Οι Πόντιοι Πιλάτοι της Πολιτικής και η Πολιτική Ευθύνη (και ένα σχόλιο σε μια φράση της παραγγελίας του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για το δυστύχημα των Τεμπών)

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Βασίλης Δημ. Χασιώτης

Ἀθῷός εἰμι ἀπὸ τοῦ αἵματος τούτου· ὑμεῖς ὄψεσθε
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο

Ι

Το ζήτημα των ποινικών ευθυνών μελών του υπουργικού συμβουλίου, ως ένα γενικό ζήτημα, ασφαλώς και είναι οριοθετημένο νομικά. Ως μη νομικός, δεν θα διακινδυνεύσω καμία νομικού χαρακτήρα επιχειρηματολογία πάνω στο διαχρονικά ζέον ζήτημα της διασύνδεσης ποινικής και πολιτικής ευθύνης μελών των (εκάστοτε) Κυβερνήσεων.
Παρά τις κατά καιρούς εξαιρέσεις, κατά τις οποίες υπουργοί παραπέμπονταν σε ειδικά δικαστήρια, με πιο εμβληματική παραπομπή εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου το 1989, μαζί με άλλα μέλη της Κυβέρνησής του, και οι οποίες διώξεις σχεδόν πάντα καταγγέλλονταν (από τους παραπεμπόμενους) μάλλον ως πολιτικές διώξεις παρά ότι διέπονταν από ένα εγγενές αίσθημα απόδοσης δικαιοσύνης, εν τούτοις, στο επίπεδο των απλών πολιτών, υπάρχει μια αίσθηση ατιμωρησίας εκεί όπου η Κοινή Γνώμη, θεωρεί πως υπάρχουν αντικειμενικές ποινικές ευθύνες σε κυβερνητικό επίπεδο, ποινικές όμως ευθύνες, οι οποίες επίσης κατά κανόνα βαφτίζονται πολιτικές κι εκεί τελειώνει η όποια ευθύνη των μελών των κυβερνήσεων.
Βεβαίως, το πότε η πολιτική ευθύνη έχει και ποινική ευθύνη, ακόμα και όταν υπάρχει γεγονός (δια πράξεως ή παραλείψεως στην οποία εμπλέκεται «αρμοδίως» και πολιτικό (κυβερνητικό) πρόσωπο ή πρόσωπα) του οποίου ο εγκληματικός χαρακτήρας δεν αμφισβητείται, σε κάθε περίπτωση είναι αντικείμενο νομικής ερμηνείας, όμως, ο κόσμος, δεν παύει να κρίνει με τα δικά του πολιτικά κριτήρια και όχι τα νομικά. Η νομική ερμηνεία της πολιτικής ευθύνης των υπουργών, εδράζεται πάνω στη νομοθεσία και στην ερμηνεία της, όμως, ο απλός πολίτης, όταν αναφέρεται -με τα δικά του μη νομικά κριτήρια- σε ποινικές ευθύνες υπουργών (και ενίοτε του εκάστοτε πρωθυπουργού) ουσιαστικά εδράζεται πάνω στην αντίληψή του για το πόσο συνάδει με το κοινό περί δικαίου αίσθημα η ίδια η νομοθεσία η οποία θωρακίζει σε βαθμό ανεπίτρεπτο ως προς τις ποινικές τους ευθύνες τα μέλη των εκάστοτε Κυβερνήσεων, όταν ο απλός πολίτης ή και στελέχη της κρατικής ιεραρχίας από τον βαθμό του υπουργού και κάτω, για τις ίδιες πράξεις ή και παραλείψεις και τις συνέπειές τους, οι οποίες αντικειμενικά έχουν ποινικό ενδιαφέρον, τύχει να γίνουν από τους τελευταίους.
Ούτε, την ίδια στιγμή, η κοινωνία, οι πολίτες, όταν τυχαίνει η αντίληψή τους για το κοινό περί δικαίου αίσθημα να βρίσκεται σε διάσταση με ό,τι ως νόμος του Κράτους ισχύει, θα πάψουν να κρίνουν τις πράξεις και αν αξιολογούν τις συνέπειές τους, όχι με το τι νομικώς ισχύει, αλλά με το τι θα όφειλε να ισχύει. Εξάλλου, οι νομικές θεσμίσεις του θετικού δικαίου, ιστορικά, προκύπτουν ως μια κοινωνική διεργασία στις περί του Δικαίου αντιλήψεις και όχι ένα αμιγώς νομικό δημιούργημα. Το ότι Κυβερνήσεις, παντού στον κόσμο, συχνά νομοθετούν κατά τρόπο προκλητικά αντίθετο με το άνω κοινό περί Δικαίου αίσθημα, ασφαλώς λέγοντας αυτό δεν λέμε και κάτι τις που μας αφήνει άφωνους!
Αφ’ ης στιγμής αναγνωρισθεί σε πράξεις ή παραλείψεις κυβερνητικών αξιωματούχων το αντικειμενικώς ποινικό τους περιεχόμενο και ενδιαφέρον για όλους όσους δεν βρίσκονται υπό την νομοθετική ομπρέλα που διαφορετικά θα τους προφύλασσε από τις άνω ποινικές ευθύνες, ο απλός πολίτης, είναι εύλογο να διερωτάται, τότε, οι πολιτικοί που ασκούν κυβερνητική εξουσία, τι ακριβώς «ευθύνες» έχουν, πέραν της «πολιτικής ευθύνης»; Ή μήπως αυτή η «πολιτική ευθύνη» αποτελεί ένα είδος νομικής και πολιτικής «μαύρης τρύπας» εντός της οποίας εξαφανίζονται οι ποινικές ευθύνες, που θα τους καταλογίζονταν πέραν κάθε αμφιβολίας, αν δεν κατείχαν κυβερνητικό αξίωμα; Άραγε, με βάση τα ανωτέρω, διερωτάται κανείς, εδώ, δεν μιλάμε για ένα είδος οιονεί νομοθετημένης ανευθυνότητας των κυβερνητικών παραγόντων;
Στη φράση «πολιτική ευθύνη», η λέξη που δίνει περιεχόμενο και αξία είναι η λέξη «ευθύνη».
Τι σημαίνει «ευθύνη», πέραν των αυτονοήτων χαρακτηριστικών της, όπως π.χ., το είδος και η έκταση των διοικητικών και λειτουργικών αρμοδιοτήτων που αφορούν συγκεκριμένη θέση «ευθύνης»;
Σημαίνει πάνω απ’ όλα διαρκή λογοδοσία και κυρίως συνέπειες για τον κάτοχο της «θέσης ευθύνης» αν αυτός, ο «υπεύθυνος» κάτοχος της θέσης, με πράξεις ή παραλείψεις του προκαλέσει είτε ζημία αστικού τύπου είτε ποινικού ενδιαφέροντος αποτελέσματα ή ακόμα και αν απλώς παραβεί όσα υπηρεσιακά οφείλει να πράξει.
Διαφορετικά, η θέση, μόνο θέση «ευθύνης» δεν είναι.
Επομένως, ο κυβερνητικός αξιωματούχος που κατέχει θέση «ευθύνης», και θέση «ευθύνης» είναι εξ ορισμού κάθε κυβερνητική θέση, αν το μόνο ή κυρίως αυτό που διαθέτει είναι η «πολιτική ευθύνη», χωρίς να ενσωματώνονται σ’ αυτή και οι ποινικές συνέπειες όχι μόνο πράξεων αλλά και παραλείψεων έστω και στο επίπεδο της εποπτείας των υφισταμένων του, τότε, ουσιαστικά, ένας τέτοιος κάτοχος θέσης μόνο «υπεύθυνος» δεν είναι, και σε μια τέτοια περίπτωση, εξαρτόμαστε απλά από την ατομική αίσθηση ευθύνης του κατόχου της άνω θέσης, και όχι από την ευθύνη (εννοώ την μη πολιτική) που προκύπτει από την ίδια τη θέση.
Τι πάει να πει, ότι π.χ., ο υπουργός έχει «πολιτική ευθύνη» και όχι ποινική, όταν ένα γεγονός που συνέβη επιφέρει ποινικές ευθύνες για όλους όσους βρίσκονται στην ιεραρχία κάτω από αυτὀν (είτε άμεσα είτε έμμεσα στο επίπεδο της εποπτείας) αλλά όχι και στον ίδιο; Εν τοιαύτη περιπτώσει τι ρόλο παίζει; Απλώς για να «θεάται» τις εξελίξεις;
Τα ανωτέρω δε, ισχύουν πολύ περισσότερο, στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες, όπως στο πρόσφατο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών, η Κυβέρνηση και σε κάθε περίπτωση το αρμόδιο υπουργείο και ο υπουργός του, ήταν ενήμεροι της προβληματικής κατάστασης της ασφάλειας του σιδηροδρομικού δικτύου και των κινδύνων που εγκυμονούσε, με ό,τι αυτό σημαίνει. Και σημαίνει, πως όχι σπάνια, στις «δύσκολες στιγμές», εκείνες που έχουν μεγάλο πολιτικό και κομματικό κόστος, οι «αρμόδιοι» πολιτικοί, μεταβάλλονται σε σύγχρονους Πόντιους Πιλάτους, που νίπτουν τα χέρια τους από του αίματος των αθώων θυμάτων των πολιτικών τους.

ΙΙ

Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ως όφειλε άλλωστε, επενέβη άμεσα εκδίδοντας παραγγελία προς την εισαγγελία Εφετών της Λάρισας προκειμένου να προβεί στις αναγκαίες άμεσες ενέργειες διερεύνησης των αιτιών του πρόσφατου σιδηροδρομικού δυστυχήματος στα Τέμπη, και να καταλογιστούν οι ευθύνες.
Στο παρόν άρθρο, θα μείνω σε μια παράγραφο της άνω παραγγελίας της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, στην οποία διατυπώνεται μια ευχή (υποθέτω), την οποία θεωρώ επιεικώς ατυχή.
«…Είναι μακάβριο να λέγεται, αλλά, ενίοτε, ισχύει, ότι ένα δυσάρεστο γεγονός όπως ο θάνατος μπορεί να αποτελέσει την αφορμή, ώστε να γεννηθεί κάτι καλό…»
Ας σημειωθεί, πως υπήρξαν δημόσιες τοποθετήσεις εκ μέρους δημοσιογράφων και άλλων με το ίδιο παραπάνω περιεχόμενο, ήτοι, δηλώσεις που αναφέρονταν στις «θετικές» συνέπειες άλλων πολύνεκρων δυστυχημάτων τα οποία αποτέλεσαν την αιτία και αφορμή ώστε να γίνουν σημαντικά έργα που διασφάλιζαν την ασφάλεια των συγκοινωνιών κάθε είδους (οδικών, θαλάσσιων), και οι οποίες τοποθετήσεις, προκάλεσαν πλήθος αρνητικών σχολίων εκ μέρους της Κοινής Γνώμης.
Όμως : αν δημοσιογράφοι, αρθρογράφοι, σχολιαστές, κ.λπ., μπορούν να λένε ό,τι θέλουν, (αν και αυτό πάντα ισχύει υπό τους περιορισμούς του νόμου), όμως, ένας δικαστικός λειτουργός και μάλιστα όχι ένας απλά ανώτατος δικαστικός λειτουργός μα ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, θεωρώ πως θα πρέπει να είναι διπλά και τριπλά προσεκτικός στο τι διατυπώνει δημοσίως. Εκτιμώ, πως ο κ. Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, πρέπει είτε να αποσύρει από το έγγραφό του το άνω τμήμα, ή να το επαναδιατυπώσει με άλλο περιεχόμενο.
Προσωπικά, αν θα επιθυμούσα οπωσδήποτε να τοποθετηθώ επί του ζητήματος αυτού, θα διατύπωνα τον συλλογισμό μου ως ακολούθως : «Δεν θα επιτρέψουμε ποτέ να επαναληφθεί, πως για να γίνει κάτι καλό σ’ αυτή τη χώρα, πρέπει προηγούμενα να εισπράξουμε την έντονη οσμή του αίματος αθώων».
(Εκτός λάθους, εξ όσων γνωρίζω, για το άνω τμήμα της παραγγελίας της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, δεν έγινε κάποιου είδους διορθωτική διατύπωση ή άλλου είδους τοποθέτηση εκ μέρους της εισαγγελίας του Αρείου Πάγου).

ΔΗΜΟΦΙΛΗ