Η Συνθήκη Αγίου Στεφάνου Κωνσταντινούπολης ήταν μια διμερής συνθήκη που συνομολογήθηκε μεταξύ της Ρωσικής και Οθωμανικής αυτοκρατορίας, θέτοντας τέρμα στον Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο (Απρίλιος 1877 – Ιανουάριος 1878), η ένοπλη φάση του οποίου είχε λήξει με τη Συνθήκη της Αδριανούπολης (συνθήκη ανακωχής) (30 Ιανουαρίου 1878).
Η παρούσα συνθήκη υπογράφτηκε στις 3 Μαρτίου 1878 (ν.ημερ.) στο προάστιο Άγιος Στέφανος της Κωνσταντινούπολης, εξ ου και το όνομά της, από τους πληρεξούσιους των Αυτοκρατόρων, του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ και του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, πρέσβη Νικολάι Ιγνάτιεφ και Αλεξάντερ Νελίντοφ εκ μέρους της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και Υπουργό Εξωτερικών Σαφβέτ Πασά και Πρέσβη στη Γερμανία Σαντουλάχ Μπέη εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σημαντικότεροι όροι
Με τη συνθήκη αυτή ανατρέπονταν οριστικά οι συνέπειες της συνθήκης των Παρισίων (1856) σε μια προσπάθεια λύσης του Ανατολικού Ζητήματος κατά τα ρωσικά συμφέροντα της εποχής εκείνης.
Συγκεκριμένα:
– Ανακηρύχθηκε η Βουλγαρία σε μεγάλη αυτόνομη Ηγεμονία συνολικής έκτασης 163.000 τετρ χλμ. περιλαμβάνοντας την περιοχή από τον Δούναβη μέχρι το Αιγαίο, κατά Β.-Ν, και από Μαύρη θάλασσα μέχρι τον Δρίνο ποταμό, κατά Α.-Δ., δηλαδή, εκτός από τη σημερινή Βουλγαρία, τμήμα της Ανατολικής Θράκης, την περιοχή της Ξάνθης, τη μετέπειτα Ελληνική Μακεδονία), πλην Θεσσαλονίκης, Χαλκιδικής, Πιερίας, Ημαθίας, Γρεβενών και Κοζάνης, ολόκληρη τη σημερινή FYROM, τις λίμνες Πρέσπες και Αχρίδα,, μέχρι και εδάφη της σημερινής Αλβανίας (όπως η Κορυτσά).
– Η Ρουμανία, η Σερβία και το Μαυροβούνιο μετά την απαλλαγή τους από την οθωμανική επικυριαρχία καθίσταντο ανεξάρτητα Κράτη με δικαίωμα διεύρυνσης συνόρων με προσάρτηση γειτονικών περιοχών. Συγκεκριμένα η Ρουμανία προσαρτούσε τη Δοβρουτσά αλλά εκχωρούσε στη Ρωσία τη Βεσσαραβία. Η Σερβία επεκτεινόταν νότια και προσαρτούσε τις πόλεις Νις, Λέσκοβατς και Νόβι Παζάρ. Το Μαυροβούνιο τριπλασίαζε την έκτασή του και αποκτούσε διέξοδο στην Αδριατική.
– Η Ερζεγοβίνη και η Βοσνία καθίσταντο επίσης αυτόνομες, αποσπώμενες μεν οριστικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά υπό την κηδεμονία της Αυστρίας (ως αντάλλαγμα για τη μη συμμετοχή της στον πόλεμο κατά της Ρωσίας).
– Για δε την μεγαλόνησο Κρήτη η συνθήκη αυτή προέβλεπε την εφαρμογή του Οργανικού Χάρτη του 1868. Ανάλογη διοργάνωση προβλεπόταν να εισαχθεί για την Ήπειρο, την Θεσσαλία και λοιπά ελλαδικά διαμερίσματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφού οριζόταν ειδική επιτροπή που θα μελετούσε τις λεπτομέρειες του Οργανισμού αυτού που όμως (κατά το κείμενο της συνθήκης) οριζόταν «Προ της εφαρμογής αυτών η Τουρκία θέλει συμβουλευθεί την Ρωσίαν».
– Επίσης η Ρωσία εξασφάλιζε την απόδοση σε αυτήν όσων εδαφών έχασε με τον Κριμαϊκό πόλεμο καθώς επίσης εδάφη στην Καυκασία και την Αρμενία, όπου και επαναπροσαρτούσε μεγάλες εκτάσεις με τις πόλεις Βατούμ, Βαγιαζήτ, Καρς και Αρνταχάν.
Ιδιαίτερες συνέπειες
Η σημαντικότερη όμως συνέπεια της συνθήκης ήταν η αναγνώριση αυτόνομης Βουλγαρικής Ηγεμονίας, στην οποία περιέρχονταν όλα τα εδάφη μεταξύ Δούναβη και Ροδόπης, το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας και ολόκληρη η κοιλάδα του Αξιού. Στην ουσία με τη συνθήκη αυτή η Τουρκία έχανε το μεγαλύτερο μέρος των ευρωπαϊκών της εδαφών. Τέλος υποχρεωνόταν να αφήσει πλήρως ανοιχτά τα στενά για τα σκάφη όλων των κρατών, με την εξαίρεση όσων είναι σε εμπόλεμη κατάσταση με τη Ρωσία.
Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου ανέτρεπε πλήρως την ισορροπία δυνάμεων που είχε επιβληθεί στην Ανατολή κατά τις προηγούμενες δύο δεκαετίες, προκαλώντας την αντίδραση των άλλων Μεγάλων Δυνάμεων. Τελικά η Ρωσία αναγκάστηκε να δεχτεί τη σύγκληση συνεδρίου στο Βερολίνο με σκοπό την αναθεώρηση της συνθήκης.
Η Συνθήκη αυτή ενώ αρχικά αποτέλεσε θρίαμβο του Πανσλαβισμού στη Βαλκανική χερσόνησο, τελικά στη συνέχεια κατέληξε στην καταστροφή της ίδιας της Ηγεμονίας της Βουλγαρίας, όπως αποδείχθηκε, (Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος, Α’ Π.Π. μέχρι και τον Β’ Π.Π.).
Αποκαλύψεις κατά Ελληνισμού
Η Συνθήκη αυτή με την δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας εκτός του ότι στράφηκε εδαφικά κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησε τεράστια προβλήματα στον Ελληνισμό της περιοχής για τον οποίο τίποτε δεν προέβλεψε με επικείμενο την έναρξη διωγμών, υποχρεωτικό εκβουλγαρισμό χιλιάδων Ελλήνων της Βαλκανικής με απώτερο σκοπό τον ολοκληρωτικό ξεριζωμό του από την περιοχή.
Κατά την ελληνική αλλά και ξένη σχετική ιστοριογραφία η συνθήκη αυτή αποτέλεσε έργο του Πανσλαβιστικού κομιτάτου του οποίου προΐστατο ο Ρώσος πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη Νικόλαος Ιγνάντιεφ, ο οποίος και αποκλήθηκε από διπλωμάτες της εποχής «πατέρας του ψεύδους και νεκροθάφτης του Ελληνισμού».
Με τις ψευδείς αναφορές του και διαβάλλοντας τους Έλληνες γενικά είχε παρασύρει και αυτόν ακόμα τον Τσάρο ώστε να του τηλεγραφεί προσωπικά σε μορφή διαταγής «ουδεμίαν σπιθαμήν (γης) υπέρ του Βασιλείου της Ελλάδος». Ο ίδιος δε ο Ιγνάντιεφ, κατά την υπογραφή της συνθήκης, φέρεται να δήλωσε σε Βουλγάρους «…και τώρα οι Έλληνες ας έρθουν κολυμπώντας στην Κωνσταντινούπολη». Σε συνέντευξή του στην εφημερίδα του Λονδίνου «Ημερήσια Νέα» τον Μάιο του 1878 σε ερώτηση δημοσιογράφου γιατί παραγκωνίζεται τόσο πολύ το ελληνικό στοιχείο της περιοχής απάντησε με χαρακτηριστική δόση κυνισμού και ιταμότητας: «Επιχειρήσαμεν τον πόλεμον ουχί υπέρ των Ελλήνων, αλλά υπέρ των Βουλγάρων. Δεν είναι δυνατόν να χάνω πολύτιμον χρόνον εργαζόμενος υπέρ των Ελλήνων».
Ο Τσάρος Αλέξανδρος Β΄: «ουδεμίαν σπιθαμήν στο Βασίλειο της Ελλάδος» (1878)
Στη διαμορφούμενη τότε ρωσική πολιτική με την έξαρση του Πανσλαβισμού, η τυχόν επέκταση του Βασιλείου της Ελλάδος, που τότε εκτεινόταν από το Ταίναρο μέχρι τον Σπερχειό ποταμό, φάνταζε ως ο επαπειλούμενος βρόχος της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπως αυτό διαφάνηκε από τους λόγους του Τσάρου Αλέξανδρου Β΄ προς τον Άγγλο πρέσβη Σεϋμόρ στην Αγία Πετρούπολη το 1878 όπου δήλωνε μεταξύ άλλων:
«Δεν συμφέρει εις την Αυτοκρατορίαν (Ρωσία) να γίνει η Ελλάς ισχυρό κράτος. Ελληνικό Βασίλειο ισχυρό θα αποτελούσε σιδηρούν μοχλόν επί των μεσημβρινών πυλών της Ρωσίας. Η προέκτασις των ελληνικών ορίων, αν όχι μέχρι του Ευξείνου τουλάχιστον μέχρι του Ελλησπόντου, αφαιρεί από την Ρωσίαν την ναυτικήν επικράτησιν και επ’ αυτού ακόμη του Ευξείνου, και κατακλείει εντός της Μαύρης Θαλάσσης πάσαν προς την μεσημβρίαν τάσιν της Ρωσίας».
Έτσι, με τις παραπάνω δηλώσεις του, ο Τσάρος, ανεξάρτητα κατά πόσο αυτές ευσταθούσαν ή ήταν δικαιολογημένες, (δείτε σημειώσεις), το μόνο που κατάφερε ήταν ν΄ αποκαλύψει τις μέλλουσες προθέσεις του και να θορυβήσει όχι βέβαια την Ελλάδα, αλλά την Αγγλία στον έλεγχο του Αιγαίου και της Α. Μεσογείου, η οποία και συνέγειρε τις άλλες ευρωπαϊκές Δυνάμεις. Συνέπεια αυτών ήταν η Συμφωνία Λονδίνου (1878), η σύγκλιση του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), η Συνθήκη Κωνσταντινούπολης (1878) και βέβαια η Συνθήκη του Βερολίνου (1878) που ακολούθησαν. Σημειώνεται ότι μετά τη συνομολόγηση της τελευταίας ο Τσάρος έθεσε υπό δυσμένεια τον Ν. Ιγνάντιεφ.
Επτά χρόνια αργότερα, το 1885 ο κατ΄ εξοχήν υπέρμαχος της Μεγάλης Βουλγαρίας της συνθήκης αυτής Βούλγαρος προπαγανδιστής Σούπωφ που διατελούσε γραμματέας της Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη ομολογούσε:
«Το μεγαλύτερο μέρος της Βουλγαρικής Μακεδονίας δεν έχει ακόμα αποκρυσταλλωμένη εθνική συνείδηση, και αν η Ευρώπη επέτρεπε στον Μακεδονικό λαό να εκλέξει εθνότητα, είμαι βέβαιος ότι η πλειονότης αυτών θα ξέφευγε εκ των χειρών μας. Εξαιρουμένων των βορείων διαμερισμάτων, οι πληθυσμοί των άλλων περιφερειών είναι έτοιμοι, ίνα ενδίδοντες και στην ελαχίστη πίεση δηλώσουν ότι δεν είναι Βούλγαροι, ότι αναγνωρίζουν το Πατριαρχείο και προτιμούν τα ελληνικά σχολεία και τους Έλληνες καθηγητές. Η ύπαιθρος χώρα είναι βουλγαρική, οι πόλεις όμως με εξαίρεση των βορείων περιοχών είναι ελληνικές, η ύπαιθρος δε χώρα εμπνέεται και καθοδηγείται παρά των πόλεων».
Αντίδραση της Ευρώπης
Μόλις έγινε γνωστή ως είδηση το περιεχόμενο της συνθήκης, φυσικό επόμενο ήταν να προκληθεί έντονη και άμεση αντίδραση τόσο των Ελλήνων όσο και των άλλων εθνοτήτων της περιοχής όπως Σέρβων, Αλβανών και Ρουμάνων. Οι δε τελευταίοι που συμμετείχαν στο ρωσοτουρκικό πόλεμο φέρονταν περισσότερο προδομένοι. Στην αντίδραση αυτή δεν άργησαν τόσο η Αγγλία όσο και η Αυστροουγγαρία ν΄ αντιληφθούν ότι η Βουλγαρία πλέον καθίστατο ένας πολιτικός αλλά και πολεμικός ρωσικός προμαχώνας που έθιγε άμεσα καίρια συμφέροντά τους στη περιοχή.
Έτσι μόλις ένα μήνα μετά την υπογραφή της συνθήκης επί κυβερνήσεως Β. Ντισραέλι, ο Άγγλος υπουργός εξωτερικών Λόρδος Ρόμπερτ Σέσιλ, Μαρκήσιος Σόλσμπερυ, (Robert Arthur Talbot Gascoyne-Cecil, 3rd Marquess of Salisbury) (που μόλις είχε αντικαταστήσει τον Δέρβυ), στις 1 Απριλίου του 1878 απευθύνει εγκύκλιο προς τις άλλες Δυνάμεις επικρίνοντας με δριμύτητα την Συνθήκη αυτή, ιδιαίτερα με το επιχείρημα ότι προσαρτώνται στο νέο βουλγαρικό κράτος χώρες κατοικούμενες από Έλληνες και ότι οι μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται να εισαχθούν στις άλλες επαρχίες (Ήπειρο, Θεσσαλία, Κρήτη) θα υπόκεινται στο ρωσικό έλεγχο.
Εκτός όμως του Άγγλου υπουργού των Εξωτερικών και άλλοι εξέχοντες πολιτικοί, ιστορικοί και διπλωμάτες κατήγγειλαν την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Συγκεκριμένα ο W. Miller την χαρακτήρισε «αυτόφορη παραβίαση της δικαιοσύνης και της Εθνολογίας», ο πολύς δε σλαβόφιλος Άγγλος ιστορικός και πολιτικός Σέτον-Γουάτσον (R. W. Seton-Watson) τη χαρακτήρισε «έντονα ως πολύ σλαβική». Αλλά και ο Άγγλος διπλωμάτης Σερ Ουίλιαμ Γουάιτ (Sir W. A. White) που βρισκόταν τότε στο Βουκουρέστι σημείωνε: «Οι Βούλγαροι εδημιουργήθησαν,(εννοώντας το κράτος), αν όχι δια να κρατήσουν τα Στενά των Δαρδανελίων, δια λογαριασμόν της Ρωσίας, πάντως δια να εμποδίσουν τους Έλληνας να θέσουν πόδα επ΄ αυτών»».
Τέλος πολλοί διπλωμάτες ομολογούσαν ότι η Βουλγαρία πριν ακόμα γεννηθεί προωρίσθη από μερικές Μεγάλες Δυνάμεις για την ηγεμονία της Βαλκανικής χερσονήσου, εξ απαλών δε ονύχων γαλουχήθηκε στην ιδέα της κυριαρχίας στα Βαλκάνια υποστηριζόμενη στις παράλογες αξιώσεις της από ισχυρούς προστάτες.
Συνέπεια αυτών ήταν ν΄ ακολουθήσει η Αγγλορωσική Συμφωνία Λονδίνου (1878) με την οποία αποφασίζεται η τροποποίηση της συνθήκης, ενώ και υπό την πίεση της Αυστρίας, η Ρωσία δέχθηκε τελικά αφενός τον χαρακτηρισμό της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου ως «μη τελεσίδικη», αλλά ως «συνθήκη προκαταρκτικών όρων ειρήνης» και αφετέρου τη σύγκληση του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878) για την τελική απόφαση.
Πολλοί Ρωσόφιλοι Έλληνες της εποχής προσπαθώντας να δικαιολογήσουν εν μέρει την ανθελληνική στάση του Τσάρου Αλέξανδρου Β΄ απέδιδαν αυτή στην άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης σε προηγούμενη πρόσκλησή του για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο (1877-1878), έστω για δυτικό αντιπερισπασμό οθωμανικών δυνάμεων. Πράγματι η πρόσκληση αυτή είχε γίνει με έγγραφο προς τον Βασιλέα Γεώργιο, που εκ των πραγμάτων όμως δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί.
Κατ΄ αρχήν η Ελλάδα τότε δεν είχε ακόμα πλήρη στρατιωτική οργάνωση που να διαθέτει και εκστρατευτικό σώμα, η δε οργάνωση αυτού απαιτούσε πολύ χρόνο. Το ελληνικό ναυτικό συγκροτούνταν από παλαιά πολεμικά πλοία. Ο δε ρωσοτουρκικός πόλεμος διεξαγόταν σε κατά ξηρά αναμετρήσεις. Έτσι ο οθωμανικός στόλος είχε πλήρη ελευθερία κινήσεων. Αλλά και ο Σουλτάνος όταν πληροφορήθηκε για τη σχετική πρόσκληση απείλησε την Ελλάδα με ναυτικό αποκλεισμό. Στις αρχές του 1878 εκδηλώθηκε και η κρητική επανάσταση. Συνέπεια αυτών ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης και η ανάληψη από οικουμενική κυβέρνηση, (η 1η επί Βασιλείας Γεωργίου Α΄), η οποία και ακολούθησε φιλοαγγλική στάση.
Από τους λόγους όμως του Τσάρου διαφαίνεται σαφέστατα ότι ο ανθελληνισμός του δεν οφειλόταν τόσο σε μία εκδικητική αντίληψη της στιγμής, όσο σε πάγια γενικότερη πολιτική θεώρηση των ρωσικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή.
Τον Μάρτιο του 1903, με τη συμπλήρωση 25ετηρίδας από την υπογραφή της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, πραγματοποιήθηκαν μεγάλες εορτές σ΄ όλες τις κύριες πόλεις, τόσο της Ρωσίας, όσο κυρίως της Βουλγαρίας. Επίσημο επίκεντρο των εκδηλώσεων αυτών ήταν η πόλη Σίπκα της κεντρικής Βουλγαρίας όπου και σε ομώνυμη παρακείμενη βουνοκορφή (ονομάζεται Πέρασμα της Σίπκα) ανεγέρθηκε τετράπλευρο πυργωτό μνημείο ύψους 30 μ. περίπου των ηρώων της Βουλγαρικής αναγέννησης.
Η ημερομηνία της υπογραφής της συνθήκης 3 Μαρτίου 1878 καθιερώθηκε εθνική εορτή ανεξαρτησίας της Βουλγαρίας.