«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν», έλεγε με εκείνη την χαρακτηριστική σαν λονδρέζικη ομίχλη θλίψη του ο ποιητής-υπονοώντας πολύ περισσότερα από τους τέσσερις τοίχους των σπιτιών. Στίχος που ταιριάζει σήμερα στους σύγχρονους Έλληνες. Στίχος που ανακαλεί εν πολλοίς όλες τις χαμένες πατρίδες του Ελληνισμού.
Τα σπίτια όμως έχουν ψυχή, είναι «στοιχειά και μας προσμένουν». Τέτοια «εθνικά οσπήτια», όπως έλεγαν τους ερειπιώνες του Αναπλιού, που στοίβαζαν τις χήρες και τα ορφανά της Εθνεγερσίας, δηλαδή τα ριζιμιά λιθάρια του Γένους, είναι και οι ημέρες μνήμης. Και σήμερα που μας «εκύκλωσαν αι του βίου μας ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον» και είναι πλήθος τ’ άσχημα και τ’ άδεια αφέντες, ψάχνουμε, σαν τον Διογένη, μέρα μεσημέρι, να βρούμε τις ανηφοριές και τα σκαλοπάτια που παν στην λευτεριά, όπως μας κανοναρχεί ο Ευαγόρας ο ανδρειωμένος.
Ξεφυλλίζω το «Λεύκωμα της ΕΟΚΑ». Έχει μια μαυρόασπρη φωτογραφία, που αναπαριστά τον Κύπριο εθνομάρτυρα Μιχαήλ Καραολή, πλαισιωμένον από αποικιακούς δεσμοφύλακες, κατά την έξοδό του από το δικαστήριο της ξεδοντιασμένης γηραιάς Αλβιόνας. Εκεί, πριν από λίγα λεπτά, ο Εγγλέζος δικαστής, παγερά βλοσυρός, κάτω από την άσπρη του περούκα, του ανακοίνωνε φλεγματικά πως ο νόμος του τιμωρεί την φιλοπατρία με θάνατο. Στις 10 Μαϊου του 1956 απαγχονίζεται ο Καραολής, γιατί την Ελλάδα έτσι την εννοούσαν τέτοιοι άνθρωποι ως τάφο. Λόγος εθνικός γι’ αυτούς είναι να μιλάς μες από το μνήμα.
Ήταν Πρωταπριλιά του 1955, όταν ξεκίνησε στην Κύπρο, το τελευταίο ’21 του Γένους. ΕΟΚΑ, τέσσερις λέξεις, δηλαδή σαν να λες Ζάλογγο και Μανιάκι και Μεσολόγγι και Γραβιά. Και ονόματα που μπήκαν στο Εικονοστάσι του Γένους, δίπλα στους ήρωες του ’40, του ’12-’13, του ’21. Ο Αυξεντίου, ο Μάτσης, ο Δράκος, ο Λένας, ο Παναγίδης…
Ας τους «αναστήσουμε» μέσα από τα τελευταία λόγια τους. Ένα ευλαβικό μνημόσυνο στα λαμπρά παλληκάρια. Να ξεχάσουμε λίγο τις ανθυπομετριότητες, που μας καταρρακώνουν… Να θυμηθούμε τι σημαίνει Ελλάδα…
«Αγαπητοί μου γονείς, όταν θα διαβάζετε το γράμμα μου αυτό, εγώ θα έχω σβήσει για πάντα από τη ζωή. Μη νομίσετε όμως ότι αυτό με λυπεί. Απεναντίας, επειδή γνωρίζω για ποιό σκοπό θα εκτελεστώ, αισθάνομαι τον εαυτό μου ισχυρό και γαλήνιο και είμαι έτοιμος να το αντιμετωπίσω με αφάνταστη ψυχραιμία». Χαρίλαος Μιχαήλ, απαγχονίστηκε στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας, στις 9 Αυγούστου του 1956. Τελευταία του λόγια: «δοξάζωμεν τον Θεόν που μας απαξίωσε να πεθάνουμε χάριν της ελευθερίας της Κύπρου μας».
«…Η ώρα του θανάτου πλησιάζει. Μα στην ψυχή μου φωλιάζει ηρεμία… Τότε θα αισθανόμουν λύπη, αν ήξερα ότι θα μπορούσα να μείνω πάντα, πάντα νέος κι αθάνατος, αν απέφευγα την εκτέλεση. Πρώτα ή ύστερα έπρεπε να διαθέσω τη ζωή μου. Δεν βλέπω πιο κατάλληλη περίσταση από την τωρινή, να το κάνω». Ανδρέας Ζάκος, εκτελέστηκε στις 9 Αυγούστου του 1956.
«Μητέρα, πρέπει να είσαι υπερήφανη, γιατί είμαι κι εγώ ένα παιδί της Κύπρου που δίνει το αίμα του για την ελευθερία… Οι μόνες λέξεις που μπορούν ν’ ακούσουν από τα χείλη μας οι δυνάστες είναι αυτές: “Ελευθερία ή θάνατος”. Είναι θέλημα Θεού να χωριστούμε και πρέπει να σεβαστούμε το άγιο θέλημά Του. Θα ελυπόμουν, αν πέθαινα σαν ένας κοινός κλέφτης. Δεν υπάρχει όμως λόγος να λυπηθώ τώρα, που πεθαίνω για χάρη ενός υψηλού ιδανικού. Δεν λυπούμαι, γιατί θα εκτελεστώ εν ονόματι της ελευθερίας». Μιχαήλ Κουτσόφτας, απαγχονίστηκε, 22 χρονών, στις 21 Σεπτεμβρίου του 1956. Όταν το μεσημέρι της 20ης Σεπτεμβρίου τον επισκέφθηκε η μάνα του… άρχισε να κλαίει η γερόντισσα: «Μάνα, αν είσαι Ελληνίδα, μην κλάψης, γιατί ο γιός σου δεν είναι για κλάματα, ο γιός σου τραβάει για τη δόξα και την τιμή». Και η μάνα: «Είμαι περήφανη για σένα γιέ μου. Σε γέννησα για την πατρίδα και σε δίνω την πατρίδα». Όταν λέμε η πατρίδα μου, δεν σημαίνει ότι την κατέχουμε ή μας ανήκει, αλλά ότι ανήκουμε σ’ αυτήν χωρίς επιφύλαξη. Και η «πατρίς» κάνει το χρέος της, δια στόματος του πατριδοφύλακα στρατηγού Μακρυγιάννη: «Πατρίς, να μακαρίζης όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξανασηκωθής άλλην μιαν φοράν ελεύτερη πατρίδα…».
«Ας ευχαριστήσουμε όλοι τον Θεό κι ας γίνει το θέλημά Του… Τώρα που γνωρίζω ότι σε μία μέρα θ’ αντικρίσω την αγχόνη, έχω διπλάσιο θάρρος παρά ποτέ. Ο Χριστός είναι πάντα συντροφιά στα κελιά μας…». Αντρέας Παναγίδης, 23χρονος, απαγχονίστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1956, για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Διαβάζεις τα λόγια του ήρωα και είναι σαν ν’ ακούς τον Σολωμό να λέει:
«Φρικτή ‘ναι η ώρα που ο άνθρωπος
βαριά ψυχομαχά
αλλά μη φοβηθείς
ιδού, ο Χριστός, που γέρνοντας
στου πόνου το κρεβάτι
σου σιάζει το προσκέφαλο
και σε παρηγορά»
(Εις Μοναχήν).
Και πιο κοντά ο Κολοκοτρώνης, ο Γέρος της Λευτεριάς, να αφήνει παρακαταθήκη στους απογόνους: «Μία φορά εβαπτίσθημεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα δια την ελευθερίαν της πατρίδος μας». Μοσκοβολούν σαν Τίμιο Ξύλο αυτά τα λόγια, δύσκολο να αντιληφθούμε σήμερα πως το να παθαίνεις σωστά είναι ο μόνος σωστός τρόπος ζωής.
«…Νιώθω τον εαυτό μου ισχυρό και γαλήνιο και είμαι έτοιμος να τα αντιμετωπίσω όλα με θάρρος και υπομονή, γιατί έχω τον Χριστό μέσα μου και με βοηθά…». Στέλιος Μαυρομάτης, εκτελέστηκε στις 21 Σεπτεμβρίου του 1956. Και «σιμώνει η Λευτεριά και κλαίει» και ακούει τον ήρωα να λέει: «μήπως ο Ιησούς δεν είπε «μη φοβηθείτε από των αποκτεινόντων το σώμα την δε ψυχή μη δυναμένων αποκτείναι;». Από τι λοιπόν να φοβηθούμε εφ’ όσον η ψυχή μας θα ζει αιωνίως;…».
Ο Κυριάκος Μάτσης σ’ απάντηση στις εκκλήσεις του Άγγλου αξιωματικού που τον προέτρεψε να παραδοθεί, για να μην σκοτωθεί άδικα, μιας και είχε ήδη εκτελέσει το καθήκον στην πατρίδα του ακέραιο, απάντησε: «Εγώ θα βγω πυροβολώντας». Και έκανε ΕΞΟΔΟ και την ίδια στιγμή δύο χειροβομβίδες τον διαμέλισαν, στις 19 Νοέμβρη του 1958. Θυσία «για την πίστη του Χριστού και την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη, στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, που είχε στα μάτια της ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης» (Σεφέρης). 1η Απριλίου 1955, αρχίζει ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Κύπρου… ο αγώνας της ΕΟΚΑ για την Ένωση, δηλαδή, υπέρ πίστεως και πατρίδος…
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς