Ράπισμα κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποτελεί η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τις τριτοκοσμικές συνθήκες που επικρατούν στην Ελλάδα, με αναφορές στο σκάνδαλο των υποκλοπών, τη λίστα Πέτσα αλλά και την αστυνομική βία.
Η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ σχετικά με την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε 198 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, την οποία παρουσίασε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν, αποτελεί «χαστούκι» για τον πρωθυπουργό και το επιτελείο του που οδήγησαν τη χώρα μας κάτω από τη… βάση!
Βασισμένη σε στοιχεία, αναφορές και μαρτυρίες, η έκθεση του Στέιτ Ντιπάρμεντ τονίζει τα ζητήματα που χαμηλά το επίπεδο των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη χώρα μας.
Στην εισαγωγή της έκθεσης για την Ελλάδα αναφέρεται: «Η Ελλάδα είναι συνταγματική Δημοκρατία και πολυκομματική κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Η νομοθετική εξουσία ασκείται από το Κοινοβούλιο, το οποίο δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση όπου επικεφαλής είναι ο Πρωθυπουργός. Το 2019 στη χώρα πραγματοποιήθηκαν κοινοβουλευτικές εκλογές που οι παρατηρητές χαρακτήρισαν ως ελεύθερες και δίκαιες. Η κυβέρνηση που σχηματίστηκε από το Κόμμα της Νέας Δημοκρατίας με επικεφαλής τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη ηγείται της χώρας. Η αστυνομία είναι υπεύθυνη για την επιβολή του νόμου, την ασφάλεια των συνόρων και τη τήρηση της τάξης. Υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, το οποίο είναι επίσης υπεύθυνο για τις σωφρονιστικές εγκαταστάσεις. Το Λιμενικό Σώμα, αρμόδιο για την τήρηση του νόμου και των συνόρων στα χωρικά ύδατα, αναφέρεται στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Οι Ένοπλες Δυνάμεις υπάγονται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας. Η Αστυνομία και οι Ένοπλες Δυνάμεις μοιράζονται τα καθήκοντα επιβολής του νόμου σε ορισμένες παραμεθόριες περιοχές. Η προστασία των συνόρων συντονίζεται από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας. Οι πολιτικές Αρχές διατήρησαν αποτελεσματικό έλεγχο της Αστυνομίας, του Λιμενικού και των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ η κυβέρνηση διέθετε αποτελεσματικούς μηχανισμούς διερεύνησης και τιμωρίας περιπτώσεων κατάχρησης εξουσίας. Μέλη των δυνάμεων ασφαλείας διέπραξαν κάποιες πράξεις κατάχρησης εξουσίας».
Αποκαρδιωτικές αναφορές για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην Ελλάδα
Επικαλούμενη αναφορές και στοιχεία η Έκθεση κάνει λόγο για καταστολή, διαφθορά, υποκλοπές, ανελευθερία στον Τύπο, κακή ενημέρωση, άσχημες συνθήκες κράτησης στις φυλακές κ.α.
σκληρή, απάνθρωπη, ή ταπεινωτική μεταχείριση, ή τιμωρία κρατουμένων σε φυλακές, καθώς και μεταναστών και αιτούντων ασύλου από τις Αρχές επιβολής του νόμου.
περιορισμούς στην ελεύθερη έκφραση και τα Μέσα Ενημέρωσης συμπεριλαμβανομένης της επιβολής ή της απειλής επιβολής της ποινικής νομοθεσίας περί συκοφαντίας και δυσφήμησης.
αναγκαστικές επιστροφές και εικαζόμενη χρήση βίας από τις κυβερνητικές Αρχές κατά μεταναστών και αιτούντων ασύλου.
ανεπαρκής έρευνας και λογοδοσία για, με βάση το φύλο, βία, συμπεριλαμβανομένης της ενδοοικογενειακής βίας ή εγκλήματα που αφορούν βία που στοχεύει μέλη εθνικών/φυλετικών/εθνοτικών μειονοτήτων και εγκλήματα που περιλαμβάνουν βία ή απειλή χρήσης βίας που στοχεύει λεσβίες, ομοφυλόφιλους, αμφιφυλόφιλους, διεμφυλικούς ή διαφυλικά άτομα.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών
Για το σκάνδαλο των υποκλοπών γίνεται ιδιαίτερη αναφορά: «Το σύνταγμα και ο νόμος απαγορεύουν τέτοιες ενέργειες, αλλά υπήρξαν αναφορές περιπτώσεων στις οποίες η κυβέρνηση δεν σεβάστηκε αυτές τις απαγορεύσεις […] Σύμφωνα με δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης, η καταγγελία του προκάλεσε συζήτηση κεκλεισμένων των θυρών στη Βουλή, κατά την οποία ο επικεφαλής της ΕΥΠ παραδέχθηκε ότι ο Κουκάκης και ο Ανδρουλάκης είχαν πέσει θύματα παρακολούθησης. Ο ίδιος αρνήθηκε ότι είχε κάνει χρήση του Predator, υποστηρίζοντας ότι η παρακολούθηση ήταν νόμιμη και με την κατάλληλη δικαστική άδεια.
Η κυβέρνηση αρνήθηκε δημοσίως ότι αγόρασε ή χρησιμοποίησε το λογισμικό παρακολούθησης Predator. Στις 5 Αυγούστου, ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης έκανε δεκτές τις παραιτήσεις του προσωπάρχη του και του επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Στις 19 Σεπτεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που απαιτεί κάθε κυβερνητική παραβίαση της ιδιωτικής ζωής των πολιτών να έχει προεγκριθεί τόσο από εισαγγελέα όσο και από εισαγγελέα εφετών. Στις 9 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση ψήφισε νομοθεσία που προβλέπει ελάχιστη ποινή φυλάκισης δύο ετών για τη χρήση, πώληση ή διανομή κατασκοπευτικού λογισμικού» αναφέρεται στην έκθεση.
Η λίστα Πέτσα
Στην έκθεση γίνεται αναφορά στο σκάνδαλο της λίστας Πέτσα αλλά και στις αδιαφανείς κρατικές επιδοτήσεις στα ΜΜΕ.
Όπως γράφει, το Govwatch, η διερευνητική αποστολή του MFRR στην Ελλάδα και το Media Pluralism Monitor, κατήγγειλαν όλοι την έλλειψη διαφάνειας στη διανομή των κρατικών επιδοτήσεων στα μέσα ενημέρωσης κατά την περίοδο της εκστρατείας ενημέρωσης για τον COVID-19 (λίστα Πέτσα).
«Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι έδωσε επιδοτήσεις με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως ποσοτικά για την προβολή κοινού, την κυκλοφορία κ.ά, καθώς και ποιοτικά κριτήρια όπως η ασφάλεια της επωνυμίας. Η απουσία δημοσίως διαθέσιμων κριτηρίων ανάθεσης ώθησε μια ΜΚΟ, ωστόσο, να υποβάλει αίτημα απαιτώντας την αποκάλυψη των κριτηρίων. Το δικαστήριο απέρριψε αυτό το αίτημα με την αιτιολογία ότι ο αναφέρων δεν είχε το νόμιμο δικαίωμα πρόσβασης στις πληροφορίες», τονίζεται χαρακτηριστικά.
Διαβάστε εδώ την έκθεση