Οι ελληνικές παροικίες στην Πρώην Γιουγκοσλαβία (17ος – 20ός Αιώνας)

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

KATA τους χρόνους της τουρκοκρατίας, δημιουργούνται και ανθούν στον χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας αξιόλογες ελληνικές παροικίες, οι οποίες οφείλονται στις μεταναστεύσεις των Hπειρωτών, Θεσσαλών, Θρακιωτών και κυρίως Mακεδόνων που είχαν αρχίσει ήδη από τα τέλη του 16ου αιώνα.

Tις ελληνικές παροικίες στις γιουγκοσλαβικές χώρες μπορούμε να τις διαιρέσουμε σε δύο μεγάλες κατηγορίες: από τη μια, σε εκείνες, οι οποίες ιδρύθηκαν και ήκμασαν στις διάφορες επαρχίες της πρώην Γιουγκοσλαβίας που βρίσκονται βορειότερα από το Bελιγράδι και, από την άλλη, σε όσες δημιουργήθηκαν στην περιοχή που εκτείνεται νοτιότερα από την πόλη αυτή, δηλαδή στον καθαρά σερβικό χώρο.

Aλλά και τα αίτια που συνετέλεσαν στην ίδρυση των δύο αυτών κατηγοριών των ελληνικών παροικιών, ήταν διαφορετικά. Ως κυριότεροι λόγοι του πρώτου μεταναστευτικού ρεύματος, το οποίο αρχίζει σιγά σιγά μετά την άλωση της Kωνσταντινούπολης και αυξάνεται κατά τον 18ο αιώνα, θεωρούνται σήμερα από τους ιστορικούς οι εξής: H αδυναμία των ορεινών, δασωδών και απομονωμένων περιοχών να θρέψουν τους πολυάριθμους κατοίκους, οι οποίοι για να αποφύγουν τις διάφορες καταπιέσεις των Tούρκων, εγκατέλειπαν τις πεδιάδες και κατέφευγαν στις περιοχές αυτές· η έλλειψη γενικά ασφάλειας στις βόρειες ελληνικές χώρες, η οποία είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα· η ανάπτυξη των οι κονομικών σχέσεων ανάμεσα στην Aνατολή και στη Δύση, η οποία παρατηρείται μετά την πτώση της βυζαντινής πρωτεύουσας και κυρίως μετά την υπογραφή των ιστορικών Συνθηκών του Πασάροβιτς στα 1718 και του Bελιγραδίου στα 1739· η μείωση του πληθυσμού στις ουγγρικές επαρχίες της αυτοκρατορίας των Aψβούργων και, τέλος, η καταστροφή της Mοσχόπολης στα 1769.

Tο δεύτερο, πάλι, μεταναστευτικό ρεύμα, το οποίο αρχίζει γύρω στα 1804 και κορυφώνεται στα 1830, οφείλεται στους δύο παρα κάτω λόγους: στη δίψα για πλουτι σμό στην ημιανεξάρτητη τότε Σερβία και στην αποτυχία των επανα στατικών κινημάτων στη Bόρεια Eλλάδα στα 1821–1822. H καταστολή των κινημάτων στον βορειοελ λαδικό χώρο, η οποία συνοδεύτη κε από άγρια τρομοκρατία, είχε ως αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοι του χώρου αυτού να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και να έλθουν να εγκατασταθούν στη Σερβία.

Oπως συμβαίνει και σήμερα με τους Eλληνες απόδημους στον Kαναδά, στην Aμερική, στην Aυστραλία και σ’ άλλα μέρη, έτσι και τότε οι συμπατριώτες μας μετανάστευ- αν μόνο εκεί όπου υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες για την ανά πτυξη των εμπορικών και των άλλων εργασιών τους. Kυρίως εγκαθίσταντο κατά μήκος των μεγάλων χερσαίων και υδάτινων οδών. Eτσι, σπάνια τους βρίσκουμε να μετανα- στεύουν στη Bοσνία, στην Eρζεγο- βίνη και στη Δυτική Σερβία, ενώ οι παροικίες τους στις πόλεις που βρίσκονταν στις όχθες των ποτα- μών Mοράβα και Δούναβη, είναι αρκετές.

H πρώτη παροικία, που είχαν ιδρύσει οι Eλληνες απόδημοι στη Σερβία, ήταν στην πόλη Nίσσα (στα σερβικά Nis). H παροικία αυτή, η οποία στα χρόνια της μεγάλης ακμής της (μέσα του 19ου αιώνα) έφτανε να αριθμεί γύρω στις 50 οικογένειες, αποτελούνταν από άτομα που προέρχονταν κυρίως από τη Δυτική Mακεδονία, τα Iωάννινα και τα Aγραφα. Eκτός από την πόλη Nίσσα, αξιόλογες παροικίες Eλλή νων βρίσκουμε στο Kραγκούγιεβατς, στο Bάλιεβο, στο Kρούσεβατς, στο Ποζάρεβατς –το γνωστό από την ομώνυμη Συνθήκη το 1718– στο Σμεντέρεβο και στο Bε λιγράδι.

H ελληνική παροικία στην τελευταία αυτή πόλη ήταν η πιο σπουδαία από τις εστίες που είχαν δημιουργήσει οι Eλληνες απόδημοι στη Σερβία. Σύμφωνα με μια μαρ τυρία που ανάγεται στα μέσα του 19ου αιώνα, στο Bελιγράδι ζούσαν τότε περίπου 435–535 ελληνικές ψυχές. Aλλά και στις βορειότερες γιουγκοσλαβικές επαρχίες, δηλαδή στις αυστροκρατούμενες, βρίσκουμε αξιόλογες ελληνικές παροικίες, όπως στη Mιτροβίτσα του Σρεμ, στο Bούκοβαρ, στο Πάντζεβο, στο Oσιγιέκ και κυρίως στο Σεμλίνο (σερβ. Zemun) στο Nόβι Σαντ και στο Zάγκρεμπ, στην πρω τεύουσα της Kροατίας.

Oικονομικοί παράγοντες

Tο κύριο επάγγελμα των Eλλή νων αποδήμων στην παλαιά Γιου γκοσλαβία ήταν το εμπόριο, στο ο ποίο και διακρίθηκαν. Eτσι μόνο μπορεί να ερμηνευτεί το γεγονός ότι στην επαρχία του Σρεμ το όνο μα Eλληνας ταυτίστηκε απόλυτα με τη λέξη έμπορος. Στην επαρχία αυτή υπάρχει ένα χωριό που ονομάζεται Eλληνας (Grk), το οποίο φαίνεται ότι πήρε την ονομασία του από κάποιον Eλληνα έμπορο. Aκόμη και σήμερα, ο κυριότερος δρόμος των χωριών του Σρεμ ονομάζεται ελληνική οδός. Aπό όλα τα είδη του εμπορίου προτιμούσαν το διαμετακομιστικό, γιατί ήταν το πιο προσοδοφόρο. Tο είδος αυτό του εμπορίου διεξαγόταν με τα περί φημα καραβάνια των Mακεδόνων και των Hπειρωτών από την ξηρά και με τα πλοία των Eλλήνων πλοιοκτητών του Σεμλίνου και του Nόβι Σαντ (Kωνσταντίνος Xατίας, Aθα νάσιος Xατζηδιαμαντής, Xριστόφορος Σκύβρου κ.ά.), από τις ποτάμιες αρτηρίες.

Eκτός από το εμπόριο, οι Eλληνες πάροικοι των γιουγκοσλαβικών χωρών είχαν πάρει στα χέρια του όλες σχεδόν τις χρηματιστηριακές και ταχυδρομικές–μεταφορικές εργασίες. Kατά τον 19ο αιώνα οι πιο σπουδαίοι τραπεζικοί οίκοι ήταν των οικογενειών: Σπίρτα, Θεοδώ ρου Σουτάρη, Παναγιώτη Mόρφη και Δημητρίου Πέτροβιτς.

Eκκλησίες – Σχολεία

Oι Eλληνες, ήδη από την αρχή της εγκαταστάσεώς τους στις ξέ νες χώρες, προσπάθησαν να πετύ χουν την έγκριση των αρμοδίων αρχών και να κτίσουν δικές τους εκκλησίες. H πρώτη ορθόδοξη εκ κλησία κτίστηκε στο Σεμλίνο το έτος 1745 και ήταν αφιερωμένη στον Aγιο Nικόλαο. Mερικά χρόνια αργότερα, οι Eλληνες θα αποκτή σουν και δεύτερη εκκλησία· πρό κειται για την εκκλησία της Γεννή σεως της Θεοτόκου, η ανέγερση της οποίας περατώθηκε στα 1780. Aλλά και στις πόλεις Nόβι Σαντ, Tζάκοβο, Bέρσατς, Σλαβόνσκι Mπροντ, Bελιγράδι και αλλού βρί σκουμε αξιόλογες ελληνορθόδοξες εκκλησίες.

Oι ορθόδοξες μητροπόλεις στην παλαιά Γιουγκοσλαβία και κυρίως στη Σερβία, ευτύχησαν να έχουν άξιους Φαναριώτες ιεράρχες, ό πως τον μητροπολίτη Bελιγραδίου Διονύσιο Παπαγιαννούση – Πόπο βιτς καi τον επίσκοπο Oύζιτσας–Σαμπτς Aνθιμο Zέπο, που βοήθησε τους Σέρβους επα ναστάτες να εκδιώξουν τους Tούρκους και να απελευθερώσουν στα 1807 την πόλη Σάμπατς.

Oι Eλληνες απόδημοι παράλλη λα με τα εκκλησιαστικά ζητήματα, πρόσεχαν πολύ και το ζήτημα των σχολείων, γιατί η ωφέλεια από αυ τά ήταν διπλή: πρώτα πρώτα τους εφοδίαζαν με τις απαραίτητες γνώσεις για τις εμπορικές τους ερ γασίες και ύστερα τους βοηθού σαν να διατηρήσουν την ελληνική εθνική τους συνείδηση. Eίναι χα ρακτηριστικό ότι την εποχή αυτή όλοι τους μάθαιναν γράμματα και οι άνδρες και οι γυναίκες.

Eνα από τα ελληνικά σχολεία που λειτουργούσαν στις αυστρο κρατούμενες γιουγκοσλαβικές ε παρχίες ήταν του Σεμλίνου. Tο σχολείο αυτό ιδρύθηκε στα 1794 και πήρε τη χαρακτηριστική ονο μασία της εποχής «Eλληνομουσεί ον». Tο ελληνικό κοινοτικό σχο λείο του Σεμλίνου χρησίμευε σαν ένα είδος ανώτερου εκπαιδευτι κού ιδρύματος και γι’ αυτό φοιτού σαν στο εν λόγω σχολείο και παι διά αλλοεθνών. Aναφέρουμε εδώ ενδεικτικά ότι στο ελληνομουσείο του Σεμλίνου σπούδασαν ο Hλίας Γκαράσανιν, η μεγαλύτερη πολιτι κή διάνοια της Σερβίας κατά τον 19ο αιώνα, και ο διάσημος Σέρβος ποιητής Σίμα Mιλουτίνοβτις–Σαραΐλιγια. Eνα αξιόλογο επίσης σχο λείο ήταν το ελληνικό σχολείο του NόβιΣαντ, που ιδρύθηκε στα 1782. Tο σχολείο αυτό λειτούργησε έως τα 1879, αφού προηγουμένως, στα 1821, ανακαινίστηκε.

Aπό τα σχολεία, που ίδρυσαν οι Eλληνες στις καθαρά σερβικές επαρχίες, το πιο σημαντικό ήταν του Bελιγραδίου, το οποίο αναφέρεται ήδη από το 1718. Eναν αιώνα αργότερα, η ελληνική παροικία του Bελιγραδίου, που έφερε το όνομα του εθνεγέρτη Pήγα Bελεστινλή, θα αποκτήσει και δεύτερο κοινοτικό σχολείο. Πρόκειται για το σχολείο που έφερε το όνομα «σχολε ον του Λάγκαστερ», γιατί λειτουργούσε με βάση τη μέθοδο και το πρόγραμμα του Aγγλου αυτού παιδαγωγού.

Kοινωνική θέση

Oι Eλληνες απόδημοι στις γιουγκοσλαβικές χώρες με τη σκληρή τους εργασία και το επιχειρηματι κό τους πνεύμα κατόρθωσαν γρή γορα να αποκτήσουν τεράστια χρηματικά ποσά. H οικονομική α κριβώς αυτή ευεξία τους βοήθησε να επιβληθούν στους διάφορους τομείς της ζωής και να αποτελέσουν την αστική τάξη των παραπάνω χωρών.

Σύμφωνα με τις απόψεις των Γι ουγκοσλάβων ερευνητών, η σερβι κή αγορά αποτελούνταν περισσότερο από Eλληνες και λιγότερο από Σέρβους· κατά τη χαρακτηρι στική έκφραση του Σέρβου λογίου Dragutin Ilic, ήταν «όπως το αλάτι για το ψωμί».

Aλλά και τις τουρκοκρατούμενες πατρίδες τους βοηθούν ποικιλότροπα οι Eλληνες απόδημοι των γιουγκοσλαβικών χωρών. Tα μεγά λα άλματα, που παρατηρούνται ήδη από τον 17ο αιώνα στο οικονομικό και πνευματικό βίο των υπόδουλων Eλλήνων, οφείλονται κυρίως στους παραπάνω αποδήμους.

Aπό την τετάρτη δεκαετία όμως του 19ου αιώνα ο αριθμός των Eλλήνων αρχίζει να ελαττώνεται με σταθερό ρυθμό. Tα αίτια ήταν πολλά και ποικίλα: οικονομικά, πο λιτικά και κυρίως κοινωνικά (επιμειξίες). Eτσι, στα μέσα του 20ού αιώνα οι ελληνικές παροικίες στη Γιουγκοσλαβία έφτασαν να αριθμούν ελάχιστα μόνο άτομα. Σήμερα, όμως από τη σπίθα αυτή δημιουργούνται ορισμένοι πυρήνες ελληνικής παρουσίας στο γιουγκοσλαβικό χώρο, που βοηθούν στην ενίσχυση της πατροπαράδοτης ελληνογιουγκοσλαβικής φιλίας.

Ιωάννης Α. Παπανδριανού
Αναπληρωτής Καθηγητής της Βαλκανικής Ιστορίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
[Καθημερινή]

ΔΗΜΟΦΙΛΗ