Γεννήθηκε στο χωριό Μεσενικόλα Καρδίτσας το 1883. Το πραγματικό όνομα του Καπετάν Τσάρα ή Τσιάρα, ήταν Κωνσταντίνος Νταής. Ως υπολοχαγός του ελληνικού στρατού, αποστέλλεται από την ελληνική κυβέρνηση στη Μακεδονία για την οργάνωση της ένοπλης αντίστασης κατά των κομιτατζήδων Βουλγάρων.
Τον Ιούνιο του 1905 με διαταγή του στρατηγού Δαγκλή, εφοδιασμένος με τα απαραίτητα έγγραφα και με το ψευδώνυμο Στρατής Σπηναρίδης καταγόμενος από Πλακάδο Μυτιλήνης, φθάνει από την Κωνσταντινούπολη στην Καβάλα. Εκεί συνεννοείται με τον Έλληνα Πρόξενο και τον Γραμματέα του Μαυρομάτη και αποστέλλεται στη Δράμα για συνάντηση με τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο.
Για να μπορεί να περιέρχεται ελεύθερα στα χωριά της Δράμας, αποφασίζεται να οριστεί διευθυντής της 7τάξιας σχολής αρρένων Προσοτσάνης, του Οικοτροφείου Θηλέων Προσοτσάνης και επιθεωρητής των σχολείων της περιοχής. Τον Σεπτέμβριο του 1905 συνεργάζεται στα σχολεία της Προσοτσάνης με τους δασκάλους: Αστεριάδη Νικόλαο, Βουλτσιάδη Βασίλειο, Βάμβα Βασίλειο, Τριανταφυλλίδη Αθανάσιο, Καλαϊτζή Κων/νο (από Πετρούσα) και από το Οικοτροφείο τις Σερραίες: Πατραμάνη Άννα και Μέλφου Ελισάβετ. Η αποστολή του ήταν απολύτως μυστική. Όμως έγινε αντιληπτή από τους αντιπάλους του και ανακλήθηκε στην Αθήνα τον Μάρτιο του 1906.
Λίγο καιρό αργότερα, προσπάθησε να επιστρέψει, αλλά συνελήφθη στη Θεσσαλονίκη διότι το άτομο που πραγματικά έφερε το όνομα Σπηναρίδης Στρατής ήταν καταζητούμενος για φόνο στη Μυτιλήνη. Έπειτα από 6μηνη φυλάκιση, ξυλοδαρμό και άλλες περιπέτειες, το ελληνικό Προξενείο κατάφερε να βοηθήσει να αποδράσει. Στη συνέχεια εισήλθε σε Νοσοκομείο στην Αθήνα για αποκατάσταση της υγείας του από τα βασανιστήρια που υπέστη.
Το 1907 συγκρότησε αντάρτικο Σώμα στο όρος Παγγαίο με το ψευδώνυμο καπετάν Τσιάρας ή Τσάρας. Η ομάδα συγκεντρώθηκε και έδωσε τον όρκο στην οικία του προέδρου της Επιτροπής Άμυνας της Πρώτης (Κιουπ – Κιόι) Σερρών προκρίτου Γεωργίου Καραμανλή, πατέρα του Κων/νου Καραμανλή. Υπαρχηγός της ομάδας του ήταν ο Χρήστος Βογιατζής από την Προσοτσάνη, ο Πολυχρόνης Παλιάγκας και ο Δημήτριος Πένσας από τη Χωριστή, ο Γεώργιος Βώλακλης από τον Βώλακα, ο Κων/νος Τσελέγκας και ο Λεωνίδας Μαλαμίδης από το Ροδολείβος, ο Γεώργιος Χαραμής υπαξκός του ναυτικού από την Πελοπόννησο, ο Γεώργιος Καράμπελας από τη Στενήμαχο, ο Δημήτριος Κομήτης από το Δοξάτο, ο Αθανάσιος Λαζάρου από τα Ιωάννινα, ο Μιλτιάδης Τσομπανέλης από τις Κυδωνιές Μ. Ασίας, ο Ιωάννης Παρούσης από τη Ν. Ζίχνη κ.α.
Σκοπός του Σώματος ήταν να προστατεύσει τα ελληνικά χωριά από τους βούλγαρους κομιτατζήδες. Να προβαίνει σε αντίποινα εναντίων των βουλγάρικων χωριών. Να εξαπολύει επιθέσεις κατά των βουλγάρικων συμμοριών. Να εμποδίσει την κάθοδο Βούλγαρων στην πεδιάδα της Δράμας και Καβάλας και να εμπνεύσει το αίσθημα της ασφάλειας στον ελληνικό πληθυσμό που έπρεπε να περιμένει την απελευθέρωσή του από την πατρίδα Ελλάδα. Κατάφερε να επιτύχει τους στόχους του, αφού προστάτευσαν τα γύρω χωριά (Δοξάτο, Χωριστή, Πρώτη, Ροδολείβος κ.α.) από πυρπολήσεις και δολοφονίες, ενώ περιορίστηκε η κάθοδος Βουλγάρων που με το πρόσχημα των θεριστών, έκαναν προπαγάνδα.
Στο ενεργητικό του είχε αρκετές νικηφόρες μάχες όπως σε: Νικήσιανη, Ηλιοκώμη, Πετρούσα, Κεφαλάρι, Δοξάτο κ.α. Τον Μάιο του 1908 το αντάρτικο Σώμα του Καπετάν Τσάρα, εξόντωσε κυριολεκτικά στη θέση «Μπουνάρμπαση» ομάδα Βούλγαρων Κομιτατζήδων που από τα 15-16 άτομα που αποτελούνταν διασώθηκαν μόνο 4.
Τα επόμενα χρόνια συνέχισε τη σταδιοδρομία του στον ελληνικό στρατό, φθάνοντας στον καταληκτικό βαθμό του στρατηγού. Μετά την απελευθέρωση εξελέγη δύο φορές βουλευτής Καβάλας (1932-33), ενώ το όνομά του δόθηκε σε οδούς και πλατείες χωριών της περιοχής.
Πέθανε στις 21 Φεβρουαρίου 1962.