Το ελληνικό οπλιτικό ξίφος ήταν αμφίκοπο. Η λάμα του ήταν πλατύτερη στο μέσον του μήκους της έτσι ώστε το βάρος της να συγκεντρώνεται σε αυτό το σημείο κάνοντας το θλαστικό κτύπημα στον εχθρό ακόμη πιο συντριπτικό. Το ελληνικό ξίφος χρησιμοποιείτο εξίσου και για διατρητικό κτύπημα.
Το ξίφος ήταν επικουρικό όπλο για τους Έλληνες οπλίτες, που το χρησιμοποιούσαν συνήθως όταν έσπαζε το δόρυ ή όταν το τελευταίο δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί λόγω περιορισμένου χώρου.
Ωστόσο δεν υστερούσαν στη ξιφομαχία, συγκριτικά με τη δορυμαχία. Διάφοροι μελετητές υπονοούν συχνά ότι οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι της εποχής της μεγάλης ακμής τους, ήταν καλύτεροι ξιφομάχοι συγκριτικά με άλλους λαούς που δεν προτιμούσαν την χρήση του ξίφους, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται οι αρχαίοι Έλληνες.
Όμως, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν το βαρύ ξίφος τύπου «γκλαντιους» (gladius italiensis και αργότερα το ισχυρότερο gladius hispaniensis) που δε χρειαζόταν ιδιαίτερη επιδεξιότητα στην χρήση του.
Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν το βάρος και το σχήμα του, το οποίο επέτρεπε την πλήρη εκμετάλλευση αυτού του βάρους, προκειμένου να πετύχουν συντριπτικό κτύπημα έναντι του αντιπάλου τους, καταστρέφοντας και την ασπίδα του αν αυτή δεν ήταν μεταλλική (όπως συνέβαινε συνήθως με τις ασπίδες των εχθρών της Ρώμης).
Αντίθετα, τα ελληνικά ξίφη ήταν σχετικά ελαφρά, με την εξαίρεση της κοπίδας (ή «μάχαιρα» ή falcata, falx όπως ήταν γνωστή στην δυτική Μεσόγειο) και λίγων άλλων τύπων.
Αυτό το στοιχείο δείχνει ότι οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ειδική τεχνική στη χρήση του ξίφους προκειμένου να τραυματίσουν ή να σκοτώσουν τον αντίπαλο τους.
Εξάλλου αυτός ο αντίπαλος ήταν συνήθως Έλληνας οπλίτης και δεν υπήρχε ξίφος που θα μπορούσε με άτεχνα δυνατά κτυπήματα, να συντρίψει τη στιβαρή ορειχάλκινη οπλιτική ασπίδα του. Επιπρόσθετα, ο οπλίτης ήταν καλά θωρακισμένος με κράνος και θώρακα διαφόρων τύπων.
Ο μόνος τρόπος που ο Έλληνας οπλίτης μπορούσε να κτυπήσει με το ξίφος του την σάρκα του ομοεθνούς αντιπάλου του ήταν η ανάπτυξη της δεξιότητας του στην χρήση αυτού του όπλου.
Συμπερασματικά, οι Ρωμαίοι απλά προτιμούσαν τη χρήση του ξίφους περισσότερο από τους Έλληνες, χωρίς να είναι καλύτεροι ξιφομάχοι από τους τελευταίους.
Οι Σπαρτιάτες χρησιμοποιούσαν τον κλασσικό ελληνικό τύπο ξίφους με λεπίδα από σίδηρο. Κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. μείωναν συνεχώς το μήκος της λεπίδας του, εξελίσσοντας το στο τέλος του ίδιου αιώνα σε έναν καθαρά σπαρτιατικό τύπο.
Η εξήγηση βρίσκεται στον τρόπο πολέμου του Σπαρτιάτη, που προσπαθούσε να πλησιάσει όσο γινόταν τον αντίπαλο του για αγχέμαχη σύρραξη, στην οποία ήταν ακαταμάχητος.
Στον στενό χώρο της φάλαγγας, ένα ξίφος που διατηρούσε τη νυκτική (διατρητική) ισχύ του, και το οποίο θα πλησίαζε το μήκος ενός εγχειρίδιου, ήταν το ιδανικότερο.
Τα αθηναϊκά ανάγλυφα επιβεβαιώνουν τις αναφορές των αρχαίων συγγραφέων στο βραχύ σπαρτιατικό ξίφος. Αυτά εικονίζουν συχνά Λακεδαιμόνιους που φέρουν ένα κοντό ξίφος με μήκος το πολύ 30 εκατοστών και με σχήμα φύλλου δένδρου (περίπου όπως η αιχμή του οπλιτικού δόρατος).
Το μοναδικό δείγμα αυτού του τύπου ξίφους βρέθηκε σε ανασκαφές στην Κρήτη και αποτελούσε αρχικά μέρος ενός αγάλματος.
Το βραχύ μήκος του σπαρτιατικού ξίφους έχει οδηγήσει τους μελετητές στο συμπέρασμα ότι χρησιμοποιείτο και για νυκτικά κτυπήματα από κάτω προς τα άνω.
Αυτό επιβεβαιώνεται από κάποιες απεικονίσεις τραυματισμένων ή πεσμένων στο έδαφος Λακεδαιμόνιων οι οποίοι κρατούν αυτό το ξίφος και στοχεύουν προς τα άνω, προς την κοιλιακή ή την βουβωνική χώρα του όρθιου αντίπαλου τους.
Σύντομα το βραχύ ξίφος εξαπλώθηκε στις περισσότερες ελληνικές περιοχές εκτοπίζοντας τους παλαιότερους τύπους. Η «ξυήλη» είναι ένα άλλο όπλο που αναφέρεται από τις αρχαίες πηγές ότι χρησιμοποιείτο από τους Σπαρτιάτες.
Έχει θεωρηθεί ότι επρόκειτο για εγχειρίδιο ή είδος μαχαιριού, με την τελευταία εκδοχή να είναι η πιθανότερη. Λόγω του τρόπου χρήσης του, φαίνεται πολύ πιθανό να είχε δρεπανοειδές σχήμα.
Αν ισχύει αυτό, τότε η ξυήλη ανήκε στην ομάδα των δρεπανοειδών ξιφών και εγχειριδίων (κοπίδες, φαλκάτες, ρομφαίες κ.α.) τα οποία χρησιμοποιούσαν διάφοροι λαοί της Μεσογείου.
Οι Αθηναίοι οπλίτες χρησιμοποιούσαν επίσης το σύνηθες οπλιτικό ξίφος αλλά φαίνεται πως μερικοί χρησιμοποιούσαν την κοπίδα αν και επρόκειτο για ξίφος καταλληλότερο για το ιππικό, επειδή η χρήση του απαιτούσε ανοικτό χώρο.
Η κοπίδα ήταν μία στιβαρή μονόκοπη σπάθη, της οποίας ένα μόνο καλοζυγισμένο πλήγμα μπορούσε να ακρωτηριάσει τον εχθρό, κόβοντας του το χέρι ή το πόδι.
Τα δρεπανοειδή ξίφη χρησιμοποιούντο από αρκετούς μεσογειακούς λαούς (Ίβηρες, Κελτίβηρες, Έλληνες, Θράκες, Ετρούσκοι, Λύκιοι, Κάρες, Λυδοί, Φρύγες, Δάκες και άλλοι).
Η κοπίς δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά στον περιορισμένο χώρο μίας οπλιτικής σύρραξης.
Όμως μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αποτελεσματικά από τους οπλίτες εναντίον Ασιατών και Αιγυπτίων πολεμιστών, επειδή η σύρραξη με τους τελευταίους δεν ήταν ενδο-οπλιτικού τύπου (μεταξύ οπλιτών) και η συνήθως γρήγορη διάρρηξη της παράταξης τους, έδινε άφθονο χώρο στους πρώτους για να τους εξοντώσουν ταχέως με τα φονικά κτυπήματα της κοπίδας (εξάλλου η αμυντική οπλοσκευή των Ασιατών και Αιγυπτίων ήταν υποτυπώδης ή ανύπαρκτη).
Γενικά οι Αθηναίοι και άλλοι Έλληνες οπλίτες, προτιμούσαν την κοπίδα περισσότερο από ότι οι Σπαρτιάτες. Όμως και σε αυτούς, το τυπικό βραχύ οπλιτικό ξίφος επικρατούσε.
Τέλος, λίγες αθηναϊκές αγγειογραφίες των 6ου-5ου αι. π.Χ., απεικονίζουν Αθηναίους οπλίτες με ένα είδος κυρτής σπάθης (τύπου «γιαταγανίου» όπως έχει αποκληθεί).
Αυτή η σπάθη είχε προέλευση μάλλον από τη Μικρά Ασία, από όπου πέρασε στο ελληνικό οπλοστάσιο της εποχής, όμως η σπάνια απεικόνιση της δείχνει ότι δεν κατέστη δημοφιλής.
[thesecretrealtruth.blogspot.com]