Τι γνωρίζουμε για τη μορφή της πόλης στην αρχαιότητα και τις μεταμορφώσεις τις μέσα στον χρόνο; Και γιατί αγνοούμε ένα τόσο σημαντικό μνημείο όσο τα τείχη;
Αν βρισκόμασταν στην περιοχή της οδού Κοραή γύρω στο 450 π.Χ. και κοιτάζαμε προς την πλατεία Κλαυθμώνος, θα αντικρίζαμε ένα επιβλητικό τείχος ύψους περίπου 9-10 μ. Θα είχαμε έλθει από τα Μεσόγεια και τριγύρω μας (κατά μήκος των σημερινών οδών Πανεπιστημίου και Σταδίου) θα απλώνονταν νεκροταφεία με εντυπωσιακούς περιβόλους και περίτεχνες επιτύμβιες στήλες, ενώ στις μύτες μας ίσως έφθαναν ενοχλητικές οσμές από τα εργαστήρια μεταλλουργίας που υπήρχαν στο Σύνταγμα. Από το συγκεκριμένο σημείο θα μπορούσαμε να εισέλθουμε στην πόλη πεζή, μέσω μιας μικρής πυλίδας. Αν όμως είχαμε άμαξα, θα έπρεπε να μεταβούμε σε μία από τις τουλάχιστον 13 μεγαλοπρεπείς πύλες που περιέβαλλαν τα αρχαία τείχη των Αθηνών.
Πόσο ξένη φαντάζει η εικόνα αυτή; Τι γνωρίζουμε για τη μορφή της πόλης στην αρχαιότητα και τις μεταμορφώσεις της μέσα στον χρόνο; Και γιατί αγνοούμε ένα τόσο σημαντικό μνημείο όσο τα τείχη; Ίσως διότι η ανασύσταση των τειχών είναι ένα παζλ για δυνατούς λύτες. Οι αρχαιολόγοι πρέπει να συνδυάσουν αποσπασματικά ευρήματα ανασκαφών σε υπόγεια πάρκινγκ και θεμέλια οικοδομών με πληροφορίες που έχουν από αρχαίους συγγραφείς (τον Θουκυδίδη, τον Παυσανία κ.ά.) για την πορεία της οχύρωσης.
Όμως, όταν όλα τα στοιχεία μπουν σε έναν χάρτη, τότε αναδύεται μια απρόσμενη εικόνα για την πόλη, πιο πλούσια από αυτή που γνωρίζουμε από τα τηλεφανή της μνημεία, όπως η Ακρόπολη, και συστηματικά ανασκαμμένους χώρους, όπως η Αρχαία Αγορά.
Ένας άλλος λόγος είναι ότι ο σύγχρονος άνθρωπος δεν είναι εξοικειωμένος με την έννοια του τείχους. Δεν έχουμε μεγαλώσει σε κάστρα και οχυρά. Ωστόσο, η έννοια της ανοχύρωτης πόλης είναι ένα σχετικά νέο φαινόμενο στην ιστορία. Μέχρι τον 19ο αι., οι περισσότερες πόλεις είχαν τείχη που τις προστάτευαν από εχθρικές επιδρομές και καθόριζαν τη μορφή τους. Η Αθήνα δεν αποτελούσε εξαίρεση. Από τους προϊστορικούς χρόνους μέχρι την ανακήρυξή της σε πρωτεύουσα του σύγχρονου κράτους, το 1833, τα τείχη αποτελούσαν ένα από τα σημαντικότερα ορόσημά της. Αυτά όριζαν την έννοια του «άστεως» και της υπαίθρου, αυτά διαμόρφωναν την ταυτότητα της πόλης, αυτά συμβόλιζαν την έννοια του ασφαλούς «εμείς» και του άγνωστου «άλλου». Για την κατασκευή τους δαπανήθηκαν τεράστιοι πόροι κι εργάστηκαν χιλιάδες άνθρωποι, ενώ για τις επανειλημμένες καταστροφές τους πολέμησαν στρατοί και χύθηκε αίμα. Η πορεία τους αυξομειώθηκε στο πέρασμα του χρόνου: κάποιες εποχές έφθαναν μέχρι το λιμάνι του Πειραιά, άλλες μόλις που περιέβαλλαν τον Βράχο της Ακρόπολης. Σε κάθε εποχή, όμως, πρόσφεραν καταφύγιο στους κατοίκους της Αθήνας, ανεξαρτήτως εθνότητας, θρησκείας ή πολιτισμικής παράδοσης.
.
Τμήματα των τειχών έρχονται στο φως διαρκώς από τον 19ο αι. και εξής, ιδιαίτερα σε περιόδους έντονης οικοδομικής δραστηριότητας, οπότε και αυξάνονται οι σωστικές ανασκαφές σε αστικά οικόπεδα (π.χ. τις δεκαετίες του ’60 και του ’70). Σήμερα σώζονται απομεινάρια τους σε τουλάχιστον 150 σημεία της πόλης – αν και σπάνια τα προσέχουμε στις καθημερινές διαδρομές μας από τη Βαρβάκειο στο Θησείο και από το Σύνταγμα στο Κουκάκι.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΤΕΙΧΩΝ
Οι πρωιμότερες οχυρώσεις βρίσκονται πάνω στην Ακρόπολη και χρονολογούνται τους μυκηναϊκούς χρόνους, δηλαδή τον 13ο αι. π.Χ. , την εποχή, ας πούμε, του Τρωικού Πολέμου. Δύσκολα προσβάσιμα από το κοινό σήμερα, τα μυκηναϊκά τείχη φαίνεται ότι κατασκευάστηκαν για να προφυλάξουν την κατοικία του Αθηναίου άνακτα καθώς και μια υπόγεια κρήνη στο ΒΑ τμήμα του Βράχου, η οποία έφθανε έως το λεγόμενο σπήλαιο της Αγλαύρου. Η κρήνη εξασφάλιζε πόσιμο νερό σε περίπτωση πολιορκίας, ταυτόχρονα όμως φαίνεται ότι ήταν το αδύνατο σημείο της οχύρωσης – από εκεί, άλλωστε, σκαρφάλωσαν στην Ακρόπολη ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας για να κατεβάσουν τη ναζιστική σημαία τον Μάη του 1941.
Το μυκηναϊκό τείχος, ίσως με μια επέκταση προς δυσμάς, παρέμεινε σε χρήση για πολλούς αιώνες, πιθανότατα έως την εποχή του Πεισίστρατου (6ος αι. π.Χ.), όταν η πόλη επεκτάθηκε και απέκτησε μεγαλύτερο περίβολο στο πεδινό της τμήμα. Το τείχος αυτό μαρτυρείται από τους αρχαίους συγγραφείς, αλλά δεν άφησε ίχνη διότι καταστράφηκε ολοσχερώς από τον περσικό στρατό το φθινόπωρο του 480 π.Χ.
.
Μετά την καταστροφή, και λόγω της σφοδρής αντιπαλότητας με τη Σπάρτη, οι Αθηναίοι συνειδητοποίησαν την ανάγκη συστηματικότερης οχύρωσης. Με πρωτεργάτη τον Θεμιστοκλή, ξεκίνησαν το 479/8 π.Χ. μια τιτάνια προσπάθεια οικοδόμησης τειχών όχι μόνο γύρω από το άστυ αλλά και γύρω από το επίνειό του, τον Πειραιά, και αργότερα –επί Κίμωνα και Περικλή– κατά μήκος του δρόμου που συνέδεε τα δύο αστικά κέντρα (τα Μακρά Τείχη, τμήματα των οποίων έχουν αποκαλυφθεί κατά μήκος της οδού Πειραιώς και κάτω από τις τροχιές του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου). Τα τείχη αποτέλεσαν εγγυητή της αθηναϊκής ισχύος την εποχή της δημοκρατίας και παρέμειναν στη θέση τους μέχρι το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου (404 π.Χ.), όταν ο Σπαρτιάτης στρατηγός Λύσανδρος κατεδάφισε τις οχυρώσεις του Πειραιά και τα Μακρά Τείχη, ενδεχομένως δε και τα τείχη του αθηναϊκού άστεως. Σύντομα, πάντως, άρχισε η ανοικοδόμησή τους από τον Κόνωνα (395-391 π.Χ.). Λίγο μετά το 340 π.Χ. η απειλή επίθεσης από τα μακεδονικά στρατεύματα του Φιλίππου Β’ (τα οποία διέθεταν, μεταξύ άλλων, πολιορκητικές μηχανές) οδήγησε σε νέα φάση φρενήρους ανοικοδόμησης, κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε κάθε διαθέσιμο υλικό –ακόμα και οι στήλες των προγονικών τάφων– για να ενισχυθεί η οχύρωση.
Ο νέος περίβολος, κατασκευασμένος σχεδόν εξ ολοκλήρου από πέτρα, ήταν πολύ πιο ισχυρός από πριν και αποτελούνταν από τρία μέρη:
1. το τείχος, ύψους περίπου 9-10 μ. και πάχους 2-5 μ.
2. το χαμηλότερο προτείχισμα, σε απόσταση 8-10 μ. από το τείχος
3. και την τάφρο, πλάτους 8-12,5 μ. και βάθους περίπου 4 μ., που εμπόδιζε την είσοδο στην πόλη και της έδινε τη μορφή πραγματικής καστροπολιτείας.
Η είσοδος στην πόλη γινόταν από τις 13 μεγάλες πύλες, ενώ ο χώρος μεταξύ προτειχίσματος και τείχους χρησίμευε ως περιφερειακή οδός (στην επιφάνειά του έχουν βρεθεί ίχνη αυλάκων για τροχούς άμαξας). Σήμερα μπορεί κανείς να δει μια τέτοια πύλη, την Αχαρνική, στο υπόγειο της Εθνικής Τράπεζας, στη γωνία Σοφοκλέους και Αιόλου, καθώς και τον δρόμο που οδηγούσε σε αυτή στην πλατεία Κοτζιά Τμήμα του προτειχίσματος και της επιβλητικής τάφρου είναι επισκέψιμο στο υπόγειο του Μουσείου Ισλαμικής Τέχνης στο Θησείο.
Το τείχος διαχώριζε σαφώς τις λειτουργίες της πόλης: στο εσωτερικό του βρίσκονταν τα δημόσια κτίρια και τα ιερά, όπως και οι κατοικίες των ανθρώπων. Εκτός του τείχους βρίσκονταν τα νεκροταφεία, εργαστηριακοί χώροι αλλά και τα γυμνάσια της πόλης. Πουθενά αλλού δεν φαίνεται αυτό καλύτερα απ’ ό,τι στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού, όπου σώζεται η πιο επίσημη είσοδος της πόλης, το περίφημο Δίπυλο, με τις δύο οχυρωμένες πύλες και την αρχή της Παναθηναϊκής Οδού (που οδηγούσε στην Ακρόπολη μέσω της Αγοράς), και η Ιερά Πύλη, πλάι στην οποία περνούσε ο Ηριδανός ποταμός (μία από τις βασικές υδάτινες πηγές της πόλης μαζί με τον Ιλισσό, ο οποίος βρισκόταν εκτός των τειχών). Ακριβώς έξω από τα τείχη βρίσκονταν το αριστοκρατικό νεκροταφείο του Κεραμεικού, τα μνημεία των νεκρών του πολέμου (Δημόσιο Σήμα) και πολυάριθμα κεραμικά εργαστήρια. Από εδώ ξεκινούσαν ο δρόμος που οδηγούσε στην Ακαδημία του Πλάτωνα στον Κολωνό και η Ιερά Οδός που οδηγούσε στην Ελευσίνα.
Το αρχαίο τείχος των Αθηνών (ο «κύκλος του άστεως», όπως ήταν γνωστό στην αρχαιότητα) είχε συνολικό μήκος περίπου 6,5 χλμ. και κάλυπτε επιφάνεια 2.150.000 τ.μ. Εξ αυτών υπολογίζεται ότι 300.000 τ.μ. καταλάμβαναν οι δημόσιοι χώροι, 1.200.000 τ.μ. οι οικίες (ο πληθυσμός εντός των τειχών υπολογίζεται σε 35-50.000 κατοίκους) και 650.000 τ.μ. λόφοι και ελεύθεροι χώροι. Ο τρόπος οικοδόμησης εντός των τειχών ήταν ανέκαθεν άναρχος, χωρίς κανένα ρυμοτομικό σχέδιο, αποτέλεσμα της αδιάλειπτης κατοίκησης της πόλης. Γι’ αυτό και το «αττικώς οικοδομείν» αποτελούσε παράδειγμα προς αποφυγήν στην αρχαιότητα!
Το ισχυρό τείχος παρέμεινε στη θέση του για πολλούς αιώνες, μέχρι την κατάκτηση της πόλης από τον Ρωμαίο στρατηγό Σύλλα (86 π.Χ.), όταν υπέστη εκτενή καταστροφή. Φαίνεται ότι ανοικοδομήθηκε από τον αυτοκράτορα Αδριανό (μεταξύ 124 και 135 μ.Χ.), ο οποίος μάλιστα διεύρυνε την πόλη προς ανατολάς, επεκτείνοντάς το τείχος περίπου μέχρι τις όχθες του Ιλισσού, κοντά στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Λαμπρά απομεινάρια αυτής της περιόδου αποτελούν η Πύλη του Αδριανού, που σηματοδοτεί το όριο μεταξύ της παλαιάς πόλης και της αδριάνειας επέκτασης, καθώς και μια ρωμαϊκή γέφυρα στον Ιλισσό, η οποία δεν σώζεται σήμερα, βρισκόταν όμως σε χρήση μέχρι τα τέλη του 18ου αι. π.Χ.
Τα τείχη γνώρισαν πολλές ακόμα καταστροφές και αυξομειώσεις στην έκτασή τους. Το 267 π.Χ. καταστράφηκαν σχεδόν ολοσχερώς –όπως και όλη η Αθήνα– από την επιδρομή των Ερούλων και τότε χτίστηκε ένα πολύ μικρότερο τείχος γύρω από τον Βράχο της Ακρόπολης. Τον 6ο αι. μ.Χ. ο Ιουστινιανός φαίνεται ότι επισκεύασε το τείχος και πρόσθεσε πολλούς οχυρωματικούς πύργους. Οι επόμενοι αιώνες –αιώνες παρακμής για την Αθήνα– παραμένουν σκοτεινοί, αν και έχει πιστοποιηθεί η ανέγερση ενός μικρού τείχους, γνωστού ως Ριζόκαστρου, γύρω από την Ακρόπολη τον 13ο αι. (μετά από καταστροφικές επιδρομές Σαρακηνών αλλά και του άρχοντα του Ναυπλίου Λέοντος Σγουρού το 1204). Η ζωή της πόλης περιορίστηκε στα όρια του μικρού αυτού τείχους κατά τη διάρκεια της Φραγκοκρατίας (1204-1456 μ.Χ.).
Η οθωμανική κατάκτηση (η οποία συνέβη χωρίς καταστροφή) σήμανε νέα περίοδο ανάπτυξης για την πόλη, η οποία σταδιακά επεκτάθηκε προς κάθε κατεύθυνση. Αρχικά φαίνεται ότι μόνο η Ακρόπολη παρέμενε οχυρωμένη, όμως το 1778 ο διοικητής (βοεβόδας) των Αθηνών Χατζή Αλή Χασεκής έχτισε νέο οχυρωματικό περίβολο, που αν και πολύ μικρότερος του αρχαίου (ύψους μόλις 3 μ.), σε αρκετά σημεία πατούσε πάνω στα απομεινάρια του. Το τείχος αυτό παρέμεινε στη θέση του μέχρι την Επανάσταση και την πολιορκία από τον Κιουταχή (1826), ο οποίος ουσιαστικά ισοπέδωσε την πόλη.
.
Με την άφιξη των Βαυαρών (1833) εισήχθη στην Ελλάδα και η καινοτόμος λογική της ανοικτής πόλης. Η νέα πρωτεύουσα άρχισε να σχεδιάζεται στα πρότυπα ευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, με μεγάλους δρόμους, βουλεβάρτα και πλατείες, αλλά χωρίς οχυρώσεις, περιτοιχίσματα και άλλα στοιχεία που θα εμπόδιζαν την επέκτασή της. Με τον τρόπο αυτό γεννήθηκε μια σύγχρονη δυτική πρωτεύουσα, ταυτόχρονα, όμως, αφέθηκαν στη λήθη του χρόνου ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της και τρόποι αστικής οργάνωσης που είχαν κυριαρχήσει σε όλη τη διάρκεια της μεταβυζαντινής και οθωμανικής περιόδου. Η ρήξη που προκάλεσαν οι αλλαγές αυτή στη συλλογική μνήμη της πόλης δεν έχει αξιολογηθεί ακόμη επαρκώς.
Την ιστορία των τειχών ανέλαβαν να αποκαλύψουν οι λειτουργοί της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας κάτω από τα θεμέλια νεοκλασικών οικιών και μεταγενέστερων πολυκατοικιών. Στην προσπάθεια αυτή συχνά συνάντησαν σφοδρές αντιδράσεις από επενδυτές, εργολάβους, ακόμη και πολιτικούς, ιδιαίτερα την περίοδο της αντιπαροχής και την επταετία της χούντας. Δυστυχώς, παρόμοιες αντιδράσεις συναντούν ενίοτε και σήμερα. Άλλωστε, οι αποσπασματικές μνήμες του αστικού παρελθόντος ελάχιστα συγκινούν τους θιασώτες της «fast-track ανάπτυξης», αφού δεν συνεπάγονται άμεσο κέρδος… Είναι, όμως, αυτές οι ταπεινές μνήμες –και όχι μόνον η Ακρόπολη με το απαστράπτον μουσείο της– που μας συνδέουν με το ζωντανό παρελθόν της πόλης και μας επιτρέπουν να ιχνηλατήσουμε τις υπόγειες διαδρομές και τις καθημερινές ιστορίες των ανθρώπων. Ας τις αναζητήσουμε. Ας κοιτάξουμε χαμηλά, εκεί όπου βαδίζουμε.
.
Ας προσπαθήσουμε να συνδέσουμε τα κομμάτια του παζλ που κρύβονται λίγα εκατοστά κάτω από τα πόδια μας. Κι ας σκεφτούμε ότι σε αυτή την πόλη έζησαν εκατομμύρια άνθρωποι πριν από εμάς –άνθρωποι κάθε λογής, ειδωλολάτρες, χριστιανοί, μουσουλμάνοι, Έλληνες, Φράγκοι, Ενετοί, Τούρκοι, Αρβανίτες–, βρίσκοντας κοινό καταφύγιο πίσω από τα ψηλά της τείχη. Τείχη ορατά, που προστάτευαν από πραγματικούς αντιπάλους – σε αντίθεση με τα αόρατα τείχη που οι σημερινοί κάτοικοι της πόλης (ή, τέλος πάντων, κάποιοι από αυτούς) προσπαθούν να υψώνουν μεταξύ τους, επινοώντας ανύπαρκτους εχθρούς εντός του άστεως…
http://www.lifo.gr/mag/features/4451