2.000 ένοπλοι της «Δυτικής Σπάρτης». Αυτοί είχαν αρχηγούς τον Κολοκοτρώνη, τους Μούρτζινους, τους Κουμουντουράκηδες, τους Κυβέλλους, τους Χρηστέηδες και τον Παναγιώτη Βενετσανάκο. Από την άλλη πλευρά της πόλης κινήθηκαν ένοπλοι υπό τον Παπαφλέσσα, τον Νικηταρά, τον Κεφάλα και τον Αναγνωσταρά, συμπληρώνοντας τον αποκλεισμό της πόλης. Τότε μόνο ο διοικητής Αρναούτογλου κατάλαβε την παγίδα αλλά, αποκλεισμένος καθώς ήταν, δεν μπορούσε πια να διαφύγει προς την Τριπολιτσά (σημ. Τρίπολη). Αποφάσισε τότε να συγκεντρωθούν οι Τούρκοι στα σπίτια της πόλης που προσφέρονταν για άμυνα. Ωστόσο, με την είσοδο των επαναστατών στην Καλαμάτα, στις 23 Μαρτίου, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης συμβούλευσε τον Αρναούτογλου να εγκαταλείψει τις σκέψεις για αντίσταση, αφού αυτή θα ήταν μάταιη, και να παραδοθεί. Έτσι την ίδια ημέρα ο Τούρκος διοικητής παρέδωσε με έγγραφη συμφωνία την πόλη και τον οπλισμό της φρουράς της. Το μεσημέρι, 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν, μετά από συγκινητική δοξολογία, τις ελληνικές σημαίες και όρκισαν τους επαναστάτες. Η τελετή αυτή έλαβε χώρα στις όχθες του Νέδωνα, μπροστά από τη βυζαντινή εκκλησία των ΑγίωνΑποστόλων, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, ενώ ακούγονταν οι καμπάνες και οι θριαμβευτικές κραυγές των Ελλήνων.[5]
Στη συνέχεια, έγινε σύσκεψη των οπλαρχηγών κατά την οποία συστάθηκε επαναστατική επιτροπή με το όνομα «Μεσσηνιακή Γερουσία» η οποία θα συντόνιζε τον αγώνα. Ηγέτης της, τιμητικά, διορίστηκε ο Πετρόμπεης στον οποίο δόθηκε ο τίτλος «αρχιστράτηγος των σπαρτιατικών δυνάμεων». Ακολούθως εκδόθηκε επαναστατική προκήρυξη, η οποία, αφού εξέθετε στην Ευρώπη τα δίκαια αίτια τα οποία παρακίνησαν το έθνος των Ελλήνων να αρπάξει τα όπλα και να απελευθερωθεί από τον τυραννικό ζυγό, ζητούσε τη βοήθειά της.Στην ίδια σύσκεψη συζητήθηκαν επίσης οι επόμενες επαναστατικές ενέργειες. Ο Κολοκοτρώνης πρότεινε να προχωρήσουν όλοι μαζί προς το εσωτερικό της Πελοποννήσου, με σκοπό να προλάβουν την περαιτέρω ενίσχυση της Τριπολιτσάς, η οποία έπρεπε να είναι ο βασικός στόχος των επαναστατών.