Ο Ξάνθιππος ο Λακεδαιμόνιος ήταν μισθοφόρος στρατηγός του 3ου π.Χ. αιώνα στην υπηρεσία των Καρχηδονίων. Υπό την ηγεσία του, ο αναγεννημένος καρχηδονιακός στρατός εξόντωσε το ρωμαϊκό στράτευμα που είχε αποβιβαστεί στην Αφρική και απειλούσε την ίδια την ύπαρξη της Καρχηδόνας.
Μέχρι την εμφάνιση του Ξάνθιππου, ο πόλεμος δεν είχε εξελιχθεί καθόλου καλά για τους Καρχηδονίους. Οι Ρωμαίοι, αφού πρώτα επικράτησαν στην ξηρά, διεκδίκησαν και κέρδισαν την κυριαρχία στην θάλασσα καταναυμαχώντας επανηλλημένως τον εχθρικό στόλο. Έτσι άνοιξε ο δρόμος για την Αφρική και ρωμαϊκά στρατεύματα αποβιβάστηκαν κοντά στην Καρχηδόνα. Μετά από νέες θριαμβευτικές νίκες των ρωμαϊκών όπλων, η ύπαρξη της ίδιας της φοινικικής πολιτείας άρχισε να απειλείται σοβαρά.
Αν και οι εισβολείς εφησύχασαν αποσύροντας δυνάμεις από την Αφρική, ο εναπομείνων Ρωμαίος διοικητής, ύπατος Μάρκος Ατίλιος Ρήγουλος, δεν αδράνησε αλλά σημείωσε κι άλλες επιτυχίες καταλαμβάνοντας μάλιστα την μεγάλη και πλούσια πόλη του Τύνητα, 15 χλμ από την Καρχηδόνα. Με ορμητήριο την πόλη αυτή, προσπαθούσε να ξεσηκώσει σε αποστασία τούς υποτελείς της καρχηδονιακής ενδοχώρας. Στις καρχηδονιακές προτάσεις ειρήνης απάντησε αλαζονικά θέτοντας απαράδεκτους όρους.
Ο Ξάνθιππος στην Καρχηδόνα
Η καρχηδονιακή ηγεσία, αφού απέρριψε τους όρους των Ρωμαίων, εκτίμησε πιο ψύχραιμα την κατάσταση και προέβη σε μέτρα για την αναδιοργάνωση του στρατού. Ένα από αυτά ήταν η προαγωγή του Ξάνθιππου σε στρατηγό, ο οποίος μόλις είχε φτάσει στην Καρχηδόνα επικεφαλής αρκετών Ελλήνων μισθοφόρων. Ο Αππιανός αναφέρει ότι η άφιξη του Ξάνθιππου ήταν αποτέλεσμα αίτησης της Καρχηδόνας προς την Σπάρτη για την αποστολή κάποιου στρατηγού, αλλά το πιθανότερο είναι ο Ξάνθιππος να είχε κάποια προϋπηρεσία στον καρχηδονιακό στρατό και να ήταν ήδη γνωστές οι ικανότητές του στους εργοδότες του.
Σύμφωνα με τον Πολύβιο, μαθαίνοντας ο Ξάνθιππος για τις εξελίξεις και την δεινή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει οι Καρχηδόνιοι, διατύπωσε σε φίλους του κάποιες κρίσεις για το τι έφταιγε. Οι απόψεις αυτές μαθεύτηκαν από την ηγεσία της πόλης, η οποία κατόπιν ακρόασης του Λακεδαιμόνιου στρατιωτικού του ανέθεσε την αρχιστρατηγία των δυνάμεων της.
Από τη θέση αυτή ο Ξάνθιππος προχώρησε στις αλλαγές που είχε εισηγηθεί. Επέβαλε συνεχή εκγύμναση και αυστηρή πειθαρχία, ώστε το πολυεθνικό στράτευμα να αποκτήσει την απαιτούμενη συνοχή και ετοιμότητα. Η εκπαίδευση περιλάμβανε και τη χρήση μακρών δοράτων, πιθανώς σάρισες, με τα οποία αντικαταστάθηκαν τα ήδη χρησιμοποιούμενα. Ιδίως σ’ αυτήν την αλλαγή σημαντικό ρόλο πιθανώς έπαιξε η παρουσία αρκετών Ελλήνων μεταξύ των μισθοφόρων.
Έτσι σε λίγο καιρό ο ανανεωμένος καρχηδονιακός στρατός υπό της ενθουσιώδεις επευφημίες του πλήθους εξήλθε της πόλης προς αντιμετώπιση των αντιπάλων του.
Μάχη του Τύνητα
Ο Ξάνθιππος δεν επεδίωξε αμέσως την μάχη. Έχοντας προηγουμένως μελετήσει την μορφολογία της καρχηδονιακής ενδοχώρας και τις κινήσεις του Ρήγουλου στρατοπέδευσε μεταξύ του Τύνητα και της θάλασσας πάνω στις γραμμές ανεφοδιασμού και επικοινωνίας των Ρωμαίων. Απέκτησε έτσι το στρατηγικό πλεονέκτημα της επιλογής του πεδίου της μάχης. Ο Ρήγουλος, από την άλλη, έσπευσε αμέσως να αντιμετωπίσει τον Ξάνθιππο. Φαίνεται ότι είχε υποτιμήσει τον αντίπαλό του, αν κρίνουμε από τις επιστολές του προς την Ρωμαϊκή Σύγκλητο και ήθελε να κερδίσει την αποφασιστική για την τύχη της Καρχηδόνας μάχη, πριν την άφιξη του νέου υπάτου.
Μάλιστα χωρίς να ξεκουράσει τους καταπονημένους από την πορεία άνδρες του, παρέταξε τον στρατό του για μάχη αμέσως μόλις αντίκρυσε τον αντίστοιχο του Ξανθίππου. Οι Ρωμαίοι υπερτερούσαν ελαφρώς των αντιπάλων τους (17000 – 18000 Ρωμαίοι και Αφρικανοί σύμμαχοι έναντι λίγων παραπάνω από 16000 Καρχηδονίους) και στηριζόταν κυρίως στο συμπαγές και πειθαρχημένο πεζικό τους. Αντίθετα οι Καρχηδόνιοι διέθεταν πολυάριθμο ιππικό (4000 έναντι 500) και 100 ελέφαντες που τοποθετήθηκαν μπροστά από την φίλια παράταξη. Η σύγκρουση έγινε σε μια πεδινή περιοχή νότια του Τύνητα κοντά στη θάλασσα το 255 π.Χ.. Το καρχηδονιακό ιππικό σύντομα επικράτησε του αντίστοιχου (ασθενέστερου) ρωμαϊκού και στράφηκε προς τα νώτα του αντίπαλου πεζικού.
Οι Ρωμαίοι λεγεωνάριοι πιεζόμενοι από όλες τις πλευρές (μετωπικά από τους ελέφαντες και την φάλαγγα, νωτιαίως από το ιππικό) και μετά από σκληρό αγώνα συνετρίβησαν. Οι νεκροί ανήλθαν σε 15000 Ρωμαίους έναντι μόνον 800 Καρχηδονίων (αντίστοιχα ποσοστά επί του συνόλου του κάθε στρατού 90% και 5%). Ο Ρήγουλος μαζί με άλλους 500 στρατιώτες του αιχμαλωτίστηκε, ενώ περίπου 2000 κατέφυγαν στο στρατόπεδό τους και αργότερα περισυλλέγησαν από τον ρωμαϊκό στόλο.
Μετά την μάχη
Ο θρίαμβος του Ξάνθιππου είχε ως αποτέλεσμα να αναπτυχθούν αντιζηλίες και ζηλοφθονίες εκ μέρους Καρχηδονίων στρατιωτικών, όπως συχνά συμβαίνει στην Ιστορία. Έτσι ο Σπαρτιάτης στρατηγός σύντομα αποχώρησε από την Καρχηδόνα (ενέργεια φρόνιμη κατά τον Πολύβιο).
Μεταγενέστεροι ιστορικοί (Αππιανός) αναφέρουν διάφορες ιστορίες για την αγνωμοσύνη των Καρχηδονίων προς το πρόσωπο του Ξάνθιππου. Δεδομένου όμως του μένους των Ρωμαίων έναντι των Βορειαφρικανών εχθρών τους, οι αφηγήσεις αυτές τίθενται υπό αμφισβήτηση.
Οι περισσότερες πηγές, πάντως, δεν αναφέρουν κάτι άλλο σχετικά με την μετέπειτα πορεία του Ξάνθιππου, ενώ έχει διατυπωθεί η άποψη ότι μετέβη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπου έκτοτε πρόσφερε τις υπηρεσίες του.
Πηγές
Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή Ιστορία Βιβλίο ΧΙ
Πολυβίου, Ιστορίαι Βιβλίο Ι
Αππιανού Ρωμαϊκή Ιστορία Βιβλίο VIII, §3,4