Χωρίς χάρτες, πυρομαχικά και ακριβείς πληροφορίες, 300 Έλληνες κομάντος βρέθηκαν το καλοκαίρι του 1974 στην Κύπρο, σε μια «αποστολή αυτοκτονίας», όπως πολλοί αποκάλεσαν τη μόνη βοήθεια που έστειλε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής. «Το μόνο που είχα ήταν μία μοίρα με απόλυτη πειθαρχία και αφοσίωση», μου είχε πει πριν από μερικά χρόνια ο τότε διοικητής της μοίρας καταδρομών και βασικός πρωταγωνιστής της επιχείρησης «Νίκη», Γεώργιος Παπαμελετίου.
Είχαμε τότε ταξιδέψει μαζί στην Κύπρο για να μας διηγηθεί όσο πιο ρεαλιστικά γινόταν μία από τις πιο δραματικές ιστορίες της νεότερης στρατιωτικής ιστορίας, γεμάτη από θανάσιμα λάθη, παραλείψεις, προχειρότητες. Εκεί μας έγινε ξεκάθαρος ο ρόλος ανθρώπων σαν τον Παπαμελετίου, που έδρασαν χρησιμοποιώντας το μυαλό, το ένστικτο και την αφοσίωση στο καθήκον, αλλάζοντας την τροπή ιστορικών γεγονότων.
Ο ε.α. ταξίαρχος Παπαμελετίου «έφυγε» σε ηλικία 88 ετών, όμως θα μείνει στην Ιστορία ως εκείνος που απέτρεψε την κατάληψη του αεροδρομίου της Λευκωσίας από τους Τούρκους.
Το χρονικό
Η ιστορία ξεκινάει την Κυριακή 20 Ιουλίου του 1974, όταν αμέσως μετά την τουρκική εισβολή το Πεντάγωνο αποφασίζει να στείλει 300 Ελληνες κομάντος στη Λευκωσία για να ενισχύσει την αντίσταση των Κυπρίων. Η Β΄ Μοίρα Καταδρομών που βρίσκεται έξω από τη Θεσσαλονίκη ειδοποιείται να ετοιμαστεί για την έκτακτη αποστολή.
Νωρίς το πρωί τα αεροπλάνα της Ολυμπιακής Αεροπορίας επιτάσσονται και τα πληρώματά τους περιμένουν εντολές. Από την πρώτη στιγμή υπήρχαν σημάδια πρόχειρης προετοιμασίας, αλλά κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ακολουθούσε τις επόμενες τέσσερις μέρες.
Ολος ο βαρύς οπλισμός αντί να χωριστεί μπαίνει σε ένα μόνο αεροσκάφος, με αποτέλεσμα κατά την προσγείωση στα Χανιά, τα λάστιχα από το βάρος να ξεφουσκώσουν και το αεροπλάνο να βρεθεί στον προστατευτικό φράκτη. Παραμένει ακινητοποιημένο με όλο τον εξοπλισμό, ενώ δεν βρίσκεται βενζίνη για τον εφοδιασμό των υπολοίπων αεροσκαφών. Ο χρόνος που σπαταλιέται είναι καθοριστικός, καθώς τα αεροπλάνα πρέπει να φτάσουν στην Κύπρο πριν βγει το πρώτο φως, κάτι το οποίο συνειδητοποιούν ότι δεν θα είναι εφικτό. Η αποστολή αναβάλλεται και το επόμενο βράδυ μπαίνουν ξανά στα αεροπλάνα της Ολυμπιακής, παρόλο που κανένας από τους πιλότους της εταιρείας δεν έχει εμπειρία σε πολεμικές επιχειρήσεις. Σχεδιάζουν την αποστολή μόνοι τους και ενώ οι μηχανές είναι αναμμένες και τα αεροσκάφη βρίσκονται λίγα λεπτά πριν από την απογείωση, φθάνει από τη Λευκωσία η πληροφορία ότι ο αεροδιάδρομος έχει βομβαρδιστεί και δεν θα μπορέσουν να προσγειωθούν.
Ετσι αποφασίζεται να σταλούν τα μικρά και ευέλικτα αεροπλάνα «Noratlas» που μπορούν να προσγειωθούν στη Λευκωσία. Αυτή τη φορά για την αποστολή επιλέγεται η Α΄ Mοίρα Kαταδρομών που εδρεύει στην Κρήτη, η οποία ωστόσο είναι εκπαιδευμένη για αποστολές στα νησιά του Αιγαίου και όχι για την Κύπρο. Για κάποιον λόγο που ακόμα και σήμερα δεν είναι γνωστός, οι δύο μοίρες αλεξιπτωτιστών ειδικά εκπαιδευμένες για αποστολές στην Κύπρο δεν ειδοποιούνται.
Ο 44χρονος τότε Παπαμελετίου, από τους πρώτους αλεξιπτωτιστές της Ελλάδας και διοικητής της μοίρας, δέχεται τηλεφώνημα με οδηγίες που δεν θυμίζουν στρατιωτικές εντολές. «Ξέρεις, θα φύγετε, όχι όμως για εκεί που προορίζεστε» του λένε με μισόλογα στο τηλέφωνο. «“Δεν χρειάζονται πολλά πυρομαχικά, ούτε τα άλλα τα μεγάλα όπλα”. Μου έδωσε να καταλάβω ότι δεν χρειαζόταν να φορτωθούν πολλά πράγματα», θυμόταν ο Παπαμελετίου. Οι πληροφορίες λένε ότι η εκεχειρία θα γίνει το επόμενο πρωί στις 10.00 «μετά μακάριοι οι κατέχοντες» του λένε στο τηλέφωνο.
Το ίδιο απόγευμα στις 19.00, είκοσι πιλότοι της Πολεμικής Αεροπορίας που βρίσκονται σε υπηρεσία εκείνη την ημέρα και πετούν με «Noratlas» παίρνουν εντολή ενώ βρίσκονται στον αέρα να κατευθυνθούν προς τη Σούδα για μία αποστολή που τους είναι άγνωστη. Η ενημέρωση που τους γίνεται με την άφιξή τους δεν περιέχει τις βασικές πληροφορίες που χρειάζονται για μια τέτοια δύσκολη επιχείρηση, όπως ποια ήταν η κατάσταση του αεροδρομίου στο οποίο θα πάνε, εναλλακτικά αεροδρόμια, δυνατότητα κάλυψής τους από αεράμυνα, ακόμα και βασικά μετεωρολογικά στοιχεία. Η κύρια σύσταση προς τους πιλότους είναι μία και σαφής: Μετά τα μεσάνυχτα να μην απογειωθεί κανείς. Τα «Noratlas» πρέπει να αφήσουν τους καταδρομείς στη Λευκωσία και να έχουν φύγει πριν από το πρώτο φως της ημέρας για να μη γίνουν αντιληπτά από τους Τούρκους.
Το πρώτο αεροπλάνο απογειώνεται στις 22.35 και ανά πέντε λεπτά ακολουθούν ένα ένα τα «Noratlas». Eχουν φτάσει μεσάνυχτα, και απέμειναν ακόμα επτά αεροσκάφη για απογείωση. Τα πέντε τηρούν τη σύσταση αλλά τα δύο τελευταία προσπερνούν τα υπόλοιπα και απογειώνονται με δικό τους ρίσκο, μη θέλοντας να αφήσουν την αποστολή στον αέρα. Eτσι, 15 αεροσκάφη ξεκινούν με προορισμό την Κύπρο.
Η τραγωδία
Εν τω μεταξύ, στη Λευκωσία ήδη από το μεσημέρι έχουν φτάσει πληροφορίες ότι θα έρθουν ελληνικά αεροπλάνα χωρίς να διευκρινίζονται η ώρα άφιξης και ο τύπος, ενώ στον τότε υπεύθυνο εναέριας κυκλοφορίας δίνεται η εντολή να φτιάξει τον κρατήρα του αεροδρομίου. «Δεν μας είπε αν θα είναι “Noratlas” ή κάτι άλλο…», θυμάται ο Μίλτος Γεωργιάδης, ο οποίος αναρωτήθηκε πώς θα γίνει προσγείωση αεροπλάνων σε ένα υπό διάλυση αεροδρόμιο. Ρωτάει τον διοικητή του επίμονα κατά πόσον όλοι όσοι θα έπρεπε να γνωρίζουν την άφιξη των αεροπλάνων είναι ενήμεροι. Ο διοικητής, αφού του λέει ότι πρόκειται για πολύ μυστική αποστολή, προσθέτει για να τον καθησυχάσει «ότι η κατάσταση είναι υπό έλεγχο».
Στο κέντρο επιχειρήσεων των κυπριακών δυνάμεων που έχει στηθεί πρόχειρα σε μυστική τοποθεσία για να προστατευθεί από τουρκική επίθεση, το σήμα για τον ερχομό των ελληνικών αεροπλάνων φθάνει έγκαιρα, σύμφωνα με τον τότε Ελληνα διοικητή της αεροπορίας. Ομως, ενώ πλησιάζουν στο αεροδρόμιο, τα αεροπλάνα αρχίζουν να βάλλονται από το έδαφος από αγνώστου προελεύσεως πυρά. «Βλέπαμε πυρά να έρχονται κατά πάνω μας, κλείναμε τα μάτια και συνεχίζαμε και λέγαμε ο Θεός βοηθός», θυμάται ένας από τους πιλότους των «Noratlas», ο Γεώργιος Μήτσαινας.
Στην Κύπρο, εν τω μεταξύ, οι άνθρωποι που έπρεπε πρώτοι να πάρουν την πληροφορία για την άφιξη των «Noratlas», οι χειριστές των αντιαεροπορικών, έχουν την αντίθετη ενημέρωση, ότι θα έρχονταν από την Τουρκία αεροσκάφη για να καταλάβουν το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Είναι χωρισμένοι σε διπλοσκοπιές και βλέποντας τα «Noratlas» να πετούν προς το αεροδρόμιο αρχίζουν να τα βάλλουν. Το πρώτο και το δεύτερο αεροσκάφος γλιτώνουν, στο τρίτο όμως, ο Κύπριος χειριστής αντιαεροπορικού πυροβόλου Γιώργος Καλογήρου θυμάται να ρίχνει βλήμα πετυχαίνοντάς το στο κέντρο.
«Διέταξα λίγο πιο ψηλά, λίγο πιο δεξιά, τότε πάτησα το ποδόπληκτρο και είδα το βλήμα να χτυπά στο μέσον του αεροσκάφους. Πιάνει φωτιά και πέφτει στον τύμβο της Μακεδονίτισσας». Την ίδια στιγμή, στον πύργο ελέγχου ο Γεωργιάδης ακούει τον πιλότο του «Νίκη 4» και δεν μπορεί να πιστέψει αυτό που εξελίσσεται. «Με βάλλουν συνεχώς, με βάλλουν αλλά θα προσγειωθώ, θα κατεβώ χαμηλά» ακούει τον πιλότο να λέει τελευταία φορά στον ασύρματο, ενώ λίγα λεπτά αργότερα βλέπει μια πορτοκαλί λάμψη να πετάγεται. «Παναγιά μου έπεσε», φώναξε ο Γεωργιάδης. Συγχρόνως, οι χειριστές των αντιαεροπορικών χοροπηδούσαν από τη χαρά τους, νομίζοντας ότι έριξαν τουρκικό αεροπλάνο.
«Γιατί αδέλφια;»
Ο Γεωργιάδης τρέχει στο πεσμένο αεροπλάνο, που ήταν διάτρητο από σφαίρες και βλέπει δύο καταδρομείς που είχαν χάσει τη ζωή τους, ενώ οι υπόλοιποι ήταν βαριά πληγωμένοι. «Εκεί που τους βοηθούσαμε για να τους βάλουμε στα φορτηγά και να τους πάμε νοσοκομείο, τους άκουγες, νομίζεις ότι ήταν χορωδία, γιατί μας βαράτε ρε αδέλφια; Γιατί;», θυμάται ο ίδιος.
Οι υπόλοιποι καταδρομείς προσγειώνονται στο αεροδρόμιο χωρίς να γνωρίζουν τίποτα για το ατύχημα. Περιμένουν κάποιον να τους παραλάβει και να τους δώσει τις οδηγίες που δεν είχαν πάρει στη Σούδα. Οταν φτάνουν σε μία μονή στη Λευκωσία που θα περνούσαν την ημέρα, αρχίζουν να μετριούνται και βλέπουν ότι λείπουν πολλοί συμπολεμιστές τους. Ο Παπαμελετίου λαμβάνει πληροφορίες ότι το «Νίκη 4» έχει καταρριφθεί με 28 νεκρούς και ότι το «Νίκη 6» έχει χτυπηθεί άσχημα με δύο νεκρούς και εννιά τραυματίες. «Επεσε ένα αεροπλάνο, ας είμαστε καλά και θα εκδηλώσουμε τη λύπη μας όταν έρθει η ώρα. Τώρα δεν έχουμε χρόνο ούτε να τους λυπηθούμε», είπε στους καταδρομείς του, καθώς ήξερε ότι δεν είχε λόγια για να τους παρηγορήσει.
Η μάχη στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας
Το ίδιο απόγευμα κηρύσσεται εκεχειρία. Νωρίς το πρωί της επομένης, ζητείται από τον Παπαμελετίου να στείλει έναν λόχο στο αεροδρόμιο γιατί υπάρχει θέμα ασφαλείας. Ο ίδιος σκέφτεται ότι μάλλον φοβούνταν μην ρίξουν οι Τούρκοι αλεξιπτωτιστές «και μετά βάλουν τις σημαίες και πουν “δικό μας”», διηγείτο ο ίδιος. Αφού στέλνει τον λόχο, ο Παπαμελετίου πάει στο αεροδρόμιο και με το που φτάνει δέχεται επίθεση. Καταλαβαίνει αμέσως ότι οι Τούρκοι έχουν σπάσει την εκεχειρία. Δεν έχει οπτική επαφή με το πεδίο μάχης, ακούει τους πυροβολισμούς μέσα από τον ασύρματο και προσπαθεί να υπολογίσει τις απώλειες.
«Aκουγα τις ριπές, μιλάμε για ορυμαγδό. Θα έχουμε άλλους εξήντα νεκρούς», σκεφτόταν. «Σοκαρίστηκα, σκεφτόμουν τι να κάνω, να σηκωθώ και εγώ να φάω μία σφαίρα να ξεμπερδεύω; Μία μονάδα χωρίς να δώσει μάχη να χάσει 100 ανθρώπους; Τζάμπα και βερεσέ από την άγνοια εκείνων των τενεκέδων», έλεγε με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Η καθυστέρηση
Ο υπολοχαγός του, Πλάτων Κολοκοτρώνης, έχει τοποθετήσει ανθρώπους στην ταράτσα του αεροδρομίου απ’ όπου έχει πανοραμική θέα των τουρκικών δυνάμεων και από εκεί κάνει «γερή ζημιά στους Τούρκους». Το μεσημέρι, με πρωτοβουλία του ΟΗΕ κηρύσσεται κατάπαυση του πυρός. Ο Παπαμελετίου φθάνει επιτέλους στο κτίριο του αεροδρομίου και ξεκινάει να δίνει εντολές, ενώ έχει μάθει ότι δεν έχει απώλειες. Αρχίζει να δέχεται ισχυρές πιέσεις από Ελληνες αξιωματικούς και κυανόκρανους που του λένε να παραδώσει το αεροδρόμιο στις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών.
Ο Παπαμελετίου υποψιάζεται ότι ο ΟΗΕ σχεδιάζει να καθυστερήσει την παραλαβή του αεροδρομίου, έτσι ώστε στο ενδιάμεσο να μπουν οι Τούρκοι και να το καταλάβουν. «Οχι δεν φεύγω», λέει επίμονα. Αντίθετα, προσπαθεί να καθυστερήσει τη διαδικασία όσο περισσότερο μπορεί. Θέλει να αναγκάσει τον ΟΗΕ να παραλάβει από τον ίδιο το αεροδρόμιο ώστε να μη μεσολαβήσει νεκρός χρόνος. «Του λέω, πες τους να μας στείλουν λεωφορεία, είδα το χάλι τους όταν ήρθαν να μας πάρουν, στείλε λεωφορεία και θα πω εγώ δεν ήρθαν ποτέ». Αλλωστε, όπως μας είχε πει τότε με πονηρό χαμόγελο, «δεν ήταν ανάγκη να μας στείλουν λεωφορεία, καταδρομείς ήμασταν, το σακίδιο στον ώμο και φεύγαμε».
Τελικά, ο Παπαμελετίου με αυτή την κίνηση πετυχαίνει τον στόχο του και οι άνδρες του ΟΗΕ καταλαμβάνουν τις θέσεις των Ελλήνων στο αεροδρόμιο. Ετσι γίνεται η παράδοση. «Εγώ ακόμα υποψιαζόμουν τους ΟΗΕδες και μάλιστα ζήτησα αυτός που θα μας συνόδευε να είναι μπροστά μου με τη σημαία του ΟΗΕ και εγώ από πίσω με το σκοπευτικό μου. Φοβόμουν να μη μας στήσουν ενέδρα οι Τούρκοι». Πράγματι, από τα αρχεία του τότε Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, φαίνεται ότι οι υποψίες του Παπαμελετίου είχαν βάση.
Πολλα χρόνια μετά, πολλές πτυχές παραμένουν σκοτεινές. Οι επιζώντες της επιχείρησης «Νίκη» δεν έχουν λάβει ακόμα ικανοποιητικές απαντήσεις για το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα. Αυτό, όμως, που είναι σίγουρο, είναι πως άνθρωποι σαν τον Παπαμελετίου μπορούν να αλλάξουν τον ρουν της Ιστορίας με μόνα εφόδια την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στην κρίση τους.
[ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ]