Tα Δέντρα, λέει μια παράδοση, «έχουνε ψυχή κι ακούνε και νιώθουνε… Γι’ αυτό, λένε, μια βολά που κοβ’ ένας ένα δέντρο, τ’ άκουγε που βόγγαγε κάθε τσεκουριά που το βάραγε. Και το παράτησ’ ο άνθρωπος και το ‘βανε στα πόδια.». H αφήγηση, που με πλήθος παραλλαγές συναντιέται σχεδόν σε όλους τους λαούς και εποχές, δεν αποσκοπεί μόνο να συνετίζει όσο, κυρίως, να μεταφέρει το αρχέγονο δέος και τον επιβαλλόμενο σεβασμό προς ένα ξεχωριστό πλάσμα της φύσης.
H ιδέα ότι το δέντρο ανήκει στην αμφίβολη και υποβλητική σφαίρα ύπαρξης ανάμεσα στον κόσμο των εμψύχων και στο φυτικό κόσμο, είναι παλαιότατη. Hταν ήδη αρχαία όταν, στις αρχές του 3ου αι. π.X., ο Καλλιμάχος έγραφε τον Yμνο στη θεά Δήμητρα: «Tις μοι καλά δένδρεα κόπτει;», ρωτά η θεά – ποιος είναι ο βέβηλος που κόβει την ιερή βελανιδιά της; Hταν ο Eρυσίχθων, που είχε μπει το ιερό άλσος της, όπου υπήρχαν «πίτυς, μεγάλαι πτελέαι και όχναι» – πεύκα, φτελιές μεγάλες και αχλαδιές. Στα χτυπήματα του τσεκουριού η βελανιδιά, δέντρο πελώριο με κορμό δεκαπέντε οργιές χοντρό, αναστέναξε κι από την πληγή έτρεξε αίμα· και η νύμφη που ζούσε μέσα του, πεθαίνοντας μαζί του, προέβλεψε την τιμωρία του ιερόσυλου Ερυσίχθονα, που ήταν να δέρνεται ακατάπαυστα από αιώνια πείνα.
Η ανάθεση δένδρων και αλσυλλίων ή δασών σε ιερά αποτελεί έμμεση πρόνοια για την προστασία τους από την αλόγιστη ξύλευση. Η σύνδεση των δέντρων με θεούς, ημίθεους και νύμφες απηχεί αυτήν την πρόνοια, τον σεβασμό και την αγάπη προς τα δέντρα, που, βουβά καθώς είναι, δεν μπορούν να υπερασπιστούν την ύπαρξή τους. Τα δέντρα που ανήκαν σε ιερά από την αρχαιότητα, εκκλησιαστικά και μοναστηριακά δέντρα στα χριστιανικά χρόνια, προστατεύονταν από την κοπή και την κακοποίηση. Oι παραδόσεις τονίζουν εμφατικά την τιμωρία των βέβηλων.
Δέντρα στοιχειωμένα
Kάθε που γίνεται λόγος για δέντρα με ψυχή ο νους πάει στη «Βασιλική δρυ» του Παπαδιαμάντη, στο «…περικαλλές δένδρον, μεμονωμένον, πελώριον… την άνασσα του δρυμού, δέσποινα αγρίας καλλονής, βασίλισσαν της δρόσου…», με την «κορυφήν της βαθύκομον ως στέμμα παρθενικόν, διάδημα θείον», αυτό που στο εναργές όνειρό του το είδε ο Σκιαθίτης ως γυναίκα, «κόρη ερατεινή, Αμαδρυάδα» ενσαρκωμένη στην πελώρια βελανιδιά. O αφανισμός του δέντρου από τον «σχωρεμένο το Βαργένη, που δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του, όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα…» είχε σαν αποτέλεσμα «σαν το ‘κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε. Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο.».
O Ν. Γ. Πολίτης διασώζει ανάλογη παράδοση για τη νεράιδα της ιτιάς, από την Αλωνίσταινα Μαντινείας: «Στης Μηλιάς τον κάμπο, στ’ αμπέλια κοντά στην Τουρκόβρυση, ήτανε νια ετιά. Ο συχωρεμένος ο Δημητράς… ανέβηκ’ ένα μεσημέρι να κόψει κλάρες… Hτανε μοναχός, κι έκοψε δυο τρεις κλάρες, ακούει και σειέται η ετιά και σκούζει, «Ωχ! Εγώ ‘μαι, η ετιά. Γιατί με κόβεις; Βάνε στη στιγμή τούς κλώνους στη θέση τους». Ο άνθρωπος που άκουσε το δέντρο να μιλάει, εκατέβηκε λιγοθυμισμένος. Σε τρεις μέρες επέθανε…» (Παραδόσεις, τ. Α΄, 1904, σ. 178-9, αρ. 326).
«Τα μεγάλα και παλαιά δέντρα είναι στοιχειωμένα, και οι άνθρωποι αποφεύγουν να κάθωνται πολλήν ώρα αποκάτω σ’ αυτά, ή να κοιμώνται στον ήσκιο των, για να μην πάθουν. Και όταν κόβουν κανένα απ’ αυτά οι ξυλοκόποι και το ιδούν πως γέρνει να πέσει, πέφτουν μπρούμυτα καταγής και δε βγάνουν μιλιά, για να μην τους εννοήσει η ψυχή του δέντρου, όταν θα βγαίνει, πως είναι εκεί, και καθώς είναι αγαναχτισμένη τους λαβώσει. Και στον κορμό στη μέση όταν κόβουν βάνουν μια πέτρα για να εμποδιστεί να μην έβγει με ορμή η ψυχή του δέντρου. Τι αλλιώς θα τους κάμει κακό και θα τους κοψομεσιάσει…» (ό.π., σ. 177-178, αρ. 324).
Yπήρχε επίσης η δοξασία ότι όποιος φυτέψει στοιχειωμένο δέντρο θα πεθάνει: «Πολλά δέντρα θεριακωμένα και μοναχικά είναι στοιχειωμένα, και τα φυλάνε το καθένα το στοιχειό του, γι’ αυτό κανείς δεν κοττάει να τα πειράξει. Και γνωρίζεται εύκολα ποιο δέντρο στοιχειώνει, γιατί πρόωρα μεγαλώνει και δυναμώνει πολύ. Oποιος φυτέψει τέτοιο μεγάλο δέντρο θα πεθάνει, γιατί χωρίς άλλο θα τον πνίξει το στοιχειό.».
Tέτοιο δέντρο είναι η καρυδιά, που με τους βαρείς χυμούς που διατρέχουν τις φλέβες της κάνει -όπως και η συκιά κι η ακακία- ίσκιο βαρύ και ανθυγιεινό. Tη βαραίνει, λέει, κατάρα, γιατί «… μαθές, σαν κρεμάσανε τον Χριστό ο Ιούδας ένιωσε τι πράμα είχε καμωμένο και δεν τ’ άντεξε η καρδιά του. Είδε και απόειδε, λέει, και πήε να κρεμαστεί. Δω-κει, δω-κει βρίσκει μια γερή καρυδιά και δένει το σκοινί και κρεμιέται. Κι’ από τότενες, λένε, η καρυδιά έχει ήσκιον βαρύ.» aλλά και τη συκιά «…τηνε καταράστηκε κι ο Χριστός ο ίδιος… Μια βουλά ο Χριστός πάγαινε στη στράτα με τους μαθητές του. Δεν είχανε κουμάντο (φαγητό μαζί τους). Πείναε ο Χριστός και ζύγωσε σε μια συκιά να φάει κάνα σύκο. Τηράει δω, τηράει κει ολόυρα το δέντρο, μα δε βρίσκει σύκο πουθενά. Και τότενες, λέει, την καταράστη, κι η συκιά ξεράθηκε. Κι από τότενες, λέει, ο ήσκιος της συκιάς είναι βαρύς κι άμα πας να γύρεις ‘πο κάτου σε πιάνει το κεφάλι.».
H δύναμη του «στοιχειού»
Κλαδιά δέντρων, διαφορετικά κατά περίσταση, χρησιμοποιούνται στη διάρκεια της χρονιάς για στολισμό, επίτευξη γονιμότητας, προστασία από τη βασκανία και γενικά για ευεργετική επίδραση σε ανθρώπους, ζώα και κτήματα. H ελιά, σύμβολο μακροβιότητας, γονιμότητας και ευτυχίας, εξακολουθεί να έχει τη μεγαλύτερη χρήση στα κρίσιμα περάσματα του κύκλου της ανθρώπινης ζωής (γέννηση και θάνατο) αλλά και του κύκλου του χρόνου: Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Πρωτομαγιά κ.λπ. Αλλά και το πουρνάρι, η καρυδιά, η κρανιά, η μηλιά κ.ά. χρησιμοποιούνται επίσης στον ετήσιο κύκλο.
Την παραμονή των Χριστουγέννων, αρχή του Δωδεκαήμερου, στα σπίτια άναβαν και κρατούσαν συνεχώς αναμμένη όλο το Δωδεκαήμερο, τη φωτιά στην εστία για να διώχνει τους καλλικάντζαρους. Διάλεγαν ξύλα που αργούν να καούν, ακόμη και χλωρά, και τα «πάντρευαν». O αριθμός τους συμβολίζει τον νοικοκύρη του σπιτιού ή το αντρόγυνο κ.λπ. Στα aγραφα «… βάνουν ξύλο αγριοκερασιάς για στοίχειωμα της νοικοκυράς και κέδρου για στοίχειωμα του νοικοκύρη…»· στη Λευκάδα, αφού τοποθετήσουν στη γωνιά δυο ξύλα (ένα μεγάλο, ίσιο, αρσενικό, και ένα με παραφυάδες, θηλυκό), χύνουν επάνω σ’ αυτά λίγο λάδι και κρασί ψάλλοντας… «Ευλογητός ει, Κύριε», (ο νοικοκύρης) ανάβει τα ζευγαρωμένα ξύλα.
Tην Πρωτοχρονιά, στην Hπειρο ρίχνουν στη φωτιά κλαδί πρίνου, λέγοντας: «… όσα φύλλα και κλαριά, τόσα γρόσια και φλουριά.», ενώ στη Μάδυτο «θέτουν κλάδον ελαίας ως σημείον υγείας, φλουριά ως σημείον ευτυχίας…». Στην Κίο το βράδυ της παραμονής «… ο νοικοκύρης (έπαιρνε) το κλωνί το ελαιόδεντρο… και το κάρφωνε στον άγιο Βασίλη (την ψημένη πίττα) επάνω κ’ έλεγε: «Χρόνια πολλά. Με το καλό να μπη άη Βασίλης…»».
Kατά τη διάρκεια των πρωτοχρονιάτικων αγερμών, στην περιφέρεια Αδριανουπόλεως τα παιδιά «γύριζαν τα σπίτια μ’ ένα κλαδί κρανιάς (σουρβάκι) και σούρβιζαν, δηλ. κτυπούσαν τον νοικοκύρην και τους οικείους εις την ράχιν, λέγοντα: «Σούρβα, σούρβα, γερό κορμί, γερό κορμί, γερό σταυρί…»». Στη Σινώπη «μόλις ξημερώση την Αρχιχρονιά… ένα κορίτσι έπαιρνεν ένα κομμάτι δάφνα κ’ επήγαινε στα συγγενικά σπίτια να καλαγγιάση το οτσάκι… Πήγαινε ίσια στο τζάκι, έρριχνε τη δάφνα μέσ’ στη φωτιά και καούντανε κ’ έλεγε: «Και του χρόνου, καλές δουλειές»…».
Tην ημέρα των Βαΐων, για να στολίσουν τις εκκλησίες και να μοιράσουν τα βάγια στους εκκλησιαζόμενους, χρησιμοποιούν δάφνες, φοίνικες και ελιές. Στο Λοζέτσι της Ηπείρου, «όσες νύφες γίνουν τη χρονιά μέσα, όλες θα παν του Λαζάρου για τα βάγια. Κάθε νύφη στολίζεται με πράσινο φόρεμα, σαν το χρώμα της βάγιας, και με κόκκινη μάλλινη φούστα από μέσα… Πριν να κινήση η νύφη με τη συνοδεία της, έχει στείλει την κουνιάδα της και την αδερφή της, κορίτσια ανύπαντρα -όχι παντρεμένα, να ‘χουν και μάννα και πατέρα- και πηγαίνουν στο λόγγο. Κόβουν ένα φόρτωμα βάγια… και τα πηγαίνουν (τραγουδώντας) στ’ Αλωνάκι, όπου περιμένουν οι νύφες…».
Tο μαγιόξυλο
Tην Πρωτομαγιά σε πολλά μέρη συνηθίζεται το κύλισμα γυναικών και κοριτσιών πάνω στη χλόη, η περίζωση της μέσης με λυγαριά κ.ά., και ο εναγκαλισμός χονδρών δένδρων. Στη Μεσημβρία «οι γυναίκες dη bρωτομαγιά γέντασ’ παρέες – παρέες… και χορεύανε, τραβουδούσανε κ’ ένα: Καλόγερε τ’ αδράχτια σου και άλλα τραβούδια, που ελέγανε και τις αποκριές… Είχανε και μια βηλάρα (φαλλόν) καμωμένη με ξύλο, dη στολίζανε με πρασινάδες και με λουλούδια και dη σερβίριζε η μια στην άλληνα και dην λέγανε Μάιο». Στην Κοζάνη «κόπτουν λυγαριάν και την τυλίσσουν περί την οσφύν, διά να γίνουν ευλύγιστοι, αγκαλιάζουν χονδρά δένδρα, διά να παχύνουν και ζήσουν, ως εκείνα, πολλά έτη». Αλλού, τα παιδιά ή και άνδρες γυρνούν την Πρωτομαγιά από σπίτι σε σπίτι κρατώντας το «μαγιόξυλο», κλαδί από κυπαρίσσι ή άλλο δένδρο, ή περιάγουν το «Mαγιόπουλο», άνδρα ή παιδί στολισμένο με άνθη. Στην Πάργα «… γύριζαν τα σπίτια και τραγουδούσαν το τραγούδι του Μαΐου, στεφανωμένα με λουλούδια και κρατώντας στα χέρια τους μεγάλους κλώνους πορτοκαλιάς ή νεραντζιάς, γεμάτους άνθη…».
Tης Πεντηκοστής στη Θράκη «καθανίνας παγαίν’ στην εκκλησιά μ’ ένα κλωνί καρυδιά στο χέρ’, για να το βάν’ να γονατίσ’ απάν’. Είναι η μέρα που περνάνε οι ψυχές τση Τρίχας το ιοφύρ’ κι όσες είναι καθαρές μπαίν’ νε στο bαράδεισο, ειδεμή πέφτ’νε μέσ’ στ’ gόλασ’».
Αικ. Πολυμερου-Kαμηλάκη
Διευθύντρια του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών
[Καθημερινή]