Είναι η βαρβαρότητα που επικρατεί στην δημοσιογραφία, προκαλώντας την οργή της κοινής γνώμης, δοκιμάζοντας τα όρια της κοινωνίας.
του Σπύρου Σουρμελίδη
Ακούστηκαν πράγματα απίστευτα, «έπρεπε να γίνει μια θυσία και πάλι για να φτιάξουν τα πράγματα», «να συγκρίνουμε το Μάτι με τα Τέμπη» και το πιο χυδαίο «δεν πρέπει για ένα κωλοτρένο να χάσει η Ελλάδα το τρένο της εξέλιξης και ο Μητσοτάκης την εξουσία».
Η τραγωδία των Τεμπών ανέδειξε πλήρως τη μονομέρεια, την αλαζονεία των ισχυρών της δημοσιογραφίας, και ως επιχειρηματική δραστηριότητα και ως λειτουργία. Και επειδή δυστυχώς (επιχειρήσεις και μεμονωμένοι δημοσιογράφοι) έδωσαν βήμα στην βαρβαρότητα, προκαλούνται ισοπεδωτικά συναισθήματα για την δημοσιογραφία. Οι επιχειρήσεις αγωνιούν να μην χαθεί η ισορροπία που τους εξυπηρετεί, οι πιο φανατικοί δεν θέλουν να διακινδυνέψει η κυβέρνηση Μητσοτάκη.
Η αγωνία τους εκφράζεται άτσαλα, βάρβαρα,χωρίς καμία συστολή, ούτε καν ως πονηράδα αυτοπροστασίας.
Ο κίνδυνος και η αδικία της συλλογικής ευθύνης.
Η γενίκευση είναι άδικη, είναι έξω από την πραγματικότητα. Το «όλοι το ίδιο κάνετε» οδηγεί στην συλλογική ευθύνη. Και αυτό επίσης
δεν επιτρέπεται να γίνει αποδεκτό, ούτε για την δημοσιογραφία, ούτε για την πολιτική ή για την όποια κοινωνική δραστηριότητα. Δεν ανταποκρίνεται και στην αλήθεια. Υπάρχουν τα ΜΜΕ που για τον όποιο λόγο, προσπάθησαν να αναδείξουν τα θέματα, δεν έκρυψαν τις δράσεις της εξουσίας. Υπάρχουν οι δημοσιογράφοι που δεν ξεπέρασαν τα όρια, δεν προκάλεσαν, ακόμη και αν το μέσο όπου εργάζονται δεν τους αφήνει πολλές δυνατότητες.
Όσοι ποδοπατούν τη δουλειά τους
Δυστυχώς είναι αρκετοί οι δημοσιογράφοι οι οποίοι θεωρούν ότι είναι και αυτοί μέρος του συστήματος εξουσίας, για το οποίο πρέπει να δώσουν τη μάχη τους. Συμμετέχουν με τη ψυχή τους σ’ αυτό, όχι επειδή είναι υποχρεωμένοι για το μεροκάματο. Και αυτό δεν εμφανίστηκε μόνο με την τραγωδία των Τεμπών.
Είναι φαινόμενο των τελευταίων δεκαετιών. Το δημοσιογραφικό προϊόν, σταδιακά αλλά συνεχώς ποδοπατιέται από τους ίδιους τους δημιουργούς του. Επιχειρήσεις-εκδότες και δημοσιογράφους. Η κυνικότητα της άμεσης επίτευξης του σκοπού, που είναι η προπαγάνδα ώστε να προκύψουν τα οφέλη του ΟΜΙΛΟΥ που ελέγχει το Μέσον ή τα οφέλη της ευρύτερης διαπλοκής συμφερόντων, τσαλάκωσε σε επίπεδο αυτοκατάργησης το κάθε ΜΜΕ.
Φάνηκε περίτρανα στην κατάρρευση λόγω της χρεοκοπίας. Πολλά ΜΜΕ κατέρρευσαν λόγω της γενικότερης κρίσης οικονομίας και θεσμών. Ορισμένα όμως καταρρέοντας, συνάντησαν την οργή της κοινωνίας γιατί δεν σεβάστηκαν τον ρόλο τους, ως μέσα ενημέρωσης. Όσοι δημοσιογράφοι είδαν και βλέπουν τον εαυτό τους μέρος του ΟΜΙΛΟΥ, μάχονται δυναμικά ξεπερνώντας τα όρια, αποκαλυπτόμενοι διαρκώς σε ό,τι αφορά στις αληθινές τους προθέσεις.
Κάποιοι, λιγότεροι αλλά με ισχυρή φωνή, έχουν περάσει στο επίπεδο της βαρβαρότητας. Είναι ιεροεξεταστές, δικαστές, αλαζόνες. Αδίκως διαμαρτύρονται επικαλούμενοι την δημοκρατία. Η στάση τους αποτελεί ύβρι για την δημοσιογραφία και για την κοινωνία.
Ο φανατισμός εμφανίζεται και από την αντίθετη πλευρά, από κάποιους που επικρίνουν την κυβέρνηση ή τα κακώς κείμενα. Οδηγούνται και αυτοί σε ισοπεδωτικές απόψεις.
Στις τηλεοπτικές εκπομπές εμφανίζονται δημοσιογράφοι ως εκφραστές παρατάξεων, ένδειξητης κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει. Η αντικειμενικότητα δεν μπορεί να εμφανίζεται υποκριτικά. Είναι σεβαστή η γενικότερη άποψη που έχει ένας δημοσιογράφος, δεν μπορεί όμως να αδιαφορεί για την διάκριση των ρόλων. Το πώς εκπροσωπεί ο καθένας, κάποιον θεσμό, κάποια λειτουργία, δεν είναι τυπικούρα, είναι ουσία. Έχει αξία να ξέρουμε κάθε φορά σε ποιο μετερίζι βρισκόμαστε.
Μόνο στην Ελλάδα επιτρέπεται να είναι κάποιος το πρωί στα γραφείο Τύπου ή δημοσίων σχέσεων και το απόγευμα να λέει ειδήσεις και να κάνει ρεπορτάζ. Μόνο στην Ελλάδα μπορούν σύζυγοι υπουργών να ελέγχουν τομείς της ενημέρωσης εμφανώς και στηνπρώτη γραμμή. Και αυτό αφήνει περισσότερο έδαφος στην παραχάραξη ρόλων και εκπροσώπησης.
Αυτή την ώρα όμως δυστυχώς βρισκόμαστε μπροστά στην βαρβαρότητα. Και είναι αυτή που σκεπάζει όλα τα άλλα, όλες τις βασικές αξίες ή τις ευαίσθητες λεπτομέρειες.