιστον, δύο ἔμπροσθεν καὶ δύο ὄπισθεν τοῦ κρανίου, διὰ νὰ εἶναι βέβαιος ὅτι δὲν θὰ τὸν ἰδῇ ὁ Τσιτσούκας νὰ κλέπτῃ. Μόνον τὸ μπαϊράκι του, τὸ κόκκινον ἐκεῖνο μανδήλιον, τὸ ὁποῖον ἐκυμάτιζεν ὑψηλὰ ἄνω τῆς στέγης τῆς δραγασιᾶς, μόνον ἐκεῖνο ἤρκει νὰ τρέψῃ εἰς φυγὴν τοὺς κλέπτας.
Ἐπὶ τοῦ λόφου ἵστατο ἡ καλύβη, καὶ γύρω-γύρω ἁπλώνετο ὁ κάμπος, ποὺ ὁμαλὸς καὶ ἐπίπεδος, ποὺ κοῖλος καὶ κυρτούμενος, ὁλοπράσινος ἀπὸ τ᾽ ἀμπέλια. Καὶ ὅλα τ᾽ ἀμπέλια τὰ ἔβλεπεν ὁ Τσιτσούκας, ὅλα τὰ ἔσκεπε τὸ μπαϊράκι του.
Ἠκούετο ἔξαφνα μία κραυγή:
―Ἔ, ἔ!… ἀλάργ᾽ ἀπ᾽ τ᾽ ἀμπέλια!
Καὶ ἡ φωνή του ἦτον μεγάλη, δυνατή, καὶ ἦτον ἀνδρώδης καὶ τραχεῖα. Καὶ τὴν ἔτρεμον ὄχι μόνον τὰ παιδία, ἀλλὰ καὶ ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι. Τὴν νύκτα, καθήμενος εἰς τὴν δραγασιάν του ἤκουε μακρόθεν κουδούνια καὶ πατήματα ἡμιόνων, καὶ φωνὰς ἀγωγιατῶν νὰ τραγουδοῦν. Τότε ἐφώναζεν ἔ! ἔ! καὶ ἀπὸ τὴν φωνὴν ταύτην, καὶ μόνην, μὲ δεισιδαίμονα φόβον, πᾶς ὀνηλάτης ἐνόει ὅτι δὲν θὰ ἦτο εὐκαιρία διὰ νὰ κλέψῃ σταφύλια τὴν νύκτα ἐκείνην.
Ἓξ ἢ ἑπτὰ φορὰς εἶχεν ὁδηγήσει εἰς τὴν Δημαρχίαν τὴν Κατσούλα τὴν Κλεφτρού, μίαν ἀλλόκοτον γραῖαν, ἡ ὁποία δυσκόλως ἠδύνατο νὰ θεραπευθῇ ἀπὸ τὴν νόσον της. Ἐγνώριζε «μὲ τὸ νούμερο» ὅλας τὰς ἐκ συστήματος κλεπτρίας. Δύο γυναῖκες, μητέρα καὶ κόρη, καλούμεναι κοινῶς ἡ Φράγκα καὶ τὸ Τσουλούφι, ἦσαν «τὸ πρῶτο νούμερο», ποτὲ δὲν τὰς εἶχεν εὕρει νὰ μαζώνουν ἐλιὲς εἰς τὸν ἐλαιῶνά των, ἀλλὰ πάντοτε εἰς τὸν ἐλαιῶνα τῆς γειτόνισσας, ποτὲ δὲν τὰς εἶχεν ἰδεῖ νὰ ἁπλώνουν τὰ σῦκα εἰς τὴν λιάστρα των, ἀλλὰ τὰς εἶδε πολλάκις νὰ μαζώνουν τὰ σῦκα τῆς ξένης λιάστρας. Ἄφηναν τὰ σῦκα ἀπὸ τὶς συκιές των νὰ πέσουν, γνωρίζουσαι καλῶς ὅτι ἔπιπτον εἰς τὸ ἰδικόν των ἔδαφος, κ᾽ ἐγέμιζαν κατὰ προτίμησιν ὀλίγα καλάθια ἀπὸ τὴν συκῆν τῆς γειτόνισσας.
Μίαν τῶν ἡμερῶν, περὶ τὰ τέλη Σεπτεμβρίου, μετὰ τὸν τρύγον καὶ τὸ τράβηγμα τοῦ μούστου ἠσχολοῦντο αἱ δύο νὰ βγάλουν τὰ στέμφυλα εἰς ἕνα κῆπον συγγενοῦς των. Ὁ κῆπος ἐχωρίζετο ἀπὸ ἄλλου γειτονικοῦ κήπου δι᾽ ἁπλοῦ χαμηλοῦ φράκτου. Βλέπουσαι ὅτι εἰς τὸν γειτονικὸν κῆπον ὑπῆρχον σωροὶ στεμφύλων, τὰ ὁποῖα οἱ ἰδιοκτῆται ἀμελοῦσαν νὰ βγάλουν, ἄφησαν τὰ στέμφυλα τὰ ἰδικά των, καὶ ἤρχισαν νὰ κουβαλοῦν τὰ τοῦ γειτονικοῦ κήπου.
Ἡ κόρη ἐγέμιζε μὲ βίαν τὸ καλάθι κ᾽ ἔτρεχε. Ἡ μήτηρ τῆς ἔλεγε νὰ μὴ βιάζεται, ἀλλὰ «νὰ σιάζῃ λιγάκι τὸ σωρό», ἐννοοῦσα ν᾽ ἀραιώνῃ τοιουτοτρόπως τὰ στέμφυλα, ὥστε νὰ φαίνεται κάπως ἄθικτος ὁ σωρός.
― Νά, κοίταξέ μ᾽, ἐμένα! εἶπεν.
Ἡ γραῖα ἔλαβε τὸ κοφίνιον, ἐπήδησε τὸν φράκτην, ἔτρεξε, κι ἀφοῦ τὸ ἐγέμισε καλά, μ᾽ ἕνα ξύλο ἀνακάτωνε καὶ ἠραίωνε τὰ στέμφυλα, ὥστε νὰ μὴν εἶναι πατημένα πολύ, διὰ νὰ φαίνεται ὄγκος. Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἡ νεωτέρα, ὠφεληθεῖσα ἀπὸ τὴν ἀπομάκρυνσιν τῆς μητρός, ἔλαβε ποτήριον, κ᾽ ἐδοκίμαζε τὸ πρωτόβγαλτο ρακί, τὴν «σούμα»*, ἴσως διὰ νὰ ἰδῇ «πόσα γράδα εἶναι». Ἐρρόφησε βιαστικὰ ἕνα ποτήρι, κοιτάζουσα συγχρόνως νὰ μὴν τὴν ἰδῇ ἡ μάννα της, εἶτα ἐσηκώθη ἀπὸ πλησίον ἀπὸ τὸ ρακοκάζανο, κ᾽ ἐκοίταζε πρὸς τὸ μέρος τοῦ φράκτου, ὁπόθεν θὰ ἐπανήρχετο ἡ γραῖα.
Πῶς εὑρέθη ἐκεῖ ὁ Τσιτσούκας! Ἄδηλον. Ἔξαφνα ἀκούεται φωνή:
―Ἔ, τὸ Τσουλούφι! μὴν τὸ πίνῃς μονάχη, ἄφησε καὶ λίγο γιὰ τὴ μάννα σου!
Στραφεὶς πρὸς τὴν γραῖαν ἐφώναξε:
― Μπράβο, γρια-Φράγκα! καλὰ τόνε σιάζεις τὸ σωρό…
*
* *
Νέα τις γυνή, τῆς ὁποίας ὁ σύζυγος εἶχε ξενιτευθῆ πρώιμα εἰς τὴν Ἀμερικήν, ὁπόθεν δὲν ἐπανέκαμψε πλέον, ἐξηκολούθει νὰ φορῇ συχνὰ κόκκινον φουστάνι παρὰ τὰ ἔθιμα τοῦ τόπου, ὅπου αἱ γυναῖκες τῶν ἀπόντων ναυτικῶν δὲν νομίζεται πρέπον νὰ στολίζωνται. Μὲ τὸ κόκκινον τοῦτο φόρεμα ἐπήγαινεν ἐπιδεικτικῶς εἰς τὴν ἐξοχήν, εἰς τὸ ἀμπέλι της. Μία γραῖα γειτόνισσα ἀρχαϊκή, βλέπουσα αὐτήν, ἐσταυροκοπεῖτο κ᾽ ἔλεγε:
― Σὰν ὄξ᾽ ἀποδῶ μοῦ φαίνεται, Θέ μ᾽ σχώρεσέ με! Ἄμ᾽ δά!… «Σοῦσες Μαροῦσες οὗλες κοκκινοφουστανοῦσες»*.
Μὲ τὸ κόκκινον φόρεμα ὁ Τσιτσούκας τὴν εὗρε μίαν τῶν ἡμερῶν ἀνεβασμένην εἰς πελωρίαν βερυκοκκιάν, κτῆμα αὐτῆς ἐκείνης τῆς γειτόνισσας ἥτις ἐσταυροκοπεῖτο εἰς τὴν θέαν της, καὶ ἀσχολουμένην νὰ γεμίζῃ τὸ καλάθι της μὲ τὰς κιτρίνας εὐχύμους ὀπώρας.
― Ἄ! ἀνέκραξεν ὁ Τσιτσούκας, κ᾽ ἐγὼ ἔλεγα πὼς μονάχα τὸ δικό μου τὸ κόκκινο μπαϊράκι ἀνεμίζει τόσο ψηλά!…
*
* *
Ἐπὶ δύο ἢ τρία ἔτη, περὶ τὰς ἀρχὰς τῆς ἑβδόμης δεκάδος, ὁ Κωνσταντὴς ὁ Τσιτσούκας ἦτον διωρισμένος παιδονόμος εἰς τὸ σχολεῖον. Ποτὲ ὁ γιαλός, ἀπὸ μίαν ἄκρην εἰς ἄλλην, δὲν ἦτον ἐλευθερώτερος ἀπὸ μικρὰ παιδιά, καὶ οἱ βράχοι καὶ οἱ κολπίσκοι τῆς ἀκρογιαλιᾶς δὲν ἦσαν ἐρημότεροι ἀπὸ φυγάδας τοῦ δημοτικοῦ καὶ τοῦ ἑλληνικοῦ σχολείου. Τὰ καημένα τὰ καβουράκια καὶ τὰ γρινιάτσα* καὶ τὰ κοχύλια, ὅλα εἶχαν εὕρει τὴν ἡσυχίαν των. Τὸ θέρος, μόνον πρωὶ καὶ βράδυ ἐπέτρεπε τὸ κολύμβημα εἰς τὰ παιδία. Εἰς κανένα μικρὸν μοσχομάγκαν δὲν ἐπέτρεπε νὰ κολυμβᾷ ὀκτὼ ἢ δέκα φορὰς τὴν ἡμέραν. Ἀλλὰ καὶ κανὲν παιδίον δὲν συνέβη νὰ πνιγῇ ἐπὶ Τσιτσούκα παιδονόμου, τὴν πρώτην καὶ τὴν δευτέραν χρονιάν.
Ἐπετρέπετο νὰ βουλιοῦν, καθὼς συνηθίζουν, τὶς βάρκες, ἀλλὰ μόνον μὲ τὴν ἄδειαν τοῦ ἰδιοκτήτου. Εἰς κανένα δὲν ἐπετρέπετο νὰ «δίνῃ βούτη»* ἤτοι νὰ πηδᾷ μὲ τὴν κεφαλὴν κάτω, ἀλλὰ μόνον «νὰ δίνῃ παλούκια»* δηλ. νὰ πηδᾷ ὄρθιος, ἀπὸ τὸ ὕψος τοῦ τρίγκου* ὅπως καὶ τοῦ μπαμπαφίγκου*, τῶν εἰς τὸν λιμένα ἀραγμένων κατὰ καιροὺς γολετῶν καὶ βρικίων. Μόνον ἀπὸ τὴν κωπαστήν, καὶ ἀπὸ τὴν ἄκρην τοῦ μπαστουνιοῦ* τῆς πλώρης, ἐπετρέπετο νὰ δίνουν βουτιά. Τοιοῦτος ἦτον ὁ ἄγραφος κανονισμὸς τοῦ Τσιτσούκα, τὸν ὁποῖον ὑπεχρεοῦντο ν᾽ ἀποστηθίσουν καὶ «νὰ τὸν ξέρουν, νεράκι, ἀπ᾽ ὄξου», ὅλα τὰ παιδιά, «τὰ δασκαλούδια, καθὼς καὶ τὰ ξυπόλυτα τοῦ δρόμου, τ᾽ ἀγυιόπαιδα».
Τὴν δευτέραν χρονιάν, τῆς παιδονομίας τοῦ Τσιτσούκα, ἕνα παιδί, τέκνον ἑνὸς πρῴην χερσαίου καὶ νῦν θαλασσινοῦ, Δημητρίου Δαλαπούλια, εὑρέθη ν᾽ ἀτακτῇ μίαν ἡμέραν εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ νὰ προσπαθῇ νὰ μάθῃ κολύμβι, εἰς ὥρας ἀπηγορευμένας. Ὁ Τσιτσούκας τὸ ἐκυνήγησε, τοῦ ἔδωσε δυὸ τρεῖς ξυλιὲς εἰς τὰ νῶτα, καὶ τὸ ἔστειλε νὰ πάῃ στὴ μάννα του. Τὸ παιδίον ἔφυγε κλαῖον.
Ὀλίγον παραπέρα, εὑρίσκει τὸν πατέρα του. Καθὼς τὸν εἶδε, ἔβαλε κλαυθμηροτέραν φωνήν, χωρὶς ὁρατὰ δάκρυα.
― Τί ἔχεις;
― Νά, ὁ Τσιτσούκας μ᾽ ἔδειρε!
Ὁ Δαλαπούλιας ἐθύμωσεν. Ἔτρεξε νὰ προφθάσῃ τὸν Τσιτσούκαν. Καθὼς τὸν ηὗρεν, ἤρχισε νὰ τὸν ὀνειδίζῃ σκληρῶς. Νὰ μὴν τρομοκοτήσῃ* ἄλλη φορὰ καὶ πειράξῃ τὸ παιδί του! Αὐτὸς δὲν εἶχεν ἀνάγκην ἀπὸ Τσιτσούκαν παιδευτήν. Εἶναι ἱκανὸς νὰ παιδέψῃ τὸ παιδί του, καὶ μὴν ηὗρε τὰ στραβὰ κομμάτια τῆς Δημαρχίας, κ᾽ εἶναι τεμπέλης, καὶ δὲν πάει νὰ δουλέψῃ. Καὶ γιὰ νὰ φαίνεται πὼς κάτι κάνει κι ὁ Τσιτσούκας, γιὰ νὰ βρίσκεται σὲ δουλειὰ κι αὐτός, θέλει τάχα νὰ παιδέψῃ τὰ παιδιὰ τοῦ κόσμου. Ἂς πάῃ καλύτερα νὰ σαρώνῃ τὴν αὐλὴ τῆς κυρα-Δημαρχίνας, γι᾽ αὐτὸ καὶ μόνο εἶναι ἄξιος, κι ἄλλη φορὰ νὰ προσέχῃ, γιατὶ…
Ὁ Τσιτσούκας δὲν ἀπήντησε τίποτε. Ἔσεισε τὴν κεφαλήν. ᾘσθάνθη πικρίαν ν᾽ ἀνέρχεται ἀπὸ τὴν χολήν του εἰς τὸν οὐρανίσκον. Εὕρισκε τῷ ὄντι ἄδικα τὸν μπελά του, μ᾽ αὐτὰ καὶ μ᾽ αὐτά. Κ᾽ ἦταν ἴσα-ἴσα ὁ μόνος ποὺ δὲν ἐσκούπισε ποτὲ τὴν αὐλὴ τῆς κυρα-Δημαρχίνας, ὄχι τώρα ποὺ ἦτον παιδονόμος, ἀλλ᾽ οὔτε ἀρχύτερα, ὅταν ἦτον κλήτορας ἢ δραγάτης, κι ὅσο γιὰ τὰ στραβὰ κομμάτια τῆς Δημαρχίας, ἄξιζε τῷ ὄντι τὸν κόπον νὰ γίνεται κακὸς μὲ τὸν κόσμον γιὰ τριάντα τὸν μῆνα ψωροδραχμές! Δύο χρονιὲς τὸ δημοτικὸν συμβούλιον εἰς τὴν ψήφισιν τοῦ προϋπολογισμοῦ, εἶχε προτείνει τὴν αὔξησιν τοῦ μισθοῦ του εἰς 380 καὶ εἰς 400 δραχ. τὸν χρόνον. Ἀλλ᾽ ὁ νομάρχης, καθὼς τὸν ἐπληροφόρησαν, ἔσβηνε τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, κ᾽ ἔγραφεν ἀναλλοιώτως 360. Καὶ ηὔξανε κάθε χρόνον τὸν μισθὸν τοῦ «δημολογιστοῦ παρὰ τῇ Β. Νομαρχίᾳ», κ᾽ ἐξώγκωνε, καθὼς τοῦ εἶχεν εἰπεῖ ὁ γραμματικὸς τῆς Δημαρχίας, ὅλα τὰ κονδύλια ὅσα ἀπέβλεπον εἰσφορὰς προωρισμένας διὰ τὴν μεγάλην καταβόθραν, διὰ τὸ Κέντρον, κ᾽ ἐσμίκρυνε κ᾽ ἐψαλίδιζεν ὅλα τὰ ποσὰ τὰ προωρισμένα διὰ μικρόν τι δημοτικὸν ἔργον ἢ διὰ νὰ ψωμοζῇ μικρός τις ἄνθρωπος ὑπηρέτης τοῦ Δήμου.
Ἀπὸ τότε ὁ Τσιτσούκας ἤρχισε ν᾽ ἀπογοητεύεται. Δὲν ἦτο πλέον τόσον δραστήριος καὶ αὐστηρὸς ὅσον πρῶτα.
*
* *
Τὴν τρίτην χρονιάν, ἕνα δειλινόν, τὸν Ἰούλιον μῆνα, κραυγὴ ἀγωνιῶντος παιδίου ἠκούσθη εἰς τὸν αἰγιαλόν, εἰς τὸ ἴδιον ἐκεῖνο μέρος, εἰς τὴν ἄκρην τῆς πολίχνης, ὅπου ἐκολυμβοῦσαν συνήθως πολλὰ ἀνήλικα παιδιά. Δύο κραυγαὶ γυναικῶν, ἀπὸ ἕνα παράθυρον ἀντικρύ, καὶ ἀπὸ ἕνα λιακωτὸν παραπέρα, ἀπήντησαν εἰς τὴν κραυγὴν τὴν πρώτην.
― Γλυτῶστέ το!… Γλυτῶστέ το!
― Τρεχᾶτε!… Πνίγηκε τὸ παιδί!
Ἔτρεξαν οἱ εὑρεθέντες ἐκεῖ πλησίον. Δύο νέοι ἐθαλάσσωσαν, ἕνας τρίτος ἐπῆγε μὲ τὴν βάρκαν, κρατῶν τὸν γάντζον ἕτοιμον καὶ τὴν ἀπόχην, ἀνέσυραν τὸ ἀγωνιῶν παιδίον, καὶ τὸ ἔφεραν εἰς τὴν ξηράν.
Τὸ ἔτριψαν, τὸ ἐκρέμασαν ἀνάποδα. Μετῆλθον ὅλα τὰ συνήθη ἐμπειρικὰ ἢ πρόχειρα μέσα… Ἦτον ἀργά. Τὸ παιδίον ἦτο πνιγμένον, ἐντελῶς πνιγμένον.
Ἦτον αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ παιδίον τοῦ Δαλαπούλια. ― Ὁ γερο-Τσιτσούκας εἶχεν ἀπογοητευθῆ.
(1900)
http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/319-03-28-to-pniksimo-toy-paidioy