Ο Μιχάλης Ν. Ράπτης (1911 – 1996) υπήρξε Έλληνας τροτσκιστής, ηγετική μορφή του τροτσκιστικού κινήματος κατά τα πρώτα χρόνια μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκτός Ελλάδος είναι γνωστός αποκλειστικά με το ψευδώνυμο Μισέλ Πάμπλο.
Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 24 Αυγούστου 1911. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο και συνέχισε στη Σορβόνη, στην ειδικότητα του πολεοδομικού σχεδιασμού. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συνεργάσθηκε με τον Παντελή Πουλιόπουλο στην ίδρυση της ΟΚΔΕ.
Το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά τον εκτόπισε στη Φολέγανδρο, όπου γνώρισε τη σύζυγό του Έλλη Διοβουνιώτη. Μαζί απέδρασαν για το γνώριμό του Παρίσι, όπου τους βρήκε η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εκείνο το καιρό αποκατέστησε την επαφή με τους Γάλλους τροτσκιστές, αλλά η αδύναμη υγεία του δεν του επέτρεπε συστηματική ενασχόληση.
Αφού ανάρρωσε πλήρως ξεκίνησε η επαναδραστηριοποίησή του, η οποία τον έφερε στη θέση του γραμματέα του Ευρωπαϊκού (1944) και του Διεθνούς (1946) Γραφείου της Τετάρτης Διεθνούς. Έτσι στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η επιρροή του στο παγκόσμιο τροτσκιστικό κίνημα ήταν τεράστια, αναδεικνυόμενος στον πραγματικό ηγέτη της Διεθνούς.
Υπήρξε εκ των βασικών εισηγητών της αντίληψης ότι οι χώρες του ανατολικού μπλοκ ήταν διαστρεβλωμένα εργατικά κράτη. Επίσης, βλέποντας ότι οι τροτσκιστές παρέμεναν σαφώς μειοψηφική δύναμη εντός της Αριστεράς, υποστήριξε πως θα έπρεπε να δρουν εντός των κυρίαρχων σοσιαλδημοκρατικών και κομμουνιστικών κομμάτων των χωρών τους, ώστε να κερδίζουν κόσμο από τη βάση τους και να τον στρέφουν σε πιο «αριστερή» κατεύθυνση (εισοδισμός-από τη λέξη είσοδος).
Η απόλυτη κυριαρχία του κράτησε έως την προσωρινή διάσπαση της Διεθνούς το 1953 – ένας από τους βασικούς λόγους της διάσπασης ήταν η τρομακτική δύναμη που ο Ράπτης είχε συγκεντρώσει στα χέρια του, σε βαθμό που πολλοί σύντροφοί του αποκαλούσαν τις μεθόδους του σταλινικές. Οι παμπλιστές, όπως αποκλήθηκαν οι υποστηρικτές του, συνέχισαν να ελέγχουν κάποια ευρωπαϊκά κόμματα, ενώ είχαν επιρροή και στη Λατινική Αμερική μέσω του Ποσάδας (ο οποίος σύντομα τον εγκατέλειψε στρεφόμενος σε πιο εσωτεριστικές αναζητήσεις). Υποστηρίζοντας την Αλγερινή επανάσταση, οι παμπλιστές συμμετείχαν σε ένα δίκτυο λαθρεμπορίας όπλων και παραχαραγμένων χρημάτων, για βοήθεια σε επαναστατημένους λαούς, για το οποίο ο Ράπτης συνελήφθη από τις ολλανδικές αρχές και τιμωρήθηκε με 15μηνη φυλάκιση.
Όταν τελικά η Τέταρτη Διεθνής επανενώθηκε το 1963, ένας από τους όρους της άλλης πλευράς ήταν η πλήρης απομάκρυνση του Ράπτη από κάθε πόστο ή δραστηριότητα. Αυτός όμως κατάφερε να εκλεγεί στο Διεθνές Γραφείο της οργάνωσης, χρησιμοποιώντας ως όχημα το (ιδρυμένο από οπαδούς του) Αφρικανικό Γραφείο. Τελικά διεγράφη οριστικά το 1965.
Από το 1963 ο δρόμος του ήταν σχεδόν απόλυτα προσωπικός. Διετέλεσε σύμβουλος του αλγερινού προέδρου Αχμέντ Μπεν Μπελά μέχρι την ανατροπή του από στρατιωτικούς το 1965, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 δραστηριοποιήθηκε στη Χιλή του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών (1974) εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα, όπου ανέπτυξε πολύ στενή σχέση με τον Ανδρέα Παπανδρέου (γνωρίζονταν από τα νεανικά χρόνια τους). Παράλληλα προσπάθησε να επανέλθει στα πράγματα του διεθνούς τροτσκιστικού κινήματος ιδρύοντας την Επαναστατική Μαρξιστική Τάση, αλλά δε βρήκε καθόλου υποστηρικτές.
Προς το τέλος της ζωής του, υποστηρίζεται από πολλούς πρώην συντρόφους του ότι διολίσθησε προς τον εθνικισμό λόγω της υποστήριξής του στο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς και το Ράντοβαν Κάρατζιτς.
Πέθανε στην Αθήνα στις 17 Φεβρουαρίου 1996 και η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη. Η δράση και η πολιτική του κληρονομιά άφησε φανατικούς φίλους κι εξίσου φανατικούς εχθρούς, αποτελώντας μέχρι σήμερα αντικείμενο διαμάχης εντός του τροτσκιστικού κινήματος.