Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Τρελὴ βραδιά

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μικρά διηγήματα.

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Τὴν εἶχαν στρώσει ἐκεῖ τὴν ψάθαν, ἐπὶ τῆς ἄμμου, τὴν ὥραν ποὺ εἶχε νυχτώσει, ὡς Τοῦρκοι ραμαζανλῆδες, οἱ τρεῖς, ὁ Ἀντώνης ὁ Παβιώτης, ὁ Προκόπης τῆς Μαρούδας, κι ὁ Σταμάτης ὁ Ἀρβανίτης, κι ὁ γερο-Καλοειδής, τέταρτος, ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ μικροῦ καπηλείου. Τὸ καπηλεῖον ἦτο ὀλίγα βήματα παραμέσα, βλέπον εἰς τὸν παραθαλάσσιον δρόμον, κ᾽ ἡ ψάθα ἦτον στρωμένη πέραν τοῦ δρόμου, εἰς τὸν αἰγιαλόν, καὶ τὴν μίαν ἄκρην της ἔβρεχαν, προσπαίζοντα εἰς τὴν ἄμμον, ἁμιλλώμενα ποῖον νὰ προσπεράσῃ τὸ ἄλλο, τὰ παιγνιώδη, χαρούμενα κύματα.

Ὁ γερο-Καλοειδὴς ἦτον πρῶτος μερακλὴς καὶ πρῶτος γλεντζὲς τοῦ χωρίου, πρόθυμος εἰς ὅλα, αὐτὸς καὶ τὸ καπηλεῖόν του. Εἶχε μείνει ἕως τότε μὲ τὸ ἄχτι του, καὶ μὲ τὸν κορμόν του τὸν κοντὸν καὶ κυρτόν, καὶ μὲ τὰ μακρὰ σκέλη του, ἐπειδὴ τοιοῦτος ἦτον ἐκ νεότητός του: πλασμένος μὲ ραχῖτιν, οἱονεὶ μὲ τὸ καυκίον του ἐξελθὼν ἐκ κοιλίας μητρός, καὶ καμμία δὲν τὸν ἐζήλευε νὰ τὸν πάρῃ. Ἀκολούθως κατώρθωσε νὰ ξεγελάσῃ μίαν, ταχέως ἐχήρευσεν, εἶτα ἐνυμφεύθη δευτέραν φορὰν καὶ εὐθὺς ὕστερον ἀπέθανε. Τότε ἦτον ἀκόμη ἄγαμος· δὲν εἶχε πενηνταρίσει ἀκόμη.

Ἐκ τῶν ἄλλων, οἱ δύο ἦσαν νέοι ἄγαμοι, καὶ τὸν τρίτον, τὸν Προκόπην, τὸν εἶχε διώξει ἡ γυναίκα του. Εἶχαν στρωθῆ ἐκεῖ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τρώγοντες ὀστρείδια, ἀχινούς, λαχανόπιτταν, πεταλίδας, καλόγνωμες καὶ κοχύλια.

Εἶτα ἔπιαν, ἔπιαν. Τὰ βαρέλια τοῦ γερο-Καλοειδῆ ἦσαν εὔθυμα, λάλα, διαχυτικά, ὅπως ὁ νοικοκύρης των. Ὕστερον ἤρχισαν τὰ τραγούδια:

«Πόσες φορὲς τὰ κύματα!… Ὄχι! πολὺ ρεμβῶδες.

«…Ἡ ζωὴ θὲ νὰ φανῇ;… Ὁ χωρισμὸς… πονεῖ!» Ὤ, μονότονον.

«Κοιμᾶσαι, πλάσμα ποὺ λατρεύω…» Ὤ, σχολαστικότης!

Δὲν ἦσαν τραγούδια αὐτά, καὶ ὁ ὁρίζων δὲν τὰ ἔστεργε. Οὔτε ὑπῆρχε κοινὸν διὰ νὰ τοὺς ἀκούῃ. Τὰ κορίτσια τῆς γειτονιᾶς ἐκλειδώνοντο ἐνωρίς, ὅμοια μὲ τὰ πουλιὰ ποὺ κατιάζουν* ἐνωρὶς εἰς τὰς φωλεάς των. Τὰ κύματα δὲν δέχονται ἄλλας ἠχοὺς ἀπὸ τὴν ἰδικήν των, τὴν πλουσίαν καὶ παναρμόνιον. Ὁ βράχος ἀντικρὺ ἐφαίνετο νὰ γελᾷ μὲ μαύρους ὀδόντας, ὡς κόκκαλα σαπρακωμένα, σπαρτά, πεταμένα ἐπάνω εἰς τὸ πλάγι τοῦ βουνοῦ, καὶ τὸ κῦμα θραυόμενον ἐπάνω των ἐκάγχαζεν εἰς τὰς ἀγόνους προσπαθείας των.

Ὅλα τὰ παράθυρα τριγύρω κλειστά. Ἔπειτα αὐτοὶ δὲν εἶχαν νὰ κάμουν τίποτε μὲ τὰ κορίτσια τῆς γειτονιᾶς· εἶχαν μὲ τοὺς ἰδίους ἑαυτούς των. Μὴν πιστεύετε ὅτι, ἐπειδὴ εὑρίσκοντο εἰς τὸ ὕπαιθρον, ἦτο θέρος ἤδη. Ἦτο τὸν Μάρτιον μῆνα καὶ ἔκαμνε ψῦχος. Ἕκαστος ἐκ τῶν τριῶν ηὔχετο ἐπὶ μίαν στιγμὴν νὰ ἐπρότεινεν ὁ εἷς τῶν ἄλλων δύο νὰ μεταθέσωσι τὸ συμπόσιον ἐντὸς τοῦ καπηλείου. Ἀλλὰ κανεὶς ἐκ τῶν τριῶν δὲν τὸ ἐπρότεινεν. Ὁ γερο-Καλοειδάκης οὔτε ὑπώπτευεν ὅτι ἔκαμνε ψῦχος. Εἶτα αἴφνης καὶ οἱ ἄλλοι ἔπαυσαν νὰ τὸ αἰσθάνωνται. Ἔπειτα ἤρχισε σιγὰ νὰ χιονίζῃ. Ὁ καλύτερος καιρὸς διὰ νὰ γλεντήσῃ κανεὶς «στοὺς μαχαλάδες». Ἡ καλυτέρα προδιάθεσις διὰ νὰ κρυώσῃ κανεὶς χωρὶς νὰ αἰσθανθῇ κρύο.

― Λοιπόν, στοὺς μαχαλάδες! Πᾶμε, παιδιά, τὸν ἀνήφορο.

Ἐκεῖ θὰ εὕρισκον κοινὸν νὰ τοὺς ἀκούσῃ. Ἐσηκώθησαν. Ὁ Σταμάτης, χωρὶς νὰ ἐξηγηθῇ, καὶ χωρὶς ἄλλος νὰ κάμῃ παρατήρησιν, ἐτύλιξε τὴν ψάθαν, καὶ τὴν ἔλαβεν ἐπ᾽ ὤμου. Ὁ Καλοειδὴς ἐφορτώθη ὡς δισάκκιον δύο φλάσκας δεμένας διὰ σχοινίου, κατερχομένας ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ προέχοντος στέρνου του. Ἡ μία ἔφερε μαῦρον οἶνον, ἡ ἄλλη ξανθὸν μοσχᾶτον. Ὁ Προκόπης ἐκράτει ἐντὸς μανδηλίου πεταλίδας, παγούρια ψημένα, πόδας ἀστακοῦ, καὶ ἄλλα ἀρτύματα. Ὁ Ἀντώνης ἔκαμνε μύλον κ᾽ ἐδόνει τὸν ἀέρα μὲ τὸ χονδρὸν ραβδίον του. Ἐμπρός, πᾶμε!

Τότε ἤρχισεν ἐν τῷ ἅμα νὰ βοΐζῃ ἀπὸ τὰ τραγούδια ἡ πρώτη γειτονιά. Καὶ εἰς κάθε στροφήν, ὁ Καλοειδάκης, μὲ φωνὴν περιπαθῆ, πάλλουσαν, προσέθετε τὴν ἐπῳδόν, τὴν ὁποίαν ἠγάπα ὡς οἰκείαν αὑτῷ.

Ἔβγα νὰ ἰδῇς, ἔβγα νὰ ἰδῇς,
σκύλα, κορμὶ ποὺ τυραγνεῖς.

*
* *

Ἀλλὰ τὸ πρῶτον ᾆσμα, εἰς τὸν παλαιὸν δώριον ἦχον, «ἔβγα νὰ ἰδῶ τὸν ἴσκιο σου, κ᾽ ἐγὼ τόνε γνωρίζω», ἄδηλον ἂν τὸ ἤκουσε καμμία εἰς τὸν μαχαλὰν καὶ ἂν ἐφάνη εὐδιάθετος ν᾽ ἀνταποκριθῇ· εἰς αὐτοὺς ὅμως δὲν ἤρεσεν, ὡς παραπολὺ σεμνόν, καὶ διὰ τοῦτο τὸ ἔτρεψαν πάραυτα εἰς τὸ φρύγιον καὶ τὸ τροχαϊκόν. Καὶ τότε πάλιν ὁ Καλοειδὴς εὗρεν ἰδικήν του ἐπῳδὸν νὰ ἐπισυνάψῃ:

Ντελμπεντέρισσα, Βασίλω,
στρῶσ᾽ τὸ μπράτσο σου νὰ γείρω!

Ἀπὸ μίαν διακοπὴν τοῦ ἕως τότε πρωταοιδοῦ, τοῦ Προκόπη, εὑρὼν καιρὸν ὁ Καλοειδής, ἤρχισε νὰ ᾄδῃ ἄλλο, γοργὸν τοῦτο, μέλος:

Βασίλω μ᾽, κάτσε φρόνιμα,
σὰν τ᾽ ἄλλα τὰ κορίτσα,
σ᾽ αὐτὴ τὴ γειτονίτσα…

Ὡς νὰ ἠλεκτρίσθη ἀπὸ τὴν γοητείαν τοῦ ᾄσματος, παραδόξως ἕνα παράθυρον ἔτριξε κ᾽ ἐφάνη εἰς τὸ ἀσθενὲς φέγγος τῆς εἰς σύννεφα πλεούσης σελήνης μία σκιὰ εἰς τὸ στενὸν ἄνοιγμα.

Ἦτον ἡ Μαρούδα, ἡ γυνὴ τοῦ Προκόπη, ἡ ὁποία τὸν εἶχε διώξει ἀπὸ τὸ σπίτι της πρὸ ἡμερῶν. Οἱ γέροντες οἰκοκυραῖοι τοῦ τόπου ἰσχυρίζοντο πάντοτε ὅτι ἡ σχεδὸν ἀπαράβατος συνήθεια τοῦ ν᾽ ἀποτελῇ οἰκία μέρος τῆς προικὸς εἶχε τοῦτο τὸ καλόν, ὅτι δὲν ἠδύνατο ποτὲ ὁ ἀνὴρ ν᾽ ἀποπέμψῃ τὴν γυναῖκα, ἀλλὰ πᾶν τοὐναντίον.

Ἠκούσθη τότε ὀξὺς ψιθυρισμὸς εἰς τὴν σιγὴν καὶ τὸ ὑπόφαιον σκότος, τόσον συριστικὸς καὶ διάτορος, ὥστε ἐνίκα καὶ τὴν πλέον στεντόρειον βαρυφωνίαν.

― Ἄ! τραγούδα τώρα, γλέντα, μπεκρολόγα, μεθοκόπα, ξενύχτα, ξερνοβόλα, γκάριζε! Ἄχ! βαγένι, πιθάρι, βαρέλα, μπουκάλα, γαλόνι, ταμετζάνα, στάμνα, στέρνα, καρούτα, μαστέλα, κρασοκανάτα! Ποὺ νὰ σκάσῃς!

Εὐθὺς ἠκούσθη δεύτερος τριγμὸς καὶ τὸ παράθυρον ἐκλείσθη μετὰ πείσματος.

Ὁ Καλοειδὴς ἐπανέλαβε τὸ ᾆσμα:

Βασίλω μ᾽, τὰ κουμπούρια σου
μὲ τί τά ᾽χεις γεμᾶτα,
βαριά, π᾽ ἀνάθεμά τα!

*
* *

Καὶ αἱ ἠχοὶ ἀπ᾽ ὅλας τὰς γειτονίας ἠγέρθησαν, καὶ ἀντήχει παρατεταμένως τὸ φαιδρὸν καὶ γοργὸν ᾆσμα τοῦ Καλοειδῆ. Ἀλλὰ καὶ τοῦτο δὲν ἀνταπεκρίνετο, φαίνεται, εἰς τὰς ψυχικὰς διαθέσεις τῶν κωμαστῶν. Τοὺς ἐχρειάζετο κανὲν ἄλλο.

Ἀκριβῶς τότε ἔφθασαν ἔμπροσθεν καλοκτισμένης οἰκίας, τῆς ὁποίας τὸ ἓν παράθυρον ἦτο φωτισμένον. Γάστραι ποικίλων ἀνθέων ἐφαίνοντο ἐπὶ τοῦ ἐξώστου, ἄλλαι γάστραι ἐπὶ τοῦ δώματος. Ὑπῆρχε κοσμιότης καὶ κομψότης χαρίεσσα. Καθαρὸν πνεῦμα ἐφαίνετο ὅτι ἐπεφοίτα εἰς τὸ ἐνδιαίτημα ἐκεῖνο. Καὶ ὅλα κατήγγελλον τὴν παρουσίαν φιλοκάλου ἐρατεινῆς κόρης.

Καὶ ἡ χιών, λεπτή, ἀραιά, ἔπιπτε. Καὶ οἱ τέσσαρες κωμασταὶ ᾐσθάνοντο νὰ δροσίζεται τὸ μέτωπόν των ἀπὸ τὰς ἐλαφράς, ἀναφεῖς νιφάδας. Ὁ Ἀντώνης ἐκοίταζε νὰ εὕρῃ μέρος ὑπήνεμον ἢ ἀπάτητον, χαμηλὴν στέγην καλύβης, ἢ πεζούλαν ἔμπροσθεν θύρας τινός, ὅπου νὰ ἔχῃ στρωθῆ μία δρὰξ χιόνος. Εἶχε πόθον νὰ δροσίσῃ τὸ στόμα του, τὸν οὐρανίσκον του μὲ τὴν ἁβράν, παρθενικὴν χιόνα. Καὶ ἡ σελήνη ἔπλεεν εἰς τὸ κενόν, καὶ ἡ χιὼν ἐχάνετο πίπτουσα εἰς τὴν γῆν.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν ὁ Σταμάτης, καθὼς ἐβάσταζε τὴν ψάθαν ἐπὶ τοῦ ὤμου, ἤρχισε νὰ ᾄδῃ ὑποκάτω εἰς τὸ παράθυρον τῆς φιλανθοῦς κόρης ἄμουσον παρῳδίαν ᾄσματος:

Πάει κουνίζοντας τὴ ὡραῖος φεγγάρης
ποὺ μοῦ ντείξῃ ντικές σου ὡραῖες μοῦτρες,
μιὰ βραντιά, κ᾽ ἕνα κλάψα ντικό σου,
κ᾽ ἐγκὼ ἀγκαπῶ τοῦ λόγκου σου!

― Σιώπα! ἄφησέ το! εἶπε περίλυπος ὁ Ἀντώνης.

Κ᾽ ἔκαμε χειρονομίαν νὰ φράξῃ μὲ τὴν παλάμην του τὸ στόμα τοῦ φίλου του.

Εἶτα ἐσπόγγισε τὸ μέτωπόν του, ὡς νὰ εἶχεν ἱδρῶτα καὶ νὰ ᾐσθάνετο μεγάλην ζέστην.

― Δὲν πᾶμε καὶ παραπάνω; ἐπρότεινεν ὁ Καλοειδής.

― Ναί, ναί, ἐπρόφερε μετὰ πόνου ὁ Ἀντώνης.

*
* *

Διηυθύνθησαν εἰς τὴν ἄνω συνοικίαν. Ἀφοῦ ἀνῆλθον τὸν ἀνωφερῆ λιθόστρωτον δρόμον, ἐστράφησαν ἀριστερὰ πρὸς τὴν κρημνώδη ἀκτήν, εἶτα ἔκαμψαν δεξιὰ πρὸς τὸ ἐνδότερον μέρος. Μετά τινα ἑλιγμὸν ἔφθασαν εἰς στενὸν δρομίσκον, ἔνθεν καὶ ἔνθεν τοῦ ὁποίου ἠγείροντο ὑψηλὰ δύο ἀρχοντόσπιτα, τὸ ἓν μὲ μικρὰν αὐλὴν πρὸς τὸν δρόμον, τὸ ἄλλο μὲ εὐρὺν αὐλόγυρον καὶ κῆπον ὄπισθεν.

Ἡ αὐλόπορτα τοῦ πρώτου δεξιόθεν ἦτο ἀνοικτή, τοῦ ἄλλου ὄχι.

― Κρασοπουλεῖ ὁ γερο-Κρεμέζος, εἶπεν ὁ Ἀντώνης.

― Δὲν πᾶμε νὰ τοῦ κάμουμε ἀλεσβερίσι; ἐπρότεινεν ὁ Καλοειδάκης.

― Σώθηκε κιόλα τὸ κρασί μας; ἠρώτησεν ἀνήσυχος, κοιτάζων τὰς δύο φλάσκας ὁ Προκόπης, χωρὶς νὰ ἐνθυμῆται ἂν ἔπιον ἢ δὲν ἔπιον ἀφ᾽ ὅτου ἐξεκίνησαν ἀπὸ τὸ καπηλεῖον.

― Πᾶμε νὰ ρίξουμε μιὰ ματιά, εἶπεν ὁ Σταμάτης.

― Βέβαια· ἐσὺ εἶπες τὸ σωστό, ἀπήντησε, πάλλων τὰς δύο φλάσκας ὁ Καλοειδής, διὰ τοῦ κλωγμοῦ τῶν ὁποίων ἤθελε νὰ πληροφορήσῃ τὸν Προκόπην ὅτι ἦσαν ἀκόμα «κοντόγεμες», ἀλλ᾽ ὅτι ἐδῶ ποὺ θὰ ἔμβαιναν δὲν θὰ ἔμβαιναν διὰ τὸν οἶνον.

Εἰσῆλθον εἰς τὴν αὐλήν, εἶτα εἰς ὑπόστεγον ὅπου ὑπῆρχε φῶς. Τοῦτο ἦτο ἄφρακτον ἀπὸ τὴν μίαν πλευρὰν καὶ ἐχρησίμευεν ὡς ληνὸς καὶ πατητήριον διὰ τὰ κρασιὰ τοῦ γερο-Κρεμέζου. Ὁ γέρων ἐκάθητο ἐκεῖ πλησίον εἰς τὸν κρατῆρα τοῦ βαρελίου μὲ τὸ μακρὸν ἐκ κερασέας τσιμπούκι του, τὸ ἔχον ἐπιστομίδα ἠλεκτρίνην, μὲ πλατεῖαν μεταξωτὴν καπνοσακκούλαν κρεμαμένην ἀπὸ τὴν μέσην του. Ἐφόρει πανωβράκι* ἀπὸ ἀγγλικὴν τσόχαν στιλπνόν, βελουδίνην τζάκαν*, ἐμβάδας καὶ σκούφιαν χρυσοκέντητα.

Ἦτον ἀρχοντομαθημένος κ᾽ ἔλεγαν πὼς εἶχε «γρόσια πολλά»! Εἶχε κ᾽ εἶχε καράβια εἰς τὴν νεότητά του, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε περιέλθει εἰκοσάκις τὴν Μεσόγειον. Τώρα, μετὰ τὸν θάνατον τῆς γραίας ἡ διχόνοια εἶχεν ὑπεισέλθει δυστυχῶς εἰς τὸν οἶκον καὶ οἱ υἱοί του «καλημέρα» δὲν τοῦ ἔλεγαν. Εἶχεν υἱοθετήσει, ὅπως ἔλεγαν, μίαν ὀρφανὴν διὰ νὰ τὴν ἀφήσῃ κληρονόμον τοῦ βίου του, ὅσος τοῦ εἶχε μείνει ἀκόμα.

― Λοιπόν, πῶς τὰ περνᾷς, καπετὰν Παναγή;

―Ἔ, πῶς νὰ τὰ περάσω, παιδιά. Ἔγραψα μέσα στὴ Χαλκίδα νὰ μοῦ βγάλῃ ἀφορισμὸ ὁ Δεσπότης.

― Ἀφορισμό; Θεὸς φυλάξοι! Γιὰ τί πρᾶμα;

― Δὲν ἀκούσατε σεῖς ποὺ μοῦ χύσανε τὸ κρασί μου αὐτὲς τὶς ἡμέρες;

Καὶ ἤρχισε νὰ διηγῆται πῶς ἄγνωστος ἐχθρός, ἴσως κανένας βαλμένος ἀπ᾽ τοὺς δικούς του, ποὺ δὲν τὰ εἶχε καλὰ μαζί τους, εἶχεν εἰσχωρήσει διὰ νυκτὸς ὁ ἀπόκοτος εἰς τὴν αὐλὴν καὶ εἰς τὸ ἰσόγειον τῆς οἰκίας καὶ εἶχεν ἀνοίξει τὸν κρουνὸν τοῦ μεγάλου βαγενίου του κ᾽ ἐχύθηκαν τριάντα βαρέλες κρασί. Τώρα τοῦ ἔμενε μόνον αὐτὸ τὸ μεσακὸ βαρελάκι ποὺ τὸ κρασοπουλεῖ κι ἄλλα δύο ἢ τρία μικρότερα, τὰ ὁποῖα εὑρίσκει ἡδονὴν νὰ λιανοπωλῇ μοναχός του, ὄχι τόσον διὰ τὰ λεπτὰ ποὺ θὰ μαζώξῃ, ὅσον διότι ἔρχονται, ἂς εἶναι καλά, τὰ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ, τὰ λεβεντόπαιδα, καὶ τοῦ κάνουν συντροφιά, γιὰ νὰ περνᾷ κι αὐτὸς τὴν ὥραν του.

Ἂς πᾶν νὰ ἰδοῦν τὰ μάτια μου,
πῶς τὰ περνάει ἡ ἀγάπη μου.
Μοῦ ᾽παν ἀλλοῦ κι ἀγάπησε,
κ᾽ ἐμένα μ᾽ ἀπαράτησε.
― Ποιὸς σ᾽ τό ᾽πε, δεντρουλάκι μου,
δὲ σ᾽ ἀγαπῶ, πουλάκι μου;
Ἂν σ᾽ τό ᾽πε ὁ ἥλιος νὰ σβηστῇ,
τ᾽ ἄστρι νὰ μὴν ξημερωθῇ…
Κι ἂν σ᾽ τό ᾽πανε στὴν ἐκκλησιά,
κερὶ νὰ μὴ ἀνάψουν πιά…
Κι ἂν σ᾽ τό ᾽πε τὸ Ρηγόπουλο,
στὴν Μπαρμπαριὰ σκλαβόπουλο!

Τὸ ᾆσμα τοῦτο ἔτερπεν ἐξόχως τὸν γερο-Κρεμέζον. Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καθὼς εἶχεν εἴπει ὁ Σταμάτης τοὺς ἡμίσεις στίχους, ἠκούσθη θροῦς εἰς τὸν ἐξώστην, τὸν πρὸς τὴν αὐλήν, καταντικρὺ τοῦ ὑποστέγου ὅπου εὑρίσκοντο οἱ νυκτερινοὶ ἐπισκέπται.

Ἦτον ἡ ὀρφανή, ἡ προστατευομένη τοῦ οἰκοδεσπότου, χαρίεσσα κόρη. Ὁ Σταμάτης εἶχε «κλέφτικο μάτι», καὶ εἶδε τὴν ὡραίαν κοπέλαν, ἐξελθοῦσαν σιγά, διὰ ν᾽ ἀκροασθῇ καλύτερον τὸ ᾆσμα, νὰ ἴδῃ καὶ τὸν τραγουδιστήν, βέβαια. Ὁ Προκόπης δὲν ἔβλεπε πλέον τίποτε, καὶ ὁ Ἀντώνης ἔστρεψε βλέμμα ἀπογοητευμένον πρὸς τὰ ἐκεῖ. Αἱ δύο φλάσκαι ἐσείσθησαν καὶ ἔκλωξαν ὑπὸ τὴν πνοὴν καὶ τὴν κόλπωσιν τοῦ στέρνου τοῦ Καλοειδῆ, ὁ ὁποῖος τότε μόνον ἐστοχάσθη ὅτι ἦτο μάταιον νὰ τὰς φέρῃ ἐπάνω του, κ᾽ ἐκεῖ ποὺ εἶχαν καθίσει, καὶ ἔσπευσε νὰ τὰς ξεφορτωθῇ. Ἀλλὰ μόνον μίαν στιγμὴν ἐφάνη ἡ λευκὴ νυκτερινὴ ὀπτασία, καὶ πάλιν ἀπεσύρθη, ἐλαφρὰ ὡς ἀτμὶς δρόσου. Ὁ γερο-Κρεμέζος δὲν ἐγροίκησε τὴν παρουσίαν της.

― Καὶ τί γίνεται, καπετὰν Παναγή, ὁ γείτονάς σου, ὁ γερο-Χαρμόλαος; ἠρώτησεν ὁ Καλοειδής.

― Ἀμ᾽ τί νὰ γίνῃ, ὅλο μέσα κάθεται, σὰν τὴ λεχώνα, κι ὅλο ἀπεικαστὰ* θέλει ν᾽ ἀκούῃ, ἀπήντησε καγχάσας ὁ γερο-Κρεμέζος.

― Καὶ ποιὸς τοῦ τὰ λέει τ᾽ ἀπεικαστά;

― Οἱ γειτόνισσες γύρω-γύρω.

Ὁ γερο-Χαρμόλαος ἦτον ὁ ἰδιοκτήτης τῆς ἄλλης ἀρχοντικῆς οἰκίας, τῆς ἀντικρινῆς, μὲ τὸν αὐλόγυρον καὶ τὸν κῆπον. Ἀντίζηλος τοῦ Κρεμέζου εἰς ὅλα, εἰς τὰ καράβια, εἰς τὰ «πολλὰ γρόσια», ἀκόμη καὶ εἰς τὰ ὀαρίσματα καὶ εἰς τὴν εὔνοιαν τῶν γειτονισσῶν. Ἦτον ὡραῖος γέρων, σχεδὸν μεγαλοπρεπής, εὐτραφής, λευκὸς ὅλος, ποδαλγός, φορῶν βελούδινα καὶ χρυσοποίκιλτα· πάλαι ποτὲ πλοίαρχος καὶ ἰδιοκτήτης τῆς ἐξακουστῆς «Μινέρβας», πλοίου μεγίστης χωρητικότητος, κοσμογυρισμένος κι αὐτός, ὅπως ὁ γερο-Κρεμέζος, εἰς τὴν νεότητά του ὑπῆρξεν, ὅπως ἔλεγαν, Ἱερολοχίτης εἰς τὸ Δραγατσάνι ἐπιζήσας, ἀφοῦ ἐξετέλεσε τὸ χρέος του. Εἰς τὸ γῆράς του, χωρισμένος ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ὑπηρετούμενος ἀπὸ μακρινὰς πτωχὰς ἀνεψιάς του, ἐτέρπετο καθήμενος ἐν μέσῳ χοροῦ μεσηλίκων γυναικῶν, καὶ ἀκούων, καθὼς ἰσχυρίζετο ὁ Κρεμέζος, διαφόρους χαριεντισμοὺς καὶ «ἀπεικαστά», ὄχι ὅλα, ἀλλὰ τὰ μετέχοντα κνίσης καὶ κέντρου.

― Καὶ χορταίνει ἀκούοντας ἀπεικαστά; ἠρώτησε πάλιν ὁ Καλοειδάκης.

― Σὲ οὗλα τὰ πάντα εἶναι χόρταση, καὶ δὲν εἶναι χόρταση, ἀπήντησεν ἀποφθεγματικῶς ὁ γερο-Κρεμέζος.

*
* *

Καθὼς ἐσηκώθη ἡ παρέα καὶ ἀπεχαιρέτισε τὸν καπετὰν Παναγήν, ὁ Καλοειδὴς ἐπρότεινε, καὶ ὁ Σταμάτης ὑπεστήριξε, νὰ δοκιμάσουν νὰ εἰσχωρήσουν πρὸς νυκτερινὴν ἐπίσκεψιν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ γερο-Χαρμολάου. Τοῦτο θὰ κατωρθοῦτο εὐκόλως διὰ τεχνάσματος, καθὼς ἰσχυρίζετο ὁ Καλοειδής. Ἡ αὐλόπορτα δὲν ἦτον κλειδωμένη, ἀλλὰ μόνον μανδαλωμένη, ὑπῆρχε δὲ προφανῶς, καθὼς ἐμαρτύρει τὸ πάμφωτον παράθυρον καὶ οἱ ἠχηροὶ καγχασμοὶ οἱ ἐκφεύγοντες ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ἐκεῖθεν, συναναστροφὴ εἰς τοῦ γερο-Χαρμολάου. Ὁ Καλοειδής, ἐπειδὴ εἶχεν ὀλίγον θάρρος, καθὸ μακρινὸς συγγενὴς τοῦ ἰδιοκτήτου, θὰ εἰσεχώρει, φέρων τὰς δύο φλάσκας εἰς τὴν οἰκίαν, θ᾽ ἀνέβαινεν εἰς τὸν μουσαφὶρ-ὀντά*, θὰ κατώρθωνε διὰ μιᾶς νὰ καλοκαρδίσῃ τὸν γέροντα, ὁ ὁποῖος ἠγάπα παραπολὺ τὴν μετὰ νέων συναναστροφήν, θὰ προσεποιεῖτο ὅτι βιάζεται νὰ φύγῃ, λόγω ὅτι τὸν περιμένει κάτω ἡ παρέα του, καὶ τότε ὁ γερο-Χαρμόλαος, διὰ νὰ μὴ χάσῃ γρήγορα τὴν συντροφιὰν τοῦ Καλοειδῆ, θὰ ἐφιλοτιμεῖτο νὰ καλέσῃ τοὺς πάντας ἐπάνω, εἰς τὴν οἰκίαν. Θὰ ἤξιζε τῷ ὄντι νὰ εἰσέδυον οἱ νέοι εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς οἰκίας αὐτῆς, ὅπου θὰ ἔβλεπον τὸν γέροντα, ἀξιοπερίεργον Οἰδίποδα, καθότι ἔπασχε τὸ πλεῖστον τοῦ χρόνου ἐκ ποδάγρας, ἀνακεκλιμένον ἐν μέσῳ ἡμισείας δωδεκάδος Σφιγγῶν, καὶ ἀσχολούμενον μετὰ καγχασμῶν νὰ λύῃ τὰ διάφορα αἰνίγματα, τὰ διφορούμενα τὴν οὐσίαν, διφορούμενα καὶ τὴν μορφήν, τὰ ὁποῖα προέβαλλον πονήρως ἐκεῖναι.

Ἀλλ᾽ ὁ Ἀντώνης μετὰ σκαιότητος ἀντέστη εἰς τὸ σχέδιον τοῦτο, λέγων ὅτι δὲν τοῦ ἀρέσει νὰ ὑπάγῃ τοιαύτην ὥραν εἰς ξένην οἰκίαν διὰ νὰ ἀκούσῃ αἰνίγματα. Οἱ ἄλλοι δὲν ἐπέμενον πολύ, ἐπειδὴ εἶχεν ἀρχίσει ἤδη νὰ παλιώνῃ ἡ συντροφιά των καὶ νὰ γίνεται ἕωλος. Πρὶν ὅμως ἀπομακρυνθοῦν, ὁ Σταμάτης, ὅστις ἦτο ὁ πλέον ἀτίθασος ἐκ τῶν τεσσάρων, ἐστάθη ὑπὸ τὸ φωτισμένον παράθυρον τῆς οἰκίας, φέρων καὶ τὴν ψάθαν ἐπ᾽ ὤμων, καὶ ἤρχισεν ἀκράτητος νὰ τραγουδῇ:

Ὁ ἡγούμενος τοῦ Φαϊμεσμπρούμ,
εἶκε μουσαφιραίους,
γιὰρ γιὰρ γιοὺμ,
καὶ μάλιστα μιὰν καλόγγρεζα.
Οἱ μουσαφιραίους ἦταν ὅλοι μετυσμένοι
ἀπὸ τὴ φαῒς κι ἀπὸ τὴν πιοτής,
γιὰρ γιὰρ γιούμ,
ἦταν ὅλοι στουπιντόν.
«Ὦ ψυκὴ κι ἀγγέλικο κορμί!»
Οἱ μουσαφιραίους ἔφεραν καὶ ροβολιὰ
κάτω π᾽ τὴν περιφόλα,
γιὰρ γιὰρ γιούμ,
πρὸς ντιασκέντασις.
— Ὦ, καλησπέρα σας, κύριε Φαϊμεσμπρούμ·
τί φέλεις ἐντῶ μέσα;
γιὰρ γιὰρ γιούμ,
τὴν βλέπομεν τὴν καλόγγρεζα.
— Ὦ! τὲν ἐπιστρέφομεν πλέον εἰς τὴν κελλίον·
τὰ γκίνω Μάρτιν Λοῦτερ,
γιὰρ γιὰρ γιούμ,
σ᾽ αὐτὸν τὸν ὡραῖον τὸν κόσμο.

Τὸ τόλμημα τοῦ Σταμάτη ἔφερε μεγαλύτερον τοῦ προσδοκωμένου ἀποτέλεσμα· τὸ παράθυρον ἠνοίχθη, καὶ γυνή τις προέκυψε πρὸς στιγμήν. Εἶτα αὐτὸς ὁ οἰκοδεσπότης, ὑποβασταζόμενος, ὡς φαίνεται, ἐφάνη εἰς τὸ παράθυρον, τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο πλησίον τοῦ «μεντερίου»*, ἐφ᾽ οὗ ἔκειτο ἐξηπλωμένος.

― Κοπιάστ᾽ ἐπάνω, παιδιά· κοπιάστε· ἔχουμ᾽ εὐχαρίστηση, ἐφώναξε μὲ δυνατὴν καὶ πάλλουσαν φωνὴν ὁ γέρων Χαρμόλαος, ἀναγνωρίσας πάραυτα τὸν Σταμάτην, τὸν ᾄδοντα, καὶ τὸν Καλοειδήν, τὸν ἴδιον συγγενῆ του.

Καὶ πάλι ὁ Ἀντώνης ἐφάνη σκαιὸς καὶ ἀνένδοτος. Ἀνένευσεν ἁπλῶς, καὶ ἔτρεξε πρὸς τὸν δρόμον. Ἦτο ἤδη μακράν. Ὁ Προκόπης, παραπατῶν ὀλίγον, τὸν ἠκολούθησε, καὶ οἱ ἄλλοι δύο ἐζήτησαν συγγνώμην ἐπειδὴ ἡ ὥρα ἦτον περασμένη, καὶ ἡ παρέα δὲν εὑρίσκετο σύμφωνος. Ὁ γέρων Χαρμόλαος ἐλυπήθη πολύ. Ἦτον δὲ τότε ἑνδεκάτη ὥρα.

*
* *

Ἕως τότε δὲν εἶχον εὕρει εὐκαιρίαν νὰ στρώσουν πουθενά, εἰς τὸ ὕπαιθρον, τὴν ψάθαν, τὴν ὁποίαν ἔφερεν ἐπ᾽ ὤμου ὁ Σταμάτης, διὰ νὰ καθίσουν. Ἀλλ᾽ ἰδοὺ τώρα ἔφθασαν εἴς τινα ἀκατοίκητον οἰκίαν, χωρὶς θύραν, καὶ μὲ μικρὰν αὐλήν, κ᾽ ἐκεῖ ὁ Σταμάτης, χωρὶς νὰ ζητήσῃ τὴν συναίνεσιν τῶν λοιπῶν, ἔστρωσεν ἐντὸς τῆς αὐλῆς τὴν ψάθαν.

Ἦτον ἡ οἰκία ἐκείνη μιᾶς Κυριακούλας καλουμένης, τὴν ὁποίαν ὁ γέρων Δήμαρχος, ἐκπληρῶν καὶ τὰ ἀστυνομικά, εἶχεν ἐξορίσει πρό τινος χρόνου, ὡς «κακὸν παράδειγμα», ἀπὸ τὸν τόπον. Ἐκεῖ ἐξηπλώθη ὁ Σταμάτης, καὶ ἔλεγεν ὅτι ἤθελε ν᾽ ἀπαγγείλῃ τοὺς ἐξορκισμούς, διὰ τῶν ὁποίων ν᾽ ἀνακαλέσῃ οἱονεὶ ὡς νεκρὰν τὴν ἀποῦσαν, εἰς τὸ «ἔρμο σπιτάκι της, τὸ πικραμένο». Χάριν συντομίας παραλείπομεν ὅλα ταῦτα, σπεύδοντες νὰ ἐξημερωθῶμεν τὸ ταχύτερον ἀπὸ τὴν νύκτα αὐτήν, τὴν θλιβερὰν μᾶλλον ἢ φαιδράν.

Ἔμειναν ἐπ᾽ ὀλίγον ἐκεῖ· εἶτα ὁ Σταμάτης, μὲ ἀγρίας φωνάς, ἔτρεξε νὰ ἐξυπνήσῃ μερικοὺς γνωρίμους γείτονας, καὶ ὑπεχρέωσε τὸν γερο-Ἀρμαμέντον νὰ καταβῇ εἰς τὸ κατώγι του, καὶ ν᾽ ἀνοίξῃ τὸ μοσχᾶτόν του κρασὶ νὰ τοὺς κεράσῃ, ἐπειδὴ ὁ Σταμάτης εἶχε χύσει ἐν τῶ μεταξὺ τὰς δύο φλάσκας τοῦ Καλοειδῆ, διὰ νὰ τὸν ξαλαφρώσῃ, καθὼς ἔλεγε. Μία γειτόνισσα, ἡ γραῖα Ντολαμού, ἐξυπνήσασα ἀπὸ τὸν θόρυβον, ἐξῆλθεν εἰς τὸ παράθυρον, καὶ ἤρχισε νὰ νουθετῇ καὶ νὰ ἐπιπλήττῃ αὐστηρῶς τὸν Σταμάτην. Αὐτὸ δὲν τὸ εἶχε ξαναϊδεῖ ποτὲ στὴν ζωήν της. Τί ἀταξία καὶ τί παλαβωμάρα ἦτον αὐτή! Παιδιὰ ἀπὸ σπίτια, ἀπὸ σόι κι ἀπ᾽ ἀράδα, νὰ γυρίζουν μεσάνυχτα στοὺς μαχαλάδες, νὰ ξεπρογκίζουν τὸν κόσμο ἀπ᾽ τὶς φωνὲς κι ἀπ᾽ τὸ κακό! Ὕστερα, δὲν ἔχει δίκιο ὁ Θεὸς νὰ μᾶς χαλάσῃ;

Ἡ τελευταία ἐπίσκεψις ἔγινεν ὀλίγον παραπέρα, εἰς τὴν ἄκρην τοῦ χωριοῦ, ἐκεῖ ἐπάνω ὅπου ἐκατοικοῦσαν οἱ τρεῖς Γύφτοι, καὶ ἡ Ἑλένη, ἡ πρῴην Ἀηλέ, σύζυγος τοῦ Κωνσταντῆ ὀνομασθέντος. Ἦσαν νεοφώτιστοι, αὐτοὶ καὶ ἄλλαι δύο ἢ τρεῖς οἰκογένειαι. Ἀφήσαντες τὴν Θεσσαλίαν, εἶχαν ἔλθει εἰς τὴν μικρὰν νῆσον τῷ 1878. Ὡς βαθεῖς πολιτικοί, εἶχαν προΐδει τὴν προσάρτησιν τῆς Θεσσαλίας ―ἴσως τῇ βοηθείᾳ τῆς μαντικῆς τέχνης, τὴν ὁποίαν μετήρχοντο αἱ γυναῖκές των― καὶ ἔσπευσαν νὰ βαπτισθῶσιν. Ἐγνώριζον καὶ ἀπὸ πρὶν τὴν γεῦσιν τοῦ χοιρείου κρέατος καὶ τοῦ οἴνου, ἀλλὰ μετὰ τὴν βάπτισίν των, ἐπειδὴ συνέπεσον αἱ ἡμέραι τῶν Χριστουγέννων καὶ τῆς Κρεοφαγίας, ἐχόρτασαν δαψιλῶς ἀπὸ τὰ δύο ταῦτα ἡδύσματα. Ἅμα ἐμβῆκεν ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, ὁ εἷς τούτων, 〈ὁ〉 Κωνσταντής, ὁ πρώην Μουσταφᾶς, ἠρώτα ἀφελῶς:

― Δὲν τρῶνε λουκάνικο, τώρα, τὴ Σαρακοστή, τζάνεμ*;

Ἐκεῖ ὡς ἔφθασαν, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης, ὁ Ἀντώνης, πρώτην φοράν, ἤνοιξε τὸ στόμα, καὶ ἤρχισε νὰ τραγουδῇ:

Τὰ μάτια σ᾽, Ἀηλέ μου, καὶ Τουρκο-Λένη μου,
κάνουν τὸ αἷμά μου νὰ βράζῃ…

Καὶ ὁ Καλοειδὴς πάραυτα ἐπρόσθεσε τὸν στίχον:

Πὼς βράζει τὸ κρασάκι μὲς στὸ βαγένι μου.

Ὁ σύζυγος τῆς Ἀηλές, καὶ πρῴην ὡς Μουσταφᾶς, καὶ τώρα ἀκόμη, ὡς Κωνσταντής, δὲν εἶχε τὴν γελοίαν ἀδυναμίαν νὰ ζηλεύῃ διὰ τοιαῦτα ἀστεῖα.

Ἐσηκώθησαν καὶ οἱ τρεῖς, αὐτός, καὶ ὁ Παῦλος, ὁ πρῴην Μεχμέτης, καὶ ὁ Μᾶρκος, ὁ πρῴην Χασάνης, καὶ ἔλαβον ὁ πρῶτος τὴν γκάιδαν του, ὁ δεύτερος τὸ λαγοῦτον, καὶ ὁ τρίτος τὸ κλαρινέτον, καὶ ἐν τῷ ἅμα τὰ ἐχόρδισαν. Καὶ τότε ἤρχισε δαιμονιώδης χορός, ἐκεῖ, εἰς τὴν μικράν πλατεῖαν, εἰς τὰ Γύφτικα, γύρω τριγύρω εἰς μίαν καλύβην ἡμισκεπῆ καὶ ἡμίφρακτον, χρησιμεύουσαν ὡς σιδηρουργεῖον. Καὶ ἡ γκάιδα βραχνόφωνα ἐφαίνετο νὰ λέγῃ βαθιά, μὲ φθόγγους ἐγγαστριμύθου, τοὺς ἀδήλους καημοὺς τοῦ συζύγου τῆς Ἀηλές, καὶ τὸ λαγοῦτον ἔμελπε λίαν παραπονετικὰ τὰ ἄγνωστα ντέρτια τοῦ Παύλου, τοῦ πρῴην Μεχμέτη, καὶ τὸ κλαρινέτον διελάλει, εἰς τὰ σκότη τῆς νυκτός, εἰς τὰς κοιλάδας καὶ εἰς τὰ ὄρη, τὰ ἄρρητα βάσανα τοῦ πρῴην Χασάνη, τοῦ Μάρκου. Ὅλη ἡ γειτονιὰ ἔχασε λίαν παράωρα τὸν ὕπνον της, καὶ ὅλον τὸ χωρίον ἀντήχησεν ἀπὸ τὴν ἀλλόκοτον, τὴν μεγαλόφθογγον ὀρχήστραν.

Ὀλίγη ὥρα ἐπέρασε, καὶ ἐφάνη ὁ δεκανεύς, συνοδευόμενος ὑπὸ δύο ἀνδρῶν, μὲ τὰ τουφέκια των. Ἀπὸ τὸν στρατῶνα, κάτω ἀπὸ τὰ παραθαλάσσια, πέραν τῆς ἀγορᾶς, πρὸς τὸν ἀνατολικὸν λιμένα, εἶχεν ἀκούσει τὸν θόρυβον, εἶχε χάσει τὸν ὕπνον, καὶ ἦλθε διὰ νὰ ἐπιβάλῃ τὴν τήρησιν τῶν ἀστυνομικῶν διατάξεων.

― Καλῶς ἤλθατε, κύριοι! Λυπούμεθα διότι ἐγίναμεν ἀφορμὴ νὰ ἐνοχληθῆτε, ἐφώναξεν ὁ Σταμάτης, ὁ ὁποῖος κατ᾽ ἐκείνην τὴν στιγμὴν ἠσχολεῖτο νὰ κερνᾷ τοὺς τρεῖς Γύφτους, μὲ τὴν φλάσκαν, τὴν ὁποίαν εἶχε γεμίσει ἐκ νέου ἀπὸ τὸ περίφημον μοσχᾶτον τοῦ γερο-Ἀρμαμέντου.

Ὁ δεκανεὺς τοὺς παρεκάλεσεν εἰρηνικῶς νὰ διαλυθῶσιν, ἐπειδὴ ἦτο καιρὸς πλέον.

Ἄλλως, εἶπε, θ᾽ ἀναγκασθῇ νὰ προσκαλέσῃ τοὺς τέσσαρας κυρίους καὶ τοὺς τρεῖς Γύφτους, ἑπτὰ νοματαίους, τὸ ὅλον, νὰ τὸν ἀκολουθήσουν εἰς τὸν στρατῶνα.

Εὐθὺς κατόπιν μετεμελήθη καὶ ἐδήλωσεν ὅτι κατάσχει μόνον τὰ τρία ὄργανα τῶν Γύφτων. Οἱ Γύφτοι ἐτρόμαξαν.

― Δὲν εἶν᾽ ἐδῶ λευθεριά, τζάνεμ; Τὸ ἴδιο, ὅπως στὸ Βόλο, εἶναι κ᾽ ἐδῶ;

Μὴ θέλων ν᾽ ἀγγαρεύσῃ τοὺς ἄνδρας του, προσέθηκεν ὁ ἀστυνομεύων δεκανεύς, διὰ νὰ κουβαλήσουν τὰ ὄργανα, προσκαλεῖ τοὺς Γύφτους νὰ τὸν ἀκολουθήσουν εἰς τὸν στρατῶνα, ὅπου νὰ τὰ παραδώσωσι.

Οἱ τρεῖς Γύφτοι ἡτοιμάσθησαν, μὲ κρεμασμένα ὦτα, νὰ ὑπακούσουν.

― Ἀλλά, ἐπέφερεν ὁ νέος καὶ ζωηρὸς δεκανεύς, δὲν πρέπει νὰ πᾶμε ὣς ἐκεῖ βουβοί· τί διάβολο! Λέτε καὶ τίποτα στὸ δρόμο.

Καὶ τότε οἱ Γύφτοι, εὔθυμοι, ἐπανέλαβον τὴν διακοπεῖσαν συναυλίαν των.

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, πρὶν ἐκκινήσουν, ἡ Ἀηλέ, ἀπευθυνομένη πρὸς τὸν Ἀντώνην, ἔκραξεν ἀπὸ τὴν θύραν τῆς καλύβης, ὅπου ἵστατο:

― Γιὰ πές το πάλι, κεῖνο τὸ τραγούδι, πῶς τό ᾽λεες;…

Ὁ Ἀντώνης τὸ εἶπε:

Τὰ μάτια σ᾽, Ἀηλέ μου, καὶ Τουρκο-Λένη μου.

Ὁ δεκανεὺς ἐγέλασεν ἀκουσίως, καὶ ἡ ἀφετηρία ἔγινεν ἐν μεγάλῳ κρότῳ καὶ βοῇ.

― Δὲν σοῦ φαίνεται πὼς πᾶμε νὰ ποῦμε τὰ πιστρόφια*; εἶπεν ὁ Σταμάτης.

― Ναί, σὰν νὰ γυρίζουμε ἀπὸ Γύφτικο γάμο, εἶπεν ὁ Καλοειδής.

Καὶ ἡ συνοδία ἠκολούθησε τὸν δρόμον της πρὸς τὰ κάτω, διεγείρουσα καὶ ἐκκωφαίνουσα ὅλον τὸ χωρίον μὲ τοὺς δαιμονιώδεις φθόγγους τῆς ὀρχήστρας της.

(1901)

http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/323-03-32-trelh-bradia-1901

ΔΗΜΟΦΙΛΗ