Περί το 500 π.Χ., η τριήρης, επινόηση των Κορινθίων, έγινε το βασικό σκάφος των ελληνικών, των φοινικικών, των ετρουσκικών, κ.α. μεσογειακών πολεμικών στόλων. Στην τριήρη στηρίχθηκαν μεγάλες ή μικρές «θαλασσοκρατορίες» όπως αυτές της Αθήνας, της Καρχηδόνας, της Κορίνθου, των Συρακουσών, κ.α.
Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία και η κατάλυση του περσικού κράτους δημιούργησε μια νέα πολιτειακή κατάσταση για τον ελληνικό κόσμο. Τα νέα ελληνικά κράτη που δημιουργήθηκαν στην Ανατολή ήταν πολλαπλασίως μεγαλύτερα από τις παλαιές πόλεις-κράτη.
Η νέα κατάσταση είχε το αντίκτυπο της στην πολεμική τέχνη, τόσο στην ξηρά όσο και στην θάλασσα. Οι παλαιοί οπλιτικοί στρατοί των λίγων χιλιάδων οπλιτών έδωσαν την θέση τους σε στρατούς πολλών δεκάδων χιλιάδων πολεμιστών, που είχαν πλέον ως βασικά Όπλα κρούσης την μακεδονική φάλαγγα και το βαρύ ιππικό. Ανάλογα, οι παλαιότεροι στόλοι των πόλεων-κρατών που είχαν ως βασικό μαχητικό πλοίο την τριήρη, αντικαταστάθηκαν από τους κολοσσιαίους στόλους των ελληνιστικών κρατών, στους οποίους τα κύρια πολεμικά ήταν μεγαλύτερες πολυήρεις, κυρίως πεντήρεις. Οι τακτικές του πολέμου στην θάλασσα προσαρμόστηκαν ανάλογα. Οι τριήρεις χρησιμοποιούσαν κυρίως την ταχύτητα και την ευελιξία τους προκειμένου να επικρατήσουν στις ναυτικές συρράξεις. Οι πεντήρεις και οι άλλες πολυήρεις στηρίζονταν στο μέγεθος και το εκτόπισμα τους. Ένα στοιχείο το οποίο έμεινε αμετάβλητο από την εποχή της τριήρους ήταν η χρήση του εμβόλου, παρότι ο ρόλος του κατά την θαλάσσια σύρραξη περιορίστηκε.
Οι ναυτικές επιχειρήσεις του Λαμιακού πολέμου (323/322 π.Χ.), αποτέλεσαν το κύκνειο άσμα της κλασσικής τριήρους και την ουσιαστική αρχή της εποχής της πεντήρους. Κατά την διάρκεια τους, ο αθηναϊκός στόλος, με βασικό πολεμικό την τριήρη, αντιμετώπισε τον μακεδονικό, στον οποίο υπερτερούσαν οι τετρήρεις και οι πεντήρεις των Ελλήνων της Ανατολής (Κυπρίων και Κιλίκων) και των Φοινίκων. Παρά την υπερπροσπάθεια των Αθηναίων, οι νέες πολυήρεις συνέτριψαν επανειλημμένα τον στόλο τους στις ναυμαχίες των Εχινάδων, της Αβύδου και της Αμοργού.
Πλάγια όψη, κάτοψη και τομές πρύμνης (κάτω αριστερα), κέντρου (κέντρο κάτω) και πλώρης (κάτω δεξιά) αθηναϊκής τριήρους. Η τριήρης υπήρξε το σχεδιαστικό υπόβαθρο για τη ναυπήγηση των βαρέων πολυήρων αλλά πολύ σύντομα υποσκελίσθηκε από αυτές, μην μπορώντας να τις ανταγωνισθεί (Scientific American).
–
Οι αρχαίες πηγές είναι σαφείς σχετικά με τους εφευρέτες της πεντήρους. Οι ναυπηγοί του Διονυσίου Α΄ των Συρακουσών, ναυπήγησαν το 399 π.X. τις πρώτες τετρήρεις και πεντήρεις, οι οποίες έμελε να «κατακτήσουν» την Μεσόγειο. Το 332 ο Αλέξανδρος, κατά την διάρκεια της εκστρατείας του, βρήκε τους Κυπρίους και τους Φοίνικες να χρησιμοποιούν τετρήρεις και πεντήρεις. Η Αθήνα διέθετε το 324 π.Χ., 360 τριήρεις, 50 τετρήρεις και 7 πεντήρεις. Ωστόσο, χρησιμοποίησε ελάχιστα τους δύο τελευταίους τύπους πλοίων στον Λαμιακό πόλεμο, μάλλον επειδή οι άνδρες της δεν ήταν ακόμη εξοικειωμένοι με την χρήση τους, εμπιστευόμενοι σταθερά την παραδοσιακή τριήρη. Μερικοί σύγχρονοι ιστορικοί αμφισβητούν την επινόηση της πεντήρους από τους Συρακούσιους, ενώ άλλοι προσπαθούν να βρουν μια «μέση λύση». Για παράδειγμα, ο Ταρν (W.W. Tarn) θεωρεί ότι οι πεντήρεις τις οποίες ναυπήγησε ο Διονύσιος και η Αθήνα ηταν πειραματικές και ότι οι πρώτες «πραγματικές» τέτοιες κατασκευάστηκαν στην Φοινίκη ή την Κύπρο- μια σχετικά δημοφιλής θεωρία. Βασικό επιχείρημα της άποψης του είναι ότι σε αυτές τις περιοχές επακολούθησε η ανάπτυξη των νέων μεγάλων πλοίων ενώ οι πολυήρεις των Συρακουσών αναφέρονται πάλι μετά από πολλές δεκαετίες, περί το 300 π.Χ.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν εναντίον αυτής της άποψης αλλά θα αρκεστούμε στα εξής: Η μεταγενέστερη ανάπτυξη των πολυήρων στη Φοινίκη και την Κύπρο δεν οφείλεται στην επινόηση τους από τους ικανότατους κατά τα άλλα, ναυπηγούς αυτών των περιοχών αλλά στην απεριόριστη οικονομική ενίσχυση του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου, των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών σε αυτές. Ο λόγος της οικονομικής ενίσχυσης ήταν η επιφόρτιση της Φοινίκης, της Κύπρου, της Κιλικίας, κ.α., με τη ναυπήγηση μεγάλων σκαφών για τους πολεμικούς στόλους των εν λόγω ελληνιστικών μοναρχών. Τα άλλα ελληνικά κράτη δεν μπορούσαν να πλησιάσουν τα τεράστια εισοδήματα της πρωτο-αντιγονιδικής, της πτολεμαϊκής ή της σελευκιδικής αυτοκρατορίας. Οι Συρακούσες και η Σικελία έπεσαν στην αναρχία και την οικονομική οπισθοδρόμηση μετά την πτώση της Διονυσιακής δυναστείας, συνθήκες απαγορευτικές για τη ναυπήγηση πεντήρων και άλλων πολυήρων. Επομένως η διακοπή της ναυπήγησης τέτοιων σκαφών στις Συρακούσες δεν οφείλεται στον αρχικό «πειραματικό» χαρακτήρα τους αλλά στην πολιτικο-οικονομική υστέρηση. Το γεγονός ότι ο Αγαθοκλής των Συρακουσών διέθετε το 290 π.Χ. έναν εντυπωσιακό πολεμικό στόλο από διακόσιες τετρήρεις, πεντήρεις και εξήρεις, δείχνει την εμπειρία των Σικελιωτών στη ναυπήγηση τους. Η Αθήνα δεν πρόλαβε καν να χρησιμοποιήσει ικανοποιητικά τις πολυήρεις της, έτσι ώστε να βγουν συμπεράσματα για τον «πειραματικό» χαρακτήρα τους. Ναυπήγησε τις πρώτες τετρήρεις και πεντήρεις κατά το νέο ναυπηγικό πρόγραμμα του Λυκούργου (περί το 330 π.Χ.) και τις έχασε όλες λίγα χρόνια αργότερα, κατά την λήξη του Λαμιακού πόλεμου (322) που σήμανε το οριστικό τέλος της ναυτικής δύναμης της. Επομένως η άποψη ότι και οι αθηναϊκές πεντήρεις ήταν «πειραματικές» δεν μπορεί να ευσταθεί.
Οι Συρακούσες διατηρούσαν πάντα στενές σχέσεις με την μητρόπολη τους, την Κόρινθο. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι οι Κορίνθιοι επινόησαν την τριήρη αλλά και νεωτερισμούς στις τακτικές και τη θωράκιση της κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο (431-404 π.Χ.). Παρόμοιους νεωτερισμούς χρησιμοποίησαν και οι Συρακούσιοι άποικοι τους εναντίον των Αθηναίων κατά την Σικελική εκστρατεία (414-413). Η μεγάλη ναυτική και ναυπηγική παράδοση του άξονα Κορίνθου-Συρακουσών είναι ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει την αναφορά των αρχαίων συγγραφέων σχετικά με τη ναυπήγηση των πρώτων πολυήρων στις Συρακούσες. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η Κόρινθος και η σικελιώτικη θυγατέρα της, φέρουν την τιμή της εφεύρεσης των δύο σημαντικότερων μαχητικών πλοίων της αρχαιότητας, της τριήρους και της πεντήρους αντίστοιχα.
Η εξέλιξη του ελληνικού πολεμικού πλοίου, από την πεντηκοντορο ή πεντηκοντήρη (άνω) έως τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική πεντηρη ελληνικής προέλευσης (Copyright: alecrespi)
–
Από εκεί και στο εξής, οι στόλοι τριήρων μετατράπηκαν βαθμιαία σε στόλους τετρήρων και πεντήρων. Οι Κύπριοι και οι Σύρο-Φοίνικες υιοθέτησαν τις νέες πολυήρεις μέχρι το 332 π.Χ., ενώ η Αθήνα ναυπήγησε τις πρώτες δικές της λίγο αργότερα. Ταυτόχρονα η Καρχηδόνα – μεγάλη ναυτική δύναμη που φρόντιζε να μη μένει ποτέ πίσω στις ναυπηγικές εξελίξεις – πρέπει να κατασκεύασε τον πρώτο της στόλο τετρήρων και πεντήρων. Μερικοί ερευνητές θεωρούν ότι οι Καρχηδόνιοι ήταν οι πρώτοι που ναυπήγησαν τετρήρεις, στηριζόμενοι ωστόσο, σε σποραδικές ενδείξεις δευτερεύουσας σημασίας. Υπάρχει επίσης η θεωρία ότι οι Καρχηδόνιοι παρέλαβαν τις νέες πολυήρεις από την μητρόπολη τους, την Τύρο της Φοινίκης, με την οποία είχαν σχέσεις ανάλογες με αυτές που είχαν η Κόρινθος και οι Συρακούσες. Άλλη άποψη θεωρεί ότι ήταν οι Τύριοι αυτοί που παρέλαβαν τα νέα σκάφη από την Καρχηδόνα η οποία είχε απομιμηθεί με την σειρά της τη συρακουσιανή εφεύρεση. Τέλος, αναφέρθηκε ο μεγάλος στόλος πολυήρων που διέθεταν οι Συρακούσιοι το 290 π.Χ.
Η μεγάλη ώθηση στην χρήση και τη τελειοποίηση της πεντήρους και γενικά των πολυήρων, δόθηκε από τους Διάδοχους του Αλεξάνδρου, που τις χρησιμοποίησαν ευρέως στους πολέμους τους (321 π.Χ.-αρχές του 3ου αι π.Χ.).
Οι Διάδοχοι και οι Επίγονοι τους, ναυπήγησαν στόλους αποτελούμενους από πολυάριθμα μεγάλα πλοία, φτάνοντας μέχρι την κατασκευή κολοσσιαίων σκαφών όπως η εικοσήρης και η τεσσαρακοντήρης. Όπως θα δούμε, επρόκειτο για πραγματικά πλωτά φρούρια που θύμηζαν αναλογικά τα σύγχρονα θωρηκτά και αεροπλανοφόρα πλοία. Εγκαταλείφθηκαν, όμως, σταδιακά λόγω του μεγάλου κόστους συντήρησης και της δυσκολίας πλοήγησης τους. Τα μόνα πραγματικά εύχρηστα ήταν η τετρήρης, η πεντήρης, η εξήρης, η επτήρης, η οκτήρης και η δεκήρης, κυρίως όμως οι δύο πρώτες. Η τετρήρης υστερούσε συγκριτικά με την πεντήρη, για αυτό τον λόγο υποσκελίστηκε από αυτήν μέχρι τις αρχές του 3ου αι π.Χ. Μόνο οι Ρόδιοι συνέχισαν να χρησιμοποιούν περισσότερο την τετρήρη, επειδή ήταν καταλληλότερη για την δράση τους εναντίον των πειρατών. Οι εξήρης, επτήρης, οκτήρης και δεκήρης υστερούσαν έναντι της πεντήρους λόγω του μεγάλου όγκου τους, ο οποίος ελάττωνε την ταχύτητα και τη δυνατότητα πλοήγησης τους. Φαίνεται ότι η πεντήρης ήταν η ιδανική πολυήρης. Στους στόλους του Αντιγόνου του Μονόφθαλμου και του γιου του (Δημητρίου Πολιορκητη), του Πτολεμαίου, του Λυσιμάχου και των αλλων Διαδόχων, η πεντήρης ήταν μία από τις βασικές πολεμικές μονάδες, αν όχι η βασικότερη. Στους μεταγενέστερους ελληνικούς στόλους, η πεντήρης ήταν το κυρίαρχο πολεμικό αλλά τα ποσοστά των άλλων πολυήρων (τετρήρεις, εξήρεις, επτήρεις, οκτήρεις κ.α.) παρέμειναν υψηλά. Στους στόλους της Καρχηδόνας και της Ρώμης, οι πεντήρεις αποτελούσαν το 70-80 % των πολεμικών, όπως έχει εκτιμηθεί από τις αρχαίες αναφορές της σύνθεσης τους.
–
Περικλής Δεληγιάννης