Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Γιὰ τὰ ὀνόματα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Μικρά διηγήματα.

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ, ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Ἀπ᾽ ὅλας τὰς οἰκοκυράς, ὅσαι ἑώρταζον τὰ ὀνόματα τῶν συζύγων των τὴν 7 Ἰανουαρίου, ἡμέραν τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, καμμία δὲν ἤσκει μεγαλυτέραν καθαριότητα, λεπτότητα καὶ ἰδιοτροπίαν παρ᾽ ὅσην ἡ κυρα-Διαμαντηρείζαινα, ἡ σύζυγος τοῦ καπετὰν Γιάννη τοῦ Τζαφέρη. Ὁ καπετὰν Γιάννης, ἀφοῦ εἶχεν ἀλλάξει δύο ἢ τρεῖς βρατσέρες, ἕνα γολετί, ἕνα «λόβερ», καὶ δύο σκοῦνες, ὅλα σκάφη, ἕκαστον τῶν ὁποίων δὲν ἐκράτησε παραπάνω ἀπὸ δύο ἔτη εἰς τὴν κατοχήν του ― ἅμα εὕρισκε καλὸν ἀγοραστήν, τὰ ἐξέκαμνε, τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, καὶ τέλος, ἐκ τῶν διαφόρων τούτων πωλήσεων, ἀφοῦ ἔκαμε τὸν ἰσολογισμόν του, εὑρέθη νὰ ἔχῃ αὐξήσει κατὰ ὀκτὼ ἢ δέκα χιλιάδας δραχμὰς τὸ ἀρχικὸν κεφάλαιον, τὸ ὁποῖον κατεῖχεν, ὅταν ἐναυπήγει τὴν πρώτην του βρατσέραν, μὴ ὑπερβαῖνον τὰς τρισχιλίας δραχμάς.

Λοιπόν, νέος ἀκόμα, σαρανταπέντε ἐτῶν, ἐπειδὴ εἶχε πάθει καὶ ὀλίγον ἀπὸ ἓν μικρὸν ξεπάγιασμα εἰς τὰς κνήμας, ἐβαρύνθη τὴν θάλασσαν, καὶ ἄνοιξεν ἕνα καλὸν μαγαζάκι, κατάμπροστα στὴν Κολώναν, εἰς τὰ ἄνω τῆς παραθαλασσίας ἀγορᾶς, ἀκριβῶς ὅπου οἱ ἄλλοι ἐμποροπλοίαρχοι τῶν παλαιῶν ἡμερῶν ἔδεναν τὰ καραβάκια τους μὲ γερὰ παλάγκα* καὶ μὲ διπλᾶς ἀγκύρας, ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μέχρι τοῦ Μαρτίου μηνός, διὰ νὰ παραχειμάσουν εἰς τὴν πατρίδα, διὰ ν᾽ ἀπολαύσουν τὸ θάλπος τῆς ἑστίας, καὶ μὴ χάσουν, κοντὰ εἰς τοὺς ἐχίνους καὶ τὰ ὀστρείδια, καὶ τοὺς ἀστακοὺς τοὺς μαγειρευτοὺς μὲ μάραθα, καὶ τὰ ὀχταπόδια τὰ τηγανιστὰ μὲ ὄξος, τὶς τυρόπιττες, καὶ τὰ «τυλιχτά»*, καὶ τὰ «καλαπόδια»* καὶ τὶς «γριές»*, ἢ μεγάλες τηγανίτες, καὶ τόσα ἄλλα «χάδια τῆς κοιλιᾶς»*, ὅσα αἱ καλαὶ οἰκοκυράδες ἤξευρον τόσον περιτέχνως νὰ παρασκευάζουν διὰ τοὺς συζύγους καὶ τοὺς υἱούς των, τοὺς θαλασσοδαρμένους καὶ ζητοῦντας τῆς ἑστίας τὴν ἀναψυχήν. Τὸ καραβάκι τὸ δικό του, ὁ Γιάννης ὁ Τζαφέρης, καθὼς ἔλεγε κοινῶς, τὸ ἄραξεν ἀσφαλῶς εἰς τὴν ξηράν, ἐν τῇ πλατείᾳ τῆς Ἐκκλησίας, διὰ ν᾽ ἀντικρύζῃ μὲ τὰ πλωτὰ καράβια τῶν θαλασσινῶν, τῶν πρῴην συναδέλφων του.

Ἡ οἰκιακὴ ἄνεσις καὶ γαλήνη τοῦ πρῴην ναυτικοῦ ἦτο σχεδὸν ἐντελής. Ἡ γυνή του, ὀλιγότεκνος, εἶχε γεννήσει ἕνα υἱόν, ἄλλο ἓν νεκροτόκιον, ἓν θυγάτριον ἀποθανὸν βρέφος καὶ πλέον οὔ. Τὸ τέκνον του, ὁ Κώστας, ὅστις εἶχε μεγαλώσει καὶ ἦτο ἤδη ἔφηβος, ἦτο τὸ μόνον στόλισμα τῆς μητρός, ἡ μόνη τοῦ πατρὸς βακτηρία. Ἓν μόνον παράπονον εἶχεν ὁ καπετὰν Γιάννης. Ἡ Διαμαντηρείζαινα, ἂν καὶ ἐξόχως καλὴ οἰκοκυρά, ἦτον, ὡς εἴπομεν, εἰς ἄκρον λεπτολόγος ὅσον ἀφορᾷ τὴν καθαριότητα τῆς οἰκίας της.

Ἡ μικρὰ οἰκοδομή, εἰς τὴν βορειανατολικὴν ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, συνορεύουσα μὲ κήπους, μυρίζουσα ἐξοχὴν καὶ ἄνοιξιν, συνίστατο ἀπὸ ἓν ἀνώγεων, μετὰ ἰσογείου κάτω, καὶ ἀπὸ ἓν ὑπερῷον, εἰς τὸ ὁποῖον ἀνήρχετό τις διὰ σκάλας ἐξ ἑπτὰ βαθμίδων. Λέγομεν ἀνήρχετό τις ἁπλῶς διὰ τὸ σύνηθες τῆς ἐκφράσεως, διότι ἄλλως εἶναι πολὺ ἀμφίβολον ἐάν τις «ἀνήρχετο» ποτὲ εἰς τὸ ἄδυτον ἐκεῖνο. Ἡ κυρα-Διαμαντηρείζαινα τόσον τὸ ἄσπριζε, τὸ ἀσβέστωνε, τὸ ἐσφουγγάριζε, τὸ ἐπαράκαμνε ―σχεδὸν καθημερινῶς― τὸ ἀνωφερὲς ἐκεῖνο ἄδυτον τοῦ οἴκου, ὅπου εἶχε τὰ Εἰκονίσματα μὲ τὴν κανδήλαν, ὀλίγα κιβώτια, ἕνα κομό, καναπέν, κτλ., ὥστε τοῦτο ἤστραπτε κυριολεκτικῶς ἀπὸ τὴν λευκότητα καὶ τὴν καθαριότητα. Οὐδέποτε ἐπ᾽ οὐδενὶ λόγῳ θὰ ἐπέτρεπεν εἰς τὸν σύζυγόν της, εἰς τὸν υἱόν της, εἰς τὴν μητέρα, εἰς τὴν ἀδελφήν της, εἰς τὴν πενθεράν της, εἰς τὴν ἀνδραδέλφην της, ν᾽ ἀναβῶσιν ἐκεῖ ἐπάνω. Αὐτὴ καὶ μόνη ἀνέβαινε, συνήθως ἅπαξ τῆς ἡμέρας, τὴν ὥραν καθ᾽ ἣν ἠκούετο ὁ κώδων τοῦ ἑσπερινοῦ, διὰ νὰ ἀνάψῃ τὸ κανδήλι, νὰ κάμῃ τὸν σταυρόν της καὶ νὰ θυμιάσῃ. Πρὸς τοῦτο εἶχεν ἓν ζεῦγος ἀπὸ λευκοτάτας ἐμβάδας, τὰς ὁποίας ἐκεῖ ἐπάνω μόνον ἐφόρει. Ἀνέβαινε μὲ τὰς συνήθεις γόβας της ἕως τὸ κεφαλόσκαλον, τὰς ἄφηνεν ἐκεῖ καὶ ἐφόρει τὰς ἰδιαιτέρας ἐμβάδας ἢ κουντοῦρες*. Εἶχε καὶ δύο ἢ τρία «πατήματα» ἢ «ψαθιά», καθαρώτατα, στρωμένα κατ᾽ ἀποστάσεις, ἀνὰ ἓν καὶ ἥμισυ βῆμα, ὅπως ρίπτουν εἰς τὰ ποτάμια καὶ τὰ περάσματα τῶν χειμάρρων λίθους ἐδῶ-ἐκεῖ, κατὰ πλάτος τοῦ ρεύματος, διὰ νὰ πατήσουν· ἐπάτει εἰς αὐτά, καὶ μετ᾽ εὐλαβείας ἐπλησίαζεν εἰς τὸ εἰκονοστάσιον, διὰ νὰ ἐκπληρώσῃ τὰ πρὸς τοὺς ἐφεστίους χρέη.

*
* *

Ὁ ἄλλος, ὁ καπετὰν Γιάννης, διηγεῖτο ταῦτα, κατὰ τὸ φαινόμενον παραπονούμενος, ἴσως μᾶλλον πράγματι εὐχαριστημένος, εἰς τοὺς στενωτέρους φίλους του.

― Ἀκοῦς ἐσύ, βρὲ ἀδελφέ!… Νὰ ἔχῃ βάλει ὅλον τὸ σεβντά της στὸ σπίτι της, στὸ προικιό της, στὸ ἐπάνω πάτωμά της! Νὰ θέλῃ, καὶ καλά, νὰ τὸ κάμῃ νὰ μιλῇ, νὰ φέγγῃ, ν᾽ ἀστράφτῃ!… Δὲν λυπᾶται τὸν κόπο της, ἡ σκύλα, ν᾽ ἀσβεστώνῃ τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα, πέντε φορὲς τὴν ἑβδομάδα νὰ σφουγγαρίζῃ!… Μ᾽ ἔχει ἀφανίσει στὸν ἀσβέστη, δὲν προφταίνω νὰ τῆς ἀγοράζω σφουγγάρια… Κάθε Σάββατο ἔρχεται ὁ Στέργιος ὁ Καμινὴς καὶ μοῦ γυρεύει λεπτά… Τ᾽ ἀκοῦτε σεῖς!… Οἱ βουτηχτάδες, οἱ Καλυμνιοί, οἱ Αἰγινῆτες, οἱ Τρικεριῶτες, δὲν ἔχουν ἄλλο μουστερὴ μεγαλύτερο ἀπὸ μένα… Μάθανε τώρα τὸν δρόμο, καὶ πηγαίνουν τὰ-ἴσα στὸ σπίτι. «Σφουγγάρια καλά! Σφουγγάρια καλά!» Ἀπ᾽ τὸν Θεὸ νὰ τό ᾽βρῃ, ἡ σκύλα! μ᾽ ἀφάνισε…

Ἀλλὰ καὶ τὸ κάτω πάτωμα, ἡ συνήθης κατοικία τῆς οἰκογενείας, δὲν ἔμενεν ὀπίσω εἰς τὴν καθαριότητα καὶ ἐπιμέλειαν ἐκ μέρους τῆς οἰκοκυρᾶς. Ἡ ἑστία, οἱ τοῖχοι, ἡ ὀροφή, ὅλα ἔλαμπον. Τὸ πάτωμα ἦτο στρωμένον μὲ ψάθες καὶ μὲ μεντέρια*, τὰ ὁποῖα κάθε πρωί, συχνὰ καὶ τὸ βράδυ, ἐξεστρώνοντο, ἐτινάσσοντο ἐπιμελῶς, ἐσκουπίζετο τὸ πάτωμα, εἶτα ἐσφουγγαρίζετο, πότε ὅλον, πότε μέρος, καὶ πάλιν τὰ μεντέρια ἐστρώνοντο καὶ διευθετοῦντο μετὰ φιλοκαλίας, ὥστε τὰ ἐζήλευε κανεὶς νὰ τὰ βλέπῃ.

Ἓν ἀπόγευμα, ἡ Διαμαντηρείζαινα συνέβη ν᾽ ἀνακαλύψῃ ―ἀνήκουστον πρᾶγμα― ἕνα κοριὸν ἕρποντα ἐπὶ τῆς ψάθας, προϊὸν μὴ ἔχον δικαίωμα εἰσόδου εἰς τὴν οἰκίαν. Ὑπώπτευσεν ἀμέσως ὅτι τὸ ζῳύφιον θὰ εἶχε πέσει ἀπὸ τὸ φόρεμα μιᾶς πτωχῆς γειτόνισσας, ἥτις πρὸ μικροῦ εἶχεν ἔλθει νὰ ζητήσῃ ἓν δοχεῖον ἐλαίου δανεικόν. Τόσον ἐσυγχίσθη, ὥστε ἐνῷ πρὸ μιᾶς ὥρας μόλις εἶχε στεγνώσει τὸ πάτωμα ἀπὸ τὸ πρωινὸν σφουγγάρισμα καὶ μόλις εἶχε στρώσει τὰ μεντέρια*, ἀμέσως ἐβάλθη εἰς νέον κόπον πάλιν, κι ἄρχισε νὰ τὰ ξεστρώνῃ ὅλα, ψάθες, κιλίμια, μαξιλάρες, μεντέρια, καὶ νὰ τὰ μεταφέρῃ ἔξω εἰς τὴν αὐλήν, νὰ τὰ τινάζῃ ἐκ νέου, νὰ ἐρευνᾷ λεπτολόγως τὸ πάτωμα, καὶ τέλος, ὅταν δὲν εὗρέ που δεύτερον ἄτομον τοῦ μυσαροῦ ζῳυφίου, ἀπεφάσισε τέλος νὰ στρώσῃ ἐκ νέου ὅλα τὰ μεντέρια της.

*
* *

Κατὰ τὴν Σύναξιν τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου, τὴν ἐπαύριον τῶν Φώτων, ἑώρταζεν, ὡς εἴπομεν, καὶ ὁ καπετὰν Γιάννης ὁ Τζαφέρης, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους Γιάννηδες. Ὑπῆρχον δὲ πολλοὶ εἰς τὸ χωρίον. Σχεδὸν πᾶσα τρίτη οἰκία εἶχεν ἕνα Γιάννην ― τοὺς ὁποίους ἤξευρον ἀκριβῶς ὅλους, καὶ εἶχον τὸν κατάλογον, οἱ δύο πιστοὶ φίλοι, ὁ Ἀποστόλης ὁ Καλούμας καὶ ὁ Πέτρος ὁ Γύφταρος, ἀμφότεροι βαστάζοι τῆς ἀγορᾶς. Ἐδέχετο δὲ ἐξαιρετικῶς κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν ἡ Διαμαντηρείζαινα ὅλους τοὺς ἐπισκέπτας, ὅλον τὸ χωρίον, ― σχεδὸν χωρὶς νὰ μορφάζῃ. Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἔκαμνε θυσίαν τὸ κάτω πάτωμα τῆς οἰκίας της. Εἶχεν ὅμως ἰδιαιτέραν ὑπηρεσίαν διωργανωμένην εἰς τὴν αὐλήν, ἔνδοθεν τῆς αὐλόπορτας, διὰ τὰ ξυπόλυτα καὶ τοὺς μάγκες τῆς ἀγορᾶς, τοὺς ὁποίους ἐφίλευεν ἐκεῖ διὰ χειρὸς τῆς μητρός της ἢ τῆς ἀδελφῆς της, χωρὶς νὰ τοὺς ἐπιτρέπῃ νὰ εἰσέλθωσιν εἰς τὴν οἰκίαν.

Μίαν χρονιάν, πρὶν ἔλθωσιν ἀκόμη αἱ μεγάλαι ἑορταὶ τοῦ χειμῶνος, οἱ δύο εἰρημένοι πιστοὶ φίλοι, ὁ Ἀποστόλης ὁ Καλούμας, κι ὁ Πέτρος ὁ Γύφταρος, διαβολικῇ συνεργίᾳ, εἶχαν μαλώσει μεταξύ των. Κατὰ τἆλλα ἔτη συνήθιζον οἱ δύο νὰ πηγαίνουν «κονσέρβα»*, ὡς ἔλεγαν, δηλ. ὡς δύο συμπλέοντα πλοῖα, νὰ φέρουν γύραν εἰς ὅλας τὰς οἰκίας ὅσαι ἑώρταζον, καὶ τοῦ Ἁγ. Νικολάου, καὶ τοῦ Ἁγ. Ἰωάννου, καὶ τὰς ἄλλας ἑορτάς, τὰς ἐχούσας πολλὰ ὀνόματα. Οἱ δύο ἀχώριστοι φίλοι, ὁ εἷς στολισμένος τὰ ἑορτάσιμα, ὁ ἕτερος μὲ τὰ μόνα ἐνδύματά του· ὁ πρῶτος φέρων εἰς τοὺς πρησμένους πόδας του πατημένα πέδιλα, ὁ δεύτερος ἀνυπόδητος, ἄρχιζαν τὸ πρωί, ἀπολείτουργα, τὴν περιοδείαν των ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρην τῆς κωμοπόλεως εἰς τὴν ἄλλην.

Μίαν φοράν, ὁ Πέτρος ὁ Γύφταρος, μὲ ἐλαφρότητα κάπως, εἶχεν εἰπεῖ αὐθαδῶς ὅτι «σηκώνουν τὰ ὑψώματα» οἱ δύο τους. Ἀκούσας τὴν ἀσεβῆ παρῳδίαν ὁ Ἀντώνης Μαραγκάκης ὁ νωματάρχης, Κρὴς τὴν πατρίδα, τοὺς ἐφίμωσε μὲ τὴν ἐπιφώνησιν:

― «Ψώματα! ψώματα!» δηλ. «ψέματα! ψέματα!» καὶ ἔκτοτε ὁ Γύφταρος δὲν ἐτόλμησε πλέον νὰ τὸ ξαναπῇ.

Ὣς τόσον ἐξηκολούθουν πάντοτε τὴν περιοδείαν των ἀνὰ τὰς οἰκίας. Ἀλλοῦ τοὺς ἐφίλευον τηγανίτες ἢ λουκουμάδες, σπανιώτερον μισὸ χαμαλί* (μικρὸν τρίγωνον γλύκισμα), συνηθέστερον λουκούμι ἢ μόνον στραγάλια, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐγέμιζαν τοὺς κόλπους των. Σχεδὸν εἰς ὅλα τὰ σπίτια τοὺς ἐκερνοῦσαν ροσόλι ἢ μαστίχαν ἢ ἐντοπίαν ἐκ στεμφύλων ρακήν.

Ὁ Ἀποστόλης ὁ Καλούμας συνήθιζε λίαν πρωί, τὰς ἡμέρας τῶν ἑορτῶν ποὺ εἶχαν πολλὰ ὀνόματα, διὰ νὰ μὴ κάμνῃ λάθος καὶ παραλείπῃ κανένα ἑορτάζοντα, ἐνῷ ἀκόμη ὁ κόσμος ἦτο εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ αὐτὸς ἦτο νηφάλιος, νὰ περιέρχεται ὅλας τὰς οἰκίας τῶν Γιάννηδων (ἢ τῶν Νικολάκηδων, τῶν Γιώργηδων κτλ.) καὶ νὰ σημειώνῃ δίπλα εἰς τὴν ἐξώπορταν ἢ τὴν σκάλαν, ἐπὶ τοῦ τοίχου, μὲ μικρὸν κάρβουνον, λεπτοτάτην μαύρην γραμμήν, ἓν ἰῶτα, ὁρατὸν εἰς αὐτὸν καὶ μόνον. Τοῦτο τὸ ἔκαμνε διὰ νὰ μὴ λησμονήσῃ κανένα ἑορτάζοντα, ζαλισμένος, ὅπως θὰ ἦτον, κοντὰ τὸ μεσημέρι, ἀπὸ τὰ πολλὰ πιοτά. Ὕστερον, ὅταν ἐξήρχετο τῆς οἰκίας, μετὰ τὴν ἐπίσκεψιν, ἢ καὶ πρὶν εἰσέλθῃ, λίαν ἐπιδεξίως, μὲ κιμωλίαν ἄσπριζε καὶ ἐξήλειφεν ὅσον τὸ δυνατὸν τὴν μαύρην γραμμήν. Ἐφέτος ὅμως ὁ Πέτρος ὁ Γύφταρος ἀπεφάσισε νὰ τὸν ἐβγάλῃ ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν κόπον.

Ἦτο τὴν πρωίαν τοῦ Ἁγίου Νικολάου, καὶ οἱ δύο φίλοι, ὡς εἴπομεν, ἦσαν μαλωμένοι. Ὁ Πέτρος ἤξευρεν ὅτι, ἀφοῦ τὰ εἶχε χαλασμένα μὲ τὸν Ἀποστόλην, οὗτος θὰ ἔκαμνε τὰς ἐπισκέψεις μόνος του, αὐτὸς δέ, ξυπόλυτος ὅπως ἦτον καὶ ἀπεριποίητος, «ἀζήλευτος», δυσκόλως θὰ ἐτόλμα νὰ εἰσέλθῃ εἰς τὰς οἰκίας, καὶ δὲν θ᾽ ἀπήλαυε πολλὰ κεράσματα, οὔτε θὰ ἔπινεν ἀρκετὰ ποτὰ χωρὶς νὰ πληρώσῃ. Κοντὰ στὸν Ἀποστόλην, ὅστις ἦτον οἱονεὶ προστάτης του, ἐπέρνα κι αὐτοῦ ἡ μπογιά του. Τώρα ὅμως, μόνος του, δὲν θὰ ἐκαλοπερνοῦσε πολὺ εἰς τὰς ἐπισκέψεις.

Διὰ νὰ ἐκδικηθῇ τὸν Ἀποστόλην, ἰδοὺ τί τὸν ἐσόφισεν ὁ διάβολος νὰ πράξῃ· τὴν πρωινὴν ἐκείνην ὥραν τοῦ ὄρθρου τῆς ἑορτῆς, τῆς 6ης Δεκεμβρίου, ἐνῷ ὁ Ἀποστόλης, βαίνων ἀπὸ οἰκίας εἰς οἰκίαν, ἐχάραττε τὸ μυστηριῶδες σημεῖόν του εἰς τὸ πλάι ἑκάστης θύρας, ὁ Πέτρος, ἀκολουθῶν αὐτὸν μὲ προφύλαξιν, κρυπτόμενος εἰς τὰς γωνίας καὶ τὰς ρύμας, ἤρχετο κατόπιν του, ἀνεκάλυπτε τὴν μαύρην γραμμήν, τὴν ὁποίαν εἶχε χαράξει ἀρτίως ὁ Καλούμας, καθότι ἔφεγγεν ἤδη ἀρκετὰ ἡ ἀνατέλλουσα ἡμέρα, καὶ μὲ τὴν κιμωλίαν ἐπεσημείωνε καὶ ἄσπριζε τὸ μαῦρον σημεῖον. Ἀλλὰ δὲν ἠρκέσθη εἰς τοῦτο μόνον τὸ ἀρνητικὸν ἔγκλημα· ἠθέλησε νὰ προσθέσῃ καὶ ἄλλην θετικὴν ἐπιβουλήν, καὶ ὅπου ἔτυχεν εἰς τέσσαρα ἢ πέντε σπίτια, ὅπου δὲν ὑπῆρχον Νικολάκηδες ἑορτάζοντες, ἔγραψε μὲ κάρβουνον τὸ σημεῖον ὁποὺ συνήθιζεν ὁ Ἀποστόλης. Οὕτω ἦτο βέβαιος ὅτι ὁ ἀρχαῖος φίλος καὶ νῦν ἐχθρός του, θ᾽ ἀπεπλανᾶτο νὰ εἰσέλθῃ εἰς σπίτια Γεώργηδων ἢ Γιάννηδων ἢ Κωσταντήδων, ὅπου θὰ τὴν ἐπάθαινε… καὶ τότε ὁ Πέτρος, ὅστις θὰ ἐφρόντιζε νὰ βρεθῇ ἐκεῖ σιμά, ἐξ ὅλης καρδίας θὰ ἐγέλα.

*
* *

Τὴν πρωίαν, ὁ Ἀποστόλης, ἀφοῦ εἶχε γυρίσει ὅλον τὸ χωρίον, ἔφθασεν εἰς τὴν βορεινὴν ἐσχατιάν, σιμὰ εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Τζαφέρη. Δίπλα εἰς τὴν αὐλὴν ταύτης ἦτο κολλητὴ μία ἄλλη αὐλόπορτα, τοῦ Νικολάκη τοῦ Κουνιέλη, ὅστις θὰ ἑώρταζε τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ὁ Ἀποστόλης ἔγραψε τὸ μαῦρον ἰῶτα πλησίον τῆς δευτέρας αὐτῆς αὐλόπορτας καὶ ἀπεμακρύνθη.

Μετὰ μίαν στιγμήν, ὁ Πέτρος ἐξῆλθεν ἀπὸ την σκιὰν μιᾶς καμπῆς τῆς ὁδοῦ, ἐπλησίασεν, ἔσβησε μὲ τὴν κιμωλίαν τὸ μαῦρον σημάδι ἀπὸ τὴν θύραν τοῦ Νικολάκη τοῦ Κουνιέλη, ἐχάραξε μαῦρον εἰς τὴν αὐλόπορταν τοῦ Γιάννη τοῦ Τζαφέρη κ᾽ ἔφυγε.

*
* *

Κοντὰ τὸ μεσημέρι, ὁ Ἀποστόλης ἀφοῦ εἶχε φάγει πολλοὺς λουκουμάδες καὶ τηγανίτες στὰ σπίτια καὶ εἶχε πίει ὑπὲρ τὰ εἴκοσι ροσόλια, ρώμια καὶ ρακιά, φέρων ἀδιακόπως τὴν χεῖρα εἰς τὸν κόλπον του, ἐξάγων στραγάλια καὶ μασῶν εἰς τὸν δρόμον, ἔφθασεν εἰς τὴν γειτονιὰν τοῦ Τζαφέρη. Βλέπει τὴν μικρὰν κάθετον γραμμὴν εἰς τὴν θύραν τούτου καὶ ἀδιστάκτως εἰσέρχεται.

Τὴν ἰδίαν στιγμήν, ὁ Πέτρος ὁ Γύφταρος προβάλλει ἀπὸ μίαν γωνίαν ἐκεῖ, πλησιάζει καὶ ἵσταται ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλόπορταν.

― Καλημέρα σας! Καλὴ χρονιά! Χρόνους πολλούς!… Πολλὰ τὰ ἔτη σας! Νὰ χαίρεστε τὸ Νικολάκη σας! Νὰ ζήσετε! Ὅ,τι ἐπιποθεῖτε! Μ᾽ ἕναν καλὸ γυιό, κόρη μου! Νὰ χαίρεστε! Νὰ εἶστε καλά! Νὰ ζήσῃ ὁ Νικολάκης!

Ἠκούετο ἔνδοθεν τῆς αὐλῆς ἐρχομένη, ἠχηρά, ἡ φωνὴ τοῦ Ἀποστόλη. Καὶ μετὰ μίαν στιγμήν, ἀπήντησε γυναικεία φωνή.

― Μή!… Μή!… Μή!… Μὴ μοῦ λερώνῃς τὴ σκάλα! ὄξου, Ἀποστόλη! Τί σοῦ ἦρθε; Μουρλάθηκες, Ἀποστόλη! Τί καληχρονίζεις καὶ καλὸ νὰ μὄχῃς; Τί Νικολάκη μοῦ λές;… Ἐδῶ, δίπλα, γιορτάζει ὁ Νικολάκης ὁ γείτονας… Θὰ ζαλίστηκες, πιστεύω, καημένε, ἀπ᾽ τὰ κεράσματα τὰ πολλὰ ποὺ ἤπιες στὰ σπίτια! Στὸ καλό, Ἀποστόλη!

Εἰς τὴν φωνὴν ταύτην ἀπήντησε μέγας καγχασμὸς ἀπὸ τὸν δρόμον ἔξωθεν. Καὶ συγχρόνως, ὁ Πέτρος ὁ Γύφταρος εἰσώρμησεν εἰς τὴν γειτονικὴν αὐλὴν καὶ τὴν οἰκίαν, ὅπου ἄρχισε νὰ διηγῆται εἰς τοὺς οἰκοκυραίους καὶ τοὺς ἐπισκέπτας τὸ πάθημα τοῦ Ἀποστόλη μετερχόμενος τὸ μέσον τοῦτο ὡς εἰσιτήριον διὰ τὸν ἐαυτόν του, τὸν ξυπόλυτον.

― Καλημέρα, καλὴ χρονιά σας! Νὰ χαίρεστε τὸν Νικολάκη! Ἀκοῦτε, ἀκοῦτε, τί γένηκε ἀπὸ κεῖ, στὴν αὐλὴ τοῦ γείτονά σας, τοῦ Γιάννη! Ὁ Ἀποστόλης, ὁ συνάδελφός μου, μεθυσμένος, ἔκαμε λάθος, κ᾽ ἐμβῆκε στὸ σπίτι τοῦ γείτονά σας τοῦ Γιάννη, ἀντὶ στὸ δικό σας. Ἐβίβα! Νὰ χαίρεστε!… Καλὴ χρονιά!… Αὐτὰ ἔπαθε ὁ Ἀποστόλης, ὁ φίλος μου.

(1902)

http://www.papadiamantis.org/works/58-narration/332-03-41-gia-ta-onomata-1902

ΔΗΜΟΦΙΛΗ