Στις 12 Ιανουαρίου 1873, γεννήθηκε στο Μαρούσι από φτωχή αγροτική οικογένεια ο πρώτος αθλητικός θρύλος της νεώτερης Ελλάδας και η σημαντικότερη μορφή των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας. Ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο ίδιος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό. Εξελίχθηκε σε εθνικό ήρωα. Το όνομά του ήταν Σπύρος Λούης.
Ενόψει της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1894, διοργανώθηκαν προκαταρκτικοί αγώνες για την κλασσική διαδρομή του Μαραθωνίου προ τιμήν του άθλου του αγγελιοφόρου Φειδιππίδη, που είχε διανύσει την απόσταση ξεκινώντας από την πόλη του Μαραθώνα μέχρι στην Αθήνα για να αναγγείλει την νίκη των Αθηναίων στη μάχη του Μαραθώνα. Διοργανωτής των προκαταρκτικών ήταν ο συνταγματάρχης του στρατού, Παπαδιαμαντόπουλος, διοικητής του Λούη κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας (1893-1895). Ο Παπαδιαμαντόπουλος που θυμόταν τον Λούη για την αντοχή του στο τρέξιμο, τον έπεισε να δηλώσει συμμετοχή, και ο Λούης διέσχισε την τελική γραμμή στην πέμπτη θέση, πίσω από το νικητή Δημήτριο Δεληγιάννη.
Ο Μαραθώνιος δρόμος
Ο Μαραθώνιος πραγματοποιήθηκε στις 10 Απριλίου (ή στις 29 Μαρτίου σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα).
Ο Παπαδιαμαντόπουλος έδωσε το σήμα εκκίνησης στον Μαραθώνα. Δεκατρείς δρομείς από την Ελλάδα και τέσσερις αθλητές από άλλα έθνη έλαβαν μέρος. Στο Πικέρμι ο Λούης σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί, λέγοντας ότι θα τους φτάσει και θα τους προσπεράσει όλους πριν από το τέλος. Μετά το 32ο χιλιόμετρο, ο Γάλλος δρομέας Λερμιζιό κατέρρευσε από την εξάντληση και το προβάδισμα ανέλαβε ο Αυστραλός Τέντι Φλακ, δρομέας στα 800 και 1500 μέτρα. Ο Λούης άρχισε να ελαττώνει την απόσταση, μέχρι που και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος στις μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας το τελικό προβάδισμα στον Λούη.
Εν τω μεταξύ, στο στάδιο, η ατμόσφαιρα ήταν τεταμένη, ειδικά όταν ένας αγγελιοφόρος με το ποδήλατο είχε βιαστεί να φέρει την είδηση ότι ο Αυστραλός προηγείτο. Ξαφνικά έφτασε και ένας άλλος αγγελιοφόρος που τον είχε στείλει κάποιος αστυνόμος μόλις ο Λούης μπήκε μπροστά, και ανήγγειλε ότι ένας Έλληνας ήταν πρώτος στον αγώνα δρόμου. Οι χιλιάδες θεατές άρχισαν να πανηγυρίζουν και να τον παροτρύνουν φωνάζοντας «Έλλην, Έλλην!».
Ο Λούης μπήκε στο στάδιο, όπου τον υποδέχτηκε ο λαός μαζί με δυο πρίγκιπες, τον κατοπινό διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και τον πρίγκιπα Γεώργιο και τον κέρναγαν κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα.
Ο βασιλιάς Γεώργιος ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό».
Ο Λούης έτρεξε τον μαραθώνιο σε χρόνο 2 ώρες, 58 λεπτά και 50 δεύτερα.
Μετά τους Ολυμπιακούς
Μετά τους Ολυμπιακούς, ο Σπύρος Λούης γύρισε στο χωριό του και δεν πήρε μέρος σε κανέναν άλλο αγώνα δρόμου. Έζησε μια ζωή ήρεμη, εργαζόμενος ως αγρότης, και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός. Το 1926, ο Λούης κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων και μπήκε στη φυλακή. Μετά από ένα χρόνο και παραπάνω στη φυλακή, αθωώθηκε και βγήκε, ενώ η υπόθεσή του προκάλεσε σάλο στον Τύπο.
Την τελευταία δημόσια εμφάνισή του έκανε το 1936, όταν προσκλήθηκε ως τιμητικός φιλοξενούμενος από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο. Στο ντοκιμαντέρ «Ολυμπία – Η γιορτή των εθνών» εμφανίζεται ο Λούης σε πρώτο πλάνο όταν πήρε μέρος στην εορταστική εναρκτήρια τελετή των αγώνων. Παρελαύνει κατά την είσοδο της ελληνικής ομάδας. Μπροστά πηγαίνει ένα αγοράκι που κρατάει την ταμπέλα με το όνομα της χώρας (γερμ. Griechenland), ακολουθούμενο από τον σημαιοφόρο που κρατάει την ελληνική σημαία. Αμέσως μετά έρχεται ο Λούης με άσπρη φουστανέλα και σκούρο γιλέκο κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι. Η φορεσιά αυτή, έχει δωρηθεί και φυλάσσεται σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο της Αθήνας.
Στην τελετή, ο Λούης συναντήθηκε με τον Χίτλερ, φωτογραφήθηκε και προσέφερε στον Φύρερ ένα κλαδί ελιάς ως σύμβολο της ειρήνης, που ήδη είχε αρχίσει να μπαίνει σε δοκιμασία. Ο Λούης δεν τον χαιρέτησε με τον γνωστό ναζιστικό τρόπο, όπως έκαναν τα υπόλοιπα μέλη της ελληνικής αποστολής.
Ο Λούης πέθανε πάμπτωχος στο Μαρούσι στις 26 Μαρτίου 1940, λίγους μήνες πριν από την Ιταλική εισβολή στην Ελλάδα.
Πολλές αθλητικές λέσχες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό φέρουν το όνομά του, όπως το κύριο στάδιο στο Ολυμπιακό Αθλητικό Κέντρο της Αθήνας και η η λεωφόρος που περνά απέξω. Στο Μόναχο, το όνομά του φέρει η λεωφόρος Spiridon-Louis-Ring που περνάει από το εκεί Ολυμπιακό Πάρκο.
infiltr8or