Μυστικό σύμφωνο αλληλοϋποστήριξης, μεταξύ του Κόμματος των Φιλελευθέρων και του Παλλαϊκού Μετώπου (ΚΚΕ), που υπογράφηκε στις 19 Φεβρουαρίου του 1936 στην Αθήνα.
Στις εκλογές της 26ης Ιανουαρίου του 1936 κανένα κόμμα δεν εξασφάλισε την απόλυτη πλειοψηφία. Τα κόμματα του βενιζελικού χώρου εξασφάλισαν 142 έδρες και οι αντιβενιζελικοί 143. Ρυθμιστής της κατάστασης έγινε το ΚΚΕ, που κατέβηκε υπό τη σημαία του Παλλαϊκού Μετώπου και μπήκε για πρώτη φορά στη Βουλή με 15 βουλευτές.
Οι διαβουλεύσεις που ακολούθησαν μεταξύ των αστικών κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης αποδείχθηκαν άκαρπες. Πάντως, το ΚΚΕ στις 29 Ιανουαρίου έκανε δημόσια πρόταση να στηρίξει με ψήφο ανοχής μία κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, η οποία έπεσε στο κενό, καθώς ουδείς αστός πολιτικός ήταν δυνατό να δεχθεί ένα τέτοιο ρυθμιστικό ρόλο για τους κομουνιστές.
Όμως, ο αρχηγός του Κόμματος των Φιλελευθέρων, Θεμιστοκλής Σοφούλης, είχε διαφορετική άποψη. Με πάσα μυστικότητα ανέλαβε την πρωτοβουλία να ζητήσει την υποστήριξη του Παλλαϊκού Μετώπου, ενόψει της πρώτης συνεδρίασης της Βουλής για την εκλογή Προέδρου της Βουλής, που θα ήταν πρόκριμα και για την επιλογή του προσώπου του πρωθυπουργού. Οι συνομιλίες του με τον βουλευτή και ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ Στυλιανό Σκλάβαινα (1907-1944) κατέληξαν στη συμφωνία της 19ης Φεβρουαρίου, που έμεινε στην ιστορία ως «Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα».
Η μυστική συμφωνία προέβλεπε ότι το Παλλαϊκό Μέτωπο δεσμευόταν να υποστηρίξει τον Σοφούλη κατά την εκλογή προέδρου της Βουλής και να στηρίξει μία κυβέρνηση του κόμματός του, ενώ οι Φιλελεύθεροι αναλάμβαναν την υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να καταργήσουν το Ιδιώνυμο, την υπηρεσία κρατικής ασφαλείας, και να αμνηστεύσουν ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ.
Πράγματι, στις 6 Μαρτίου του 1936 ο Σοφούλης εξελέγη Πρόεδρος της Βουλής με της ψήφους και του ΚΚΕ και την επομένη τού δόθηκε από τον βασιλιά η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Ο ίδιος ζύγισε τις πιθανότητες επιτυχίας του και τελικά στις 11 Μαρτίου εισηγήθηκε στον βασιλιά ότι θα στήριζε μια κυβέρνηση με εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό τον καθηγητή Κωνσταντίνο Δεμερτζή. Η νέα κυβέρνηση ορκίστηκε στις 14 Μαρτίου και ο Δεμερτζής έγινε για δεύτερη φορά πρωθυπουργός, με αντιπρόεδρο της κυβέρνησης τον μετέπειτα δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά.
Η στήριξη του Σοφούλη στον Δεμερτζή εξόργισε τα στελέχη του ΚΚΕ, αφού ήταν προφανές ότι δεν θα τηρούσε τη συμφωνία του με τον Σκλάβαινα. Έτσι, ο Σκλάβαινας ανέλαβε να δημοσιοποιήσει το μυστικό σύμφωνο, κατά τη συνεδρίαση της Βουλής στις 2 Απριλίου, προκαλώντας πολιτικό σεισμό.
Αντιδράσεις κατά του Σοφούλη εκδηλώθηκαν και στους κόλπους των Φιλελευθέρων, από τη συντηρητική μερίδα του κόμματος. Ο Σάμιος πολιτικός αναγκάστηκε να απολογηθεί, διευκρινίζοντας ότι το κείμενο της συμφωνίας δεν περιέχει τίποτα που να μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφεύγει ή ανατρέπει τις δημόσια διακηρυγμένες θέσεις του κόμματος. Ο Σκλάβαινας έριξε και δεύτερη βόμβα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι κάτι ανάλογο συζητούσε και με το Λαϊκό Κόμμα, τον βασικό πυλώνα της αντιβενιζελικής παράταξης. Η διάψευση του ηγέτη του κόμματος, Παναγή Τσαλδάρη, δεν έπεισε κανένα.
Αμέσως μετά, ο Ιωάννης Ράλλης της «Λαϊκής Ριζοσπαστικής Ένωσης» κατέθεσε πρόταση μομφής κατά του προέδρου της Βουλής, Θεμιστοκλή Σοφούλη. Συζητήθηκε στις 24 Απριλίου του 1936 και απορρίφθηκε πανηγυρικά με ψήφους 165 έναντι 88, αφού η αντιβενιζελική παράταξη εμφανίστηκε διεσπασμένη στην ψηφοφορία.
Από τότε, το «Σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα» επανερχόταν τακτικά στο προσκήνιο, κάθε φορά που η Δεξιά ήθελε να κατηγορήσει την κεντρώα παράταξη για «συνοδοιπορία» με τους κομμουνιστές.