Επτανήσιος μουσουργός, ο συνθέτης του Εθνικού μας Ύμνου.
Φυσιογνωμία ευγενική, εργάσθηκε ακούραστα για τη διάδοση της μουσικής στην Ελλάδα και θεωρείται όχι μόνο ο αρχηγός της επτανησιακής σχολής, αλλά και γενικότερα ο θεμελιωτής της δυτικότροπης μουσικής στην Ελλάδα.
Ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος – Μάντζαρος, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε στην Κέρκυρα στις 26 Οκτωβρίου 1795. Γόνος πλούσιας οικογένειας ευγενών, σπούδασε από μικρός μουσική και αργότερα πήγε και τελειοποιήθηκε στην Ιταλία. Σε ηλικία μόλις 18 χρονών νυμφεύθηκε τη μοναχοκόρη του δούκα Αντωνίου Ιουστινιάνη, Μαριάννα, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες και δύο γιους.
Γρήγορα απέκτησε τη φήμη μεγάλου καλλιτέχνη, γνώστη της κλασικής και ιδιαίτερα της ιταλικής μουσικής. Γι’ αυτό τον κάλεσαν ν’ αναλάβει τη διεύθυνση της Μουσικής Σχολής του Μιλάνου και του Ωδείου της Νεάπολης (Νάπολι). Ο Μάντζαρος, όμως, ήθελε να εργασθεί για την πατρίδα του και προπάντων για τη μουσική μόρφωση της ελληνικής νεολαίας και απέρριψε και τις δύο προτάσεις.
Επέστρεψε στην Κέρκυρα κι άρχισε να παραδίδει μαθήματα μουσικής. Κοντά του μαθήτευσε ολόκληρη γενιά συνθετών (Καρέρ, Λαμπελέτ, Ξύνδας κ.ά). Όταν το 1840 ιδρύθηκε εκεί η Φιλαρμονική Εταιρία, ο Μάντζαρος αναγορεύθηκε ισόβιος πρόεδρός της.
Ο Μάντζαρος ήταν φίλος του Διονυσίου Σολωμου και εκτιμούσε πολύ το έργο του Εθνικού μας ποιητή. Μελοποίησε ολόκληρο τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» – σε 4 διαφορετικές γραφές – από τον οποίο οι δύο πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας το 1865 και της Κύπρου το 1966.
Έγραψε μουσική και για άλλα ποιήματα του Σολωμού («Φαρμακωμένη», «Ύμνος εις τόν Μπάιρον», «Αυγούλα», «Ξανθούλα»). Το συνθετικό του έργο, του οποίου ένα μικρό τμήμα διασώθηκε, περιλαμβάνει ακόμη συμφωνίες, εκκλησιαστική μουσική, έργα για πιάνο, εμβατήρια και ύμνους.
Ο Νικόλαος Μάντζαρος πέθανε στις 30 Μαρτίου 1872 στην Κέρκυρα, σε ηλικία 76 ετών.