Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνης μάνα

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πριν από 25 περίπου χρόνια, στην Κύπρο, σε κάποιο σηµείο της «νεκρής ζώνης», πέφτει νεκρός από σφαίρες άνανδρων Τούρκων ένα 26χρονο παλληκάρι, ο Σολωµός Σπύρου Σολωµός. Σκαρφάλωνε άοπλος στον ιστό, για να κατεβάσει το κατοχικό σύµβολο του ψεύδους και του αίµατος: την «τουρκοκυπριακή σηµαία».

Εκεί τον βρήκε το βόλι… Και το ηρωικό ελληνόπουλο – πού είχε ίδιο και το όνοµα και το επίθετο µε τον ποιητή πού έγραψε τον «Ύµνο στην Ελευθερία»! – πέρασε ελεύθερα στην αθανασία! Πήγαν μετά από μέρες στον πατέρα του ήρωα, για να του προσφέρουν οικονομική ενίσχυση, εκ μέρους της Βουλής των Ελλήνων. Αρνιόταν πεισματικά, όντας φτωχός μα περήφανος. Πείστηκε, όταν του είπαν πως δεν έπρεπε να προσβάλει τους εκπροσώπους του ελληνικού λαού, γιατί ήθελαν μόνο να τιμήσουν τον ήρωα γιο τους. Μόλις πήρε την επιταγή, την κατέθεσε αμέσως στο Ταμείο Άμυνας της Κύπρου. Όταν τον ρώτησαν, γιατί το έκανε, απάντησε ο λεβεντόγερος. «Τι νόμισαν, ότι θα έτρωγα εγώ από το αίμα του παιδιού μου; Φαντάζεστε να πήγαιναν στον Πιερή Αυξεντίου με μια επιταγή και του λέγαν: «Αυτά είναι για τη θυσία του γιού σου; Θα τους σκότωνε!».

“Θα πάρω μιαν ανηφοριά
θα πάρω σκαλοπάτια
να βρω τα μονοπάτια
που παν στη λευτεριά”.

Είναι στίχοι του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, του μαθητή του Ελληνικού Γυμνασίου της Πάφου, τον οποίο κρέμασαν οι Άγγλοι στις 14 Μαρτίου του 1957. Στο άκουσμα του θανάτου, της δολοφονίας του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, ο σπουδαίος Δωδεκανήσιος λογοτέχνης Φώτης Βαρέλης, έγραψε ένα εξαίσιο ποίημα, το  οποίο ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας το μετέδωσε τότε ως δημοτικό κυπριακό τραγούδι.

Πήγαν οι Άγγλοι, πριν από την θυσία, να δελεάσουν την μάνα του μ’ ένα τεράστιο ποσό, για να πιέσει το γιο της να προδώσει. Απάντησε αγέρωχα η Ρωμιά, Ελληνίδα μάνα:

«Εγώ δεν εγέννησα παιδί να το λαλούν προδότη
χαλάλι της πατρίδας μου το αίμα του παιδιού μου». Και δεν γέννησε τέτοιο παιδί, γέννησε ήρωα…. Και του έγραψαν και τραγούδι. Παραθέτω κάποιους στίχους:

 «…Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του  ο καθένας.
Μπαίνει κι η Πρώτη η άταχτη και η Τρίτη που διαβάζει,
Μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.

– Παρόντες όλοι;
– Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος, και με φωνή που τρέμει:
– Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
– Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.

– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα, Δευτέρα Παρουσία.
Τα’ πε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα,
Που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
Έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο».

Αυτό το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό – προ του 2006 – βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος. Δεν άρεσε στα  κνώδαλα του πολυπολιτισμού, στους προσκυνημένους νενέκους του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, το έκριναν προφανώς ως εθνικιστικό! Για ήρωες θα μιλάμε τώρα; Αυτά είναι παρωχημένα, στερεότυπα. Αίματα, κόκκαλα και θάνατοι για την Πατρίδα, τρομάζουν τα παιδιά – έτσι μου είπε κάποιος ανεπρόκοπος σχολικός σύμβουλος κάποτε, όταν αντίκρισε τα καμιά 15αριά κάδρα ηρώων που έχω αναρτημένα πάντοτε στην τάξη μου!

Ενώ οι «συνταγές μαγειρικής» τα γαληνεύουν. Και καταντήσαμε, να διδάσκουμε στην Στ’ Δημοτικού, τον ηρωισμό μέσω ενός κειμένου με τίτλο «η … Σόνια η γάτα»! Αχ, δυστυχισμένη πατρίδα! «Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες», έγραφε κάποτε στους τοίχους των σπιτιών η αδάμαστη εκείνη γενιά των Ελλήνων της Κύπρου. Σήμερα «τρώγωμεν» την Ελλάδα… «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα». (Κ. Βάρναλης).

Το άρθρο θα μπορούσε να τελειώσει εδώ. Όμως όχι, η ιστορία του Γένους δεν ξαποσταίνει. Αίφνης μες στην καταχνιά και ερημιά του κόσμου συμβαίνει κάτι, μια φεγγοβολή, μοσχοβόλημα Μαρτίου και μαρτυρίου, που σε κάνει να λες ζει η αθάνατη Ρωμιοσύνη. Μια κηδεία, το ξόδι ενός παλληκαριού, μια πολύτεκνη και καλλίτεκνη οικογένεια, ένας ιερέας και μια μάνα, να αποχαιρετούν τον γιο τους, τον Κυπριανό Παπαϊωάννου. Και να βλέπεις στα πρόσωπα την ατράνταχτη βεβαιότητα «ουκ έστιν ώδε», την ελπίδα της αναστάσεως. Και πάλι η Κύπρος να δασκαλεύει το τρικυμισμένο Γένος:

«Κουράγιο, μικροκόρη μας, που μας εγίνης μάνα
Ύμνος και Θρήνος της ζωής κι ανάστασης καμπάνα». (Ρίτσος).

Είδαμε μια φωτογραφία, λουσμένη στο χαροποιόν πένθος. Ανάστασης καμπάνα. Να την μεγεθύνουν οι δάσκαλοι, να την δείξουν στους μαθητές τους. Κι αν διαμαρτυρηθούν τα σκοτάδια της αθεϊας, να τους θυμήσουν τον Επιτάφιο, του Θεανθρώπου το ξόδι, που το συνοδεύουν πολλές οικογένειες με τα παιδιά τους. Την Μεγάλη Παρασκευή  δεν θρηνούμε για τον Χριστό, κλαίμε για την κατάντια μας, του γένους των βροτών και  χαιρόμαστε για την Ανάσταση που έρχεται. Αυτή είναι η χαρμολύπη της αγίας μας εκκλησίας.

Θυμήθηκα ένα γράμμα από τότε τα μεγάλα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της ΕΟΚΑ. Από το ίδιο προζύμι είναι πλασμένη και η οικογένεια του Κυπριανού. Έγραφε ο ήρωας Ανδρέας Παναγίδης: «Σεβαστέ μου πατέρα ήταν γραφτό της μοίρα μας να υποστούμε τον μοιραίον χωρισμό. Ας ευχαριστήσουμε όλοι τον Θεόν και ας γίνη το θέλημα Του. Ίσως ο Θεός με αγάπησε από τώρα και θέλει να με πάρη κοντά Του. Αργά ή γρήγορα θα δώσουμε την ψυχή μας στον Θεό, γιατί όχι τώρα;…». Αυτό το γράμμα, αυτή η προσευχή έχει πολλές υπογραφές. Υπογραφές γραμμένες με αίμα και όχι με μελάνι. Του Μάρκου, του Παύλου, του Γρηγόρη, του Ευαγόρα, του Τάσου, του Σολωμού. Ο Κυπριανός, ο καταδρομέας, με τον πράσινο μπερέ, ο φοιτητής της Νομικής, το αγνό παιδί, έβαλε, δικαιούται, και την υπογραφή του… Θα μπορούσε να πάει και η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ή ο πρωθυπουργός στην Κύπρο για να τιμήσουν  το παλληκάρι. (Δεν γράφω να συμπροσευχηθούν, γιατί αυτό δεν το κατανοούν. Καλύτερα όμως, θα ήταν η παρουσία τους το μόνο πένθος εν μέσω αναστάσιμης ελπίδος). Ως Χριστιανός Ορθόδοξος και Έλληνας δάσκαλος μόνο μια ευχή και προσευχή; Καλόν παράδεισο, αδελφέ μας…

Δημήτρης Νατσιός

δάσκαλος-Κιλκίς

ΔΗΜΟΦΙΛΗ