Η κατάργηση του Glass-Steagall Act, η Lehman Brothers και η Silicon Valley Bank…
Όταν ο τ. ΠτΔ Προκόπης Παυλόπουλος από το 2013 αποκάλυπτε αυτό που σήμερα είναι κοινός τόπος στις ΗΠΑ: Το νεοφιλελεύθερο «έγκλημα» της κατάργησης της διάκρισης μεταξύ «εμπορικών» και «επενδυτικών» τραπεζών.
Με τεράστια καθυστέρηση σήμερα, και ύστερα από την τραπεζική κρίση που άνοιξε η «Silicon Valley Bank (SVB)» και εξαπλώνεται παγκοσμίως δημιουργώντας σφοδρούς κλυδωνισμούς στο διεθνές τραπεζικό σύστημα, οι σπουδαιότεροι οικονομολόγοι των ΗΠΑ βρίσκουν, επιτέλους, την ρίζα του κακού: Την κατάργηση της διάκρισης, το 1999 επί Clinton, μεταξύ «εμπορικών» και «επενδυτικών» τραπεζών κάτω από την εμφάνιση ακραίων νεοφιλελεύθερων αντιλήψεων.
Ας θυμηθούμε όμως ότι το 2013, στις παραδόσεις στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Δημόσιου Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και ύστερα, το 2017 ως εν ενεργεία ΠτΔ, ο Προκόπης Παυλόπουλος είχε εκτενώς αναδείξει το φαινόμενο αυτό (βλ. το βιβλίο του «Η δημόσια υπηρεσία», εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2017, σελ. 25 επ.). Ήταν τότε που ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η παρέα του τον κατηγορούσαν δημοσίως για «αριστερές θέσεις» που βρίσκονται απέναντι στον φιλελευθερισμό!!
Αναδημοσιεύουμε σήμερα το πλήρες κείμενο των τότε θέσεων του Προκόπη Παυλόπουλου:
«Β. Η κοινωνικοοικονομική «ιδεολογία» του Συντάγματος στη δίνη της νεοφιλελεύθερης στρέβλωσης του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος.
Τα τελευταία χρόνια, η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία -επέκεινα δε και η δικαστική εξουσία στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας της κατά τον έλεγχο των δύο άλλων εξουσιών- καλούνται να μετουσιώσουν σε θεσμική πράξη την κατά τ’ ανωτέρω κοινωνικοοικονομική «ιδεολογία» του Συντάγματος, μέσα σ’ ένα οικονομικό πλαίσιο παραμορφωτικής στρέβλωσης του κλασικού καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Στρέβλωσης, η οποία έχει τις ρίζες της στην καταλυτική επιρροή των ρευμάτων του νεοφιλελευθερισμού και, συνακόλουθα, των βασικών του θέσεων αφενός περί δυνατότητας «αυτορρύθμισης» της αγοράς. Και, αφετέρου, περί σταδιακής «απορρύθμισης» των παρεμβατικών τάσεων του κράτους που οδηγούν στην δημιουργία ενός οργανωμένου δημόσιου τομέα. Ιδίως δε των τάσεων εκείνων που αφορούν την υποδομή του κοινωνικού κράτους δικαίου. Ειδικότερα, η προαναφερόμενη στρέβλωση είναι απόρροια και της βασικής επιδίωξης του νεοφιλελευθερισμού να προκαλέσει πλήρη ανάπτυξη των αγορών χρηματοπιστωτικών προϊόντων, ανατρέποντας το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς κρατικού, lato sensu, ελέγχου των αντίστοιχων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Και μάλιστα κατά προκλητική υποτίμηση της δραματικής εμπειρίας του κραχ του 1929. Η πορεία ανατροπής του ως άνω νομοθετικού καθεστώτος ελέγχου των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων ακολούθησε, grosso modo, την εξής διαδρομή:
α) Υπενθυμίζεται ότι ο νόμος Glass–Steagall ίσχυσε στις Η.Π.Α. μετά το 1933, με στόχο την προστασία της αμερικανικής οικονομίας από χρηματοπιστωτικές εκρήξεις ανάλογες εκείνης του 1929. Την προστασία αυτή επιτύγχανε το κατά τ’ ανωτέρω νομοθέτημα μέσ’ από την εμπέδωση της «τραπεζικής πίστης», δια της οδού της διασφάλισης των καταθέσεων ακόμη και σε περίπτωση χρεοκοπίας μιας τράπεζας. Το νόμο Glass–Steagallσυμπλήρωσαν, στην συνέχεια, επιμέρους κανονισμοί λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος οι οποίοι, μεταξύ άλλων, οδήγησαν και στην καθιέρωση της βασικής διάκρισης μεταξύ «εμπορικών τραπεζών» και «επενδυτικών τραπεζών», με τις πρώτες ν’ αποτελούν την «ατμομηχανή» στην πορεία κατοχύρωσης της «τραπεζικής πίστης»: Οι εμπορικές τράπεζες, επειδή στηρίζονται στις καταθέσεις αποταμιευτών, οφείλουν να τηρούν αυστηρούς κανόνες και ως προς τα δάνεια τα οποία χορηγούν και ως προς τις λοιπές επενδύσεις, στις οποίες προβαίνουν, για να είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμες ν’ ανταποκριθούν και στις πιο μαζικές αναλήψεις. Ενώ οι επενδυτικές τράπεζες, ως μη βασιζόμενες τόσο στις καταθέσεις όσο σ’ επενδυτικά σχέδια για τους πελάτες τους -οι οποίοι αναλαμβάνουν έτσι και τον σχετικό κίνδυνο- λειτουργούν με χαλαρότερους χρηματοπιστωτικούς κανόνες, που ανέχονται την εκ μέρους τους διακινδύνευση βραχυπρόθεσμων ή και μακροπρόθεσμων επενδύσεων κάθε μορφής.
β) Οι προαναφερόμενοι κανονισμοί διατήρησαν, σε γενικές τουλάχιστον γραμμές, και τον κανόνα της «κεφαλαιακής επάρκειας» ιδίως των εμπορικών τραπεζών. Ήτοι τον κανόνα ότι μια εμπορική τράπεζα -αντιθέτως προς την εντελώς σχετικοποιημένη παρουσία τέτοιων κανόνων στο πεδίο των επενδυτικών τραπεζών- οφείλει να εγγυάται, κατά συγκεκριμένο ποσοστό καθοριζόμενο κάθε φορά θεσμικώς, την αξία του συνόλου των καταθέσεων που δέχεται με την αξία των κάθε είδους περιουσιακών στοιχείων, τα οποία της ανήκουν. Έτσι ο καταθέτης, ο οποίος είναι ο κύριος τροφοδότης της εμπορικής τράπεζας μέσω των καταθέσεών του, είναι βέβαιος για την ασφαλή τοποθέτηση της κατάθεσής του, ακόμη κι αν η τράπεζα χρεοκοπήσει, αφού η τραπεζική πίστη είναι δεδομένη στη βάση των ίδιων τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, πέρα κι έξω από την συμβολή των καταθέσεων στο συνολικό κεφάλαιό της.
γ) Μόλις όμως ξεκίνησε η προεδρία του Ronald Reagan, το 1980, και υπό τηνακατάσχετη επιρροή νεοφιλελεύθερων χρηματοπιστωτικών αντιλήψεων, η διάκριση μεταξύ εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών άρχισε να καταργείται στην πράξη.
γ1) Την αφετηρία σηματοδότησε το 1982 ο νόμος Garn–St Germain, τον οποίο ο ίδιος ο Reagan, οπαδός της νεοφιλελεύθερης «απορρύθμισης» στην οικονομία, χαρακτήρισε ως «το πρώτο βήμα ενός ολοκληρωμένου προγράμματος χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης». Με το νόμο αυτόν «χαλάρωσαν» οι περιορισμοί του νόμου Glass–Steagall του 1933 ως προς τα είδη δανείων που μπορούν να χορηγούν οι εμπορικές τράπεζες, φυσικά προς την κατεύθυνση δανείων υψηλότερου χρηματοπιστωτικού κινδύνου.
γ2) Την «ταφόπλακα» στη διάκριση μεταξύ εμπορικών κι επενδυτικών τραπεζών έβαλε επί της προεδρίας του ο Bill Clinton, όταν πλέον και κατάργησε όλους, σχεδόν, τους κανονισμούς, οι οποίοι θεσμοθετούσαν την διάκριση αυτή (νόμος Gramm–Leach–Bliley του 1999). Και κάπως έτσι στις ΗΠΑ -και όχι μόνο, λόγω της τεράστιας επιρροής του αμερικανικού τραπεζικού συστήματος στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό γίγνεσθαι- και οι εμπορικές τράπεζες μπήκαν για τα καλά στους «πειρασμούς» εξαιρετικά επικίνδυνων επενδυτικών συμπεριφορών. Σήμερα ο Barak Obama επιχειρεί να γυρίσει πίσω, στις ρίζες της προμνημονευόμενης διάκρισης που, το 1933, στήριξε την τραπεζική πίστη στις ΗΠΑ.
α) Η ΕΚΤ δεν έχει τις ουσιαστικές εκείνες αρμοδιότητες -και τ’ ανάλογα μέσα- οι οποίες θα της επέτρεπαν ν’ αντιδράσει αποτελεσματικώς στις κερδοσκοπικές επιθέσεις των «αγορών» εναντίον των κρατικών ομολόγων των μελών της Ευρωζώνης, κι όχι μόνον. Ιδίως δε στερείται της δυνατότητας έκδοσης «ευρωομολόγου» οιασδήποτε μορφής, πράγμα το οποίο σηματοδοτεί και το πιο χαρακτηριστικό μειονέκτημά της έναντι της Fed.
β) Παρά τις σχετικώς πρόσφατες θεσμικές παραβάσεις στο πεδίο του πρωτογενούς και παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου, ο έλεγχος της ΕΚΤ επί του τραπεζικού συστήματος των κρατών-μελών της Ευρωζώνης παραμένει μάλλον χαλαρός. Και ως προς το γερμανικό τραπεζικό σύστημα, όπως προεκτέθηκε, ουσιαστικά αναιμικός.
α) Μια τέτοια «απελευθέρωση» έχει οδηγήσει και στην «απελευθέρωση» τηςσύναψης επενδυτικών συμβάσεων, οι οποίες προσφέρουν δήθεν «επενδυτικές ευκαιρίες», με την μορφή αμιγώς στοιχηματικού χαρακτήρα «επενδυτικών προϊόντων». Ήτοι προϊόντων που εξυπηρετούν κερδοσκοπικούς στόχους, οι οποίοι κινούνται συνήθως στα όρια του οικονομικού τυχοδιωκτισμού. Οι κίνδυνοι από την, ολοένα εντεινόμενη μάλιστα, διακίνηση των προϊόντων αυτών είναι τόσο περισσότερο ορατοί, όσον η απουσία πλέον του κρατικού ελέγχου επί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων δεν επιτρέπει, κυρίως στους μικρότερους από πλευράς οικονομικής δύναμης επενδυτές, να γνωρίζουν αν και κατά πόσον τα κατά περίπτωση χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διαθέτουν πραγματικά τ’ απαιτούμενα κεφάλαια για την κάλυψη των in concretoαναλαμβανόμενων εκ μέρους τους χρηματοπιστωτικών κινδύνων.
β) Και μάλλον ματαίως -τουλάχιστον ως τώρα- επιχειρείται, προς διόρθωση των προεκτεθέντων μειονεκτημάτων του νεοφιλελεύθερου χρηματοπιστωτικού προτύπου, η θέσπιση κανόνων επιστροφής στο προγενέστερο προστατευτικό νομοθετικό καθεστώς, ιδίως ως προς την κεφαλαιακή επάρκεια των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Και τούτο διότι τα υιοθετούμενα θεσμικά μέσα δεν διαθέτουν την απαιτούμενη κανονιστική αποτελεσματικότητα. Συγκεκριμένα, τα μέσα αυτά φέρουν περισσότερο τα χαρακτηριστικά οιονεί «πολιτικών αποφάσεων», και όχι τόσο κανόνων που ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις μιας lex perfecta. Άκρως αντιπροσωπευτικά της ως άνω τραυματικής χρηματοπιστωτικής εμπειρίας είναι, για την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, τα παραδείγματα των Κανονισμών 236/2012, ως προς την ρύθμιση των συμβολαίων ανταλλαγής κρατικού πιστωτικού κινδύνου. Και 648/2012, ως προς τα παράγωγα συμβόλαια που έχουν ως αντικείμενο την αντιμετώπιση των κινδύνων κρατικών χρεωστικών τίτλων».