Ἡ Μάχη τῆς Χαλανδρίτσας

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ἄν καὶ ἀρκετὲς πόλεις καὶ φρούρια παρέμεναν στὰ χέρια τῶν ὀθωμανῶν, στὶς ἀρχὲς τοῦ 1822, ἐν τούτοις ἤδη συνεκροτήθησαν καὶ λειτούργησαν τὰ τοπικὰ κυβερνητικὰ σχήματα, ποὺ πρῶτο μέλημά τους, τελικῶς, δὲν εἶχαν τὴν διατήρησιν τῶν κεκτημένων ἀλλὰ τὴν μὴ ἀνάδειξιν προσώπων, ποὺ ἔως τότε ἐπάνω τους ἐστηρίχθησαν οἱ πολεμικὲς ἐπιχειρήσεις. (Ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Ὀδυσσεὺς Ἀνδροῦτσος καὶ ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.)
Ἡ Ἑλλὰς , ὡς κράτος, ξεκινοῦσε …ἀνάποδα!!!
Στὸ μεταξύ, ὑπὸ κατάστασιν πολιορκίας εὑρίσκετο καὶ ἡ Πάτρα. Ἀπὸ τὶς 28 Φεβρουαρίου τοῦ 1821 οἱ Τοῦρκοι τῶν Πατρῶν μετεκινήθησαν μὲ τὶς οἰκογένειές τους στὸ φρούριον, προσπαθώντας νὰ προστατευθοῦν, βλέποντας τὶς «ὕποπτες» κινήσεις τῶν Ἑλλήνων.

Στὶς 18 Μαρτίου τοῦ 1821 ἔκλεισαν τὶς πῦλες τοῦ φρουρίου ἀμυνόμενοι, ἐφ΄ ὅσον ἤδη μέσα στὴν πολιτεία οἱ ἀναταραχὲς καὶ οἱ κινήσεις τῶν Ἑλλήνων στόχευαν πλέον ξεκάθαρα στὴν ἐκδίωξίν των. Πρωτοστατὼν στὶς πολεμικὲς δραστηριότητες ὁ Παναγιώτης Καρατζᾶς, ποὺ διέθετε καὶ τὸ μοναδικὸν ὀργανωμένο στρατιωτικὸ σῶμα.

Ὅμως, ἄν καὶ τὸ ἑλληνικὸ στοιχεῖον ἔδειχνε νὰ ἐπικρατῇ, ἐν τούτοις στὶς 3 Ἀπριλίου τοῦ 1821, ὁ Γιουσοῦφ πασσᾶς, ποὺ κατηυθύνετο πρὸς τὴν Εὔβοια, ἀπὸ τὰ Ἰωάννινα, μὲ μίαν αἰφνιδιαστικὴ κίνησιν καὶ μὲ μόλις 300 ἱππεῖς, διέλυσε τὴν πολιορκία, διέσπειρε τὸν τρόμο, κατέσφαξε τοὺς ἀμάχους πολιορκητὲς κι ἐνίσχυσε τοὺς πολιορκημένους Τούρκους. Μόνον ὁ Καρατζᾶς κατάφερε νὰ ἀνακόψῃ τὴν ὁρμή τῶν ἱππέων τοῦ Γιουσοῦφ πασσᾶ.

Ἀπὸ τότε καὶ μετὰ ἡ Πάτρα παρέμενε σημεῖον συγκεντρώσεως τῶν τουρκικῶν σωμάτων, ποὺ ἡττῶντο σὲ μάχες, κυρίως ἐντὸς τῆς Πελοποννήσου. (Ἐκεῖ κατέφυγαν καὶ οἱ Ἀρβανῖτες τοῦ Λάλα, ὅταν ἡττήθησαν -γιὰ τὴν ἀκρίβεια ἀνεχώρησαν ὡς κύριοι ἀπὸ τὸν Λάλα -στὶς 13 Ἰουνίου τοῦ 1821.) Τὸ μεγάλο πλεονέκτημα τῶν Τούρκων, ποὺ παρέμεναν στὴν Πάτρα, ἦτο ἡ δυνατότης ἀνεφοδιασμοῦ τους.

Στὶς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 1822 ὁ Κολοκοτρώνης μετέβη ἀπὸ τὴν Κόρινθον στὴν Γορτυνία, πρὸ κειμένου νὰ στρατολογήσῃ σῶμα ἀνδρῶν ἱκανὸ γιὰ τὴν πολιορκία τῶν Πατρῶν, κατόπιν προφορικῆς συνεννοήσεώς του μὲ τὴν κυβέρνησιν, δίχως ὅμως νὰ ἔχῃ γραπτὴ ἐξουσιοδότησιν. Ἡ ἐκστρατεία θὰ ἀκυρώνετο, ὅπως καὶ ἡ προηγουμένη, ἀμέσως μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Τριπόλεως, ἀλλὰ στὶς 25 Ἰανουαρίου τοῦ 1822 ἡ πτῶσις τοῦ Ἀλῆ πασσᾶ τῶν Ἰωαννίνων, ἀπεδέσμευε τὰ ὀθωμανικὰ στρατεύματα ποὺ παρέμεναν ἐκεῖ καὶ ἐθεωρεῖτο βέβαιον πὼς ὁ Χουρσῆτ πασσᾶς θὰ ἐστρέφετο, μὲ 80.000 ἄνδρες, κατὰ τῆς Πελοποννήσου. Ἔτσι ἀπεφασίσθη ὁριστικῶς νὰ ἐκδιωχθοῦν οἱ Τοῦρκοι ποὺ παρέμεναν ἐντὸς τοῦ φρουρίου τῶν Πατρῶν καὶ ἀνετέθη, ἐπισήμως, ἡ ἀρχιστρατηγεία τῆς ἐκστρατείας κατὰ τῶν Πατρῶν στὸν Κολοκοτρώνη. (Ὑπεγράφη ἐκ τοῦ Ἰωάννου Κωλέττου ἡ ἀπόφασις!!!)

Ὑπὸ αὐτὲς τὶς συνθῆκες ἡ Πάτρα ἔπρεπε νὰ περάσῃ σὲ ἑλληνικὰ χέρια. Ὁ Κολοκοτρώνης προετοίμαζε τὴν πολιορκία της ἀλλὰ δὲν τοῦ ἐπετράπη νὰ ὁλοκληρώσῃ τὸ ἔργον του.

Σημεῖον συγκεντρώσεως τῶν στρατευμάτων εἶχε ὁρισθῆ ἡ Γαστούνη μὰ τὰ στρατεύματα ἀνεχώρησαν πρὸς τὴν Πάτρα καὶ ὁ Κολοκοτρώνης ἀκολουθοῦσε. 6.500 ἄνδρες κατηυθύνοντο, ἡνωμένοι ἐμπρὸς στὸν κίνδυνον, κατὰ τῆς πόλεως τῶν Πατρῶν μὲ στρατηγό τους τὸν Θεόδωρο Κολοκοτρώνη.

Ὁ Δημήτριος Πλαπούτας, ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης καὶ ὁ Ἀποστόλης Κολοκοτρώνης εὑρίσκοντο στὴν Παλαιὰ Ἀχαΐαν μὲ 750 Καρυτινούς, μαζὺ μὲ τὸν Κωνσταντῖνο Πετμεζᾶ καὶ τοὺς ὀκτακοσίους Ἠλείους τοῦ Σισίνη. Ὁ Ζαΐμης καὶ ὁ Λεχουρίτης, μὲ χιλίους Καλαβρυτινοὺς καὶ οἱ Κουμανιωταῖοι (Θᾶνος, Φώτιος, Κωνσταντῖνος, Δημήτριος, Σταμάτης, Ἀγγελῆς) εὑρίσκοντο ἀρχικῶς στὰ Νεζερὰ καὶ στὴν συνέχεια στὴν Χαλανδρίτσα. Μὲ αὐτοὺς συνηνώθησαν ἀκόμη ὀκτακόσιοι Καρυτινοί, ὑπὸ τὸν Κανέλλον Δηληγιάννην καὶ τὸν Δημήτριον Δηληγιάννην, καθὼς καὶ ἑξακόσιοι Τριπολίται ὑπὸ τὸν Γεώργιον Σέκερη, τὸν Ἀλέξιον Λεβιδιώτην καὶ ἄλλους. Οἱ Δηληγιανναῖοι ἀπεχωρίσθησαν τῶν ἄλλων σωμάτων (τῶν Καρυτινῶν) καὶ ἐτοποθέτησαν τοὺς ἄνδρες τους πλησίον τοῦ Ζαΐμη, ἐπιβεβαιώνοντας τὴν μεταξύ των καὶ τοῦ Κολοκοτρώνη ψυχρότητα. Στὰ Σελλὰ καὶ στὸ Ῥίον μὲ τριακοσίους Βοστιτσιανούς, παρέμενε ὁ Νικόλαος Λόντος.

Στὶς 25 Φεβρουαρίου ὁ Κολοκοτρώνης διέταξε τὸν Πλαπούτα, τὸν Γενναῖον, τὸν Ἀποστόλη Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Κωνσταντῖνον Πετμεζᾶ νὰ καταλάβουν πλησιεστέρας πρὸς τῶν Πατρῶν θέσεις. Ὁ Πετμεζᾶς διετάχθη νὰ καταλάβῃ τὸν Παλαιόπυργον, ὁ Γενναῖος μὲ τὸν Ἀποστόλη Κολοκοτρώνη τὴν Ὀβρεὰν καὶ ὁ Πλαπούτας τὸ Σαραβάλι, ὅπου θὰ ἐγκαθίστατο τὸ στρατηγεῖον.

Καθ’ ὃν χρόνον τὰ σώματα αὐτὰ ἐκινοῦντο πρὸς τὶς θέσεις ποὺ διετάχθησαν νὰ καταλάβουν, οἱ Τοῦρκοι τῶν Πατρῶν ποὺ εἶχαν ἐνισχυθῆ ἀπὸ μικρασιαστικὰ σώματα, ὑπὸ τὸν Μεχμὲτ πασσᾶ, ἐξεστράτευσαν κατὰ τῶν ἑλληνικῶν θέσεων.

Οἱ Τοῦρκοι διενυκτέρευσαν τὴν νύκτα τῆς 25ης Φεβρουαρίου στὴν θέσιν Τσουκαλᾶ καὶ τὴν ἐπομένη, 26 Φεβρουαρίου, δύο χιλιάδες ἐξ αὐτῶν ἐπετέθησαν κατὰ τῆς Χαλανδρίτσας καὶ τῶν Κουμανιωταίων, μὲ τοὺς πεντακοσίους Πατρινούς.

Ἀρχικῶς οἱ Ἕλληνες, ἐμπρὸς σὲ τέτοιαν δύναμιν, ὑπεχώρησαν καὶ οἱ Τοῦρκοι κατέκαυσαν τὴν Χαλανδρίτσαν. Ἐπιστρέφοντες ὅμως πρὸς τὴν Πάτρα εὑρέθησαν ἐμπρὸς στὰ σώματα τοῦ Γενναίου Κολοκοτρώνη καὶ τοῦ Ἀποστόλη Κολοκοτρώνη, ποὺ ἀμέσως τοὺς ἐπετέθησαν καὶ κατόπιν ὁλίγου ἔφθασε ὡς βοήθεια τὸ σῶμα τοῦ Πλαπούτα. Οἱ Τοῦρκοι ὑπεχώρησαν μὰ ἐντὸς ὁλίγου κατέφθασε τὸ σῶμα ποὺ εἶχε διανυκτερεύση στὸν Τσουκαλᾶ (περὶ τοὺς 6.000 ἄνδρες) καὶ ἔκανε χρήσιν πυρροβολικοῦ. Ὅμως ἡ ὁρμὴ τῶν Ἑλλήνων ἦταν τέτοια, ποὺ τελικῶς οἱ Τοῦρκοι ὑπεχώρησαν πάλι πρὸς τὸν Τσουκαλᾶ καὶ τελικῶς πρὸς τὴν Πάτρα.

Οἱ Ἕλληνες κατὰ τὴν ἐν λόγῳ συμπλοκὴν ἔχασαν τέσσερις ἄνδρες καὶ οἱ Τοῦρκοι τοὐλάχιστον 150, ἐκτὸς των τραυματιῶν.

Στὶς 28 Φεβρουαρίου ἔφθασε κι ὁ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γιὰ νὰ ἐπιληφθῇ τῶν στρατιωτικῶν ἐπιχειρήσεων κατὰ τῶν Πατρῶν, ἐγκαθιστώντας τὸ στρατηγεῖον του στὸ Σαραβάλι. Ὁ Πετμεζᾶς παρέμεινε στὸν Τσουκαλᾶ καὶ ἀργότερα τὴν Ὀβρεάν. Στὸ Παλαιόκαστρον μετέβη ὁ Γενναῖος Κολοκοτρώνης.

Λίγες ἡμέρες ἀργότερα, στὶς 2 Μαρτίου, κατόπιν σφοδρῆς μάχης, οἱ Ἕλληνες κατέλαβαν τὸ Γηροκομεῖον, σημεῖον πολὺ κοντὰ στὶς θέσεις τῶν Τούρκων, ποὺ πλέον συνιστοῦσε πραγματικὴ ἀπειλὴ γιὰ αὐτούς.

Στὶς 9 Μαρτίου, κατόπιν πολὺ καλὰ ὀργανωμένης ἀντεπιθέσεως τῶν Τούρκων, κι ἐφ’ ὅσον οἱ Ἕλληνες διεσκορπίσθησαν, μὲ παρέμβασιν τοῦ Κολοκοτρώνη ἐπραγματοποιήθη ἀντεπίθεσις, ἐκτόπισις τῶν Τούρκων καὶ τελικῶς νίκη.

Ἡ πολιορκία τῶν Πατρῶν ἰσχυροποιεῖτο καὶ γιὰ αὐτὸν τὸν λόγο, παρὰ τοὺς τόσους ἀγῶνες, στὶς 23 Ἰουνίου τοῦ 1822 θὰ ἐλύετο, ἐφ΄ ὅσον ἡ Πάτρα ἐκινδύνευε νὰ πέσῃ στὰ χέρια τοῦ Κολοκοτρώνη, κάτι ποὺ θὰ τὸν ἰσχυροποιοῦσε στὰ μάτια τοῦ λαοῦ.

Φιλονόη

πληροφορίες ἀπό:

«Ἡ Ἐπανάστασις τοῦ ’21», Φωτιάδης Δημήτριος
«Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις», Κόκκινος Διονύσιος

ΔΗΜΟΦΙΛΗ