Ο Γεώργιος (ή Γκόνος) Γιώτας (1880 – 12 Φεβρουαρίου 1911) ήταν σλαβόφωνος Μακεδονομάχος οπλαρχηγός. Καταγόταν από το Πλουγκάρ και έζησε αρκετά χρόνια στα Γιαννιτσά. Έδρασε στην περιοχή των Γιαννιτσών.
Από το 1900 ως το 1904 πολέμησε με την ΕΜΕΟ. Ξεκίνησε τη δράση του με την ελληνική πλευρά στο βάλτο, τον Οκτώβριο του 1904, σαν οδηγός της ομώνυμης λίμνης και βοήθησε στην επιστροφή έξι χωριών από την Βουλγαρική Εξαρχία στο Πατριαρχείο.
Ίσως ο σημαντικότερος μαχητής την περίοδο του Μακεδονικού αγώνα στην Κεντρική Μακεδονία, στο πιο νευραλγικό σημείο: το Βάλτο των Γιαννιτσών. Η δράση του έγινε θρύλος και του προσδόθηκαν τα προσωνύμια «στοιχειό του Βάλτου» και «θεριό του Βάλτου».
Πρώτα χρόνια
Γεννήθηκε στο Πλουγκάρ ή Πλούγαρ των Γιανιτσών, έναν ερειπωμένο σήμερα οικισμό μεταξύ Γαλατάδων, Καρυώτισσας και Αγίου Λουκά, που το 1927 μετονομάστηκε Λουδίας. Ήταν σλαβόφωνος και πρώτος ξάδερφος του Βούλγαρου κομιτατζή βοεβόδα Αποστόλ Πέτκωφ.
Από μικρός, εργάζονταν μαζί με τον πατέρα του Βασίλειο Γιώτα και τον μικρότερο αδελφό του Κωνσταντίνο Γιώτα (επίσης Μακεδονομάχους), στους αγρούς της Μονής Αγίου Λουκά, στο χωριό Βρέζι (Άγιος Λουκάς), δίπλα στο Βάλτο. Από μικρός, ανήλικος ακόμα, χειρίζονταν τα όπλα, αφού πολλές φορές χρησιμοποιούνταν από τον πατέρα του ως ένοπλος φρουρός των κτημάτων στον Άγιο Λουκά.
Από το 1900 ως το 1904 ήταν ενταγμένος στην Εσωτερική Μακεδονο-Αδριανουπολιτική Επαναστατική Επιτροπή και πολέμησε κατά των Οθωμανών. Όταν όμως η Βουλγαρική Οργάνωση διοργάνωσε το δημόσιο λιθοβολισμό του Μητροπολίτη Εδέσσης Στέφανου, στις αρχές του 1904, διαχώρισε τη θέση του και ανέλαβε πρωτοβουλία διοργανώνοντας την Ελληνική δράση στη Λίμνη των Γιαννιτσών.
Το καλοκαίρι του 1904 στο ναό της Μονής του Αγίου Λουκά στο ομώνυμο χωριό, όταν κατά τη διάρκεια της Κυριακάτικης λειτουργίας, εισέβαλαν τρεις ένοπλοι Βούλγαροι που απαίτησαν να τελέσει τη θεία λειτουργία ένας εξαρχικός ιερωμένος, ο ένοπλος Γιώτας ανάγκασε τους κομιτατζήδες να αποχωρήσουν και έκτοτε είχε εχθρικές σχέσεις με την ΕΜΕΟ.
Μακεδονικός Αγώνας
Έδρασε συνεργαζόμενος καθ’ όλη τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα με τον οπλαρχηγό Απόστολο Ματόπουλο. Το Μάρτιο του 1905 πέρασε στο Βάλτο το πρώτο ελληνικό σώμα προερχόμενο από το ελεύθερο Ελληνικό κράτος, και ο Γκόνος Γιώτας ανέλαβε να το κατατοπίσει.
Όταν το φθινόπωρο του 1905 εγκαταστάθηκε στη λίμνη το πρώτο ελληνικό σώμα, υπό τον καπετάν Πετρίλο (Κώστα Μπουκουβάλα), ξεκίνησαν κάποιες κοινές ελληνοτουρκικές επιχειρήσεις εναντίον των Βουλγάρων. Ο Γκόνος ήρθε σε συνεννόηση με τον Γκαλήπ πασά και έβαλαν από κοινού εναντίον των βουλγαρικών καλύβων, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν την καλύβα του Τσεκρίου (Παραλίμνης), η οποία στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε ως το γενικό αρχηγείο των ελληνικών σωμάτων.
Τον επόμενο χρόνο συνεργάστηκε με τον Καπετάν Άγρα, καταφέρνοντας σημαντικές επιτυχίες. Σε συνεννόηση με τον Τούρκο τσιφλικά Εμίν μπέη και υπό την καθοδήγηση ενός υπαλλήλου του κατασκευάστηκε το 1906 η καλύβα της Πρίσνας, που σύμφωνα με τον Γκόνο ωφέλησε σημαντικά την ελληνική πλευρά.
Κατά το 1907 ο Γκόνος συνεργάστηκε στο Βάλτο των Γιαννιτσών με τον οπλαρχηγό Παντελή Παπαϊωάννου (καπετάν Νικοτσάρα), ώσπου ο τελευταίος αναχώρησε για την περιοχή της Στρώμνιτσας. Την άνοιξη του 1907 το σώμα του Γκόνου συμμετείχε μαζί με τον τουρκικό στρατό σε μία από τις τελευταίες επιθέσεις που οδήγησαν στον εκτοπισμό των Βουλγάρων από τη Λίμνη των Γιαννιτσών, χάρη στο συνεχή βομβαρδισμό από τον τουρκικό στρατό.
Σύμφωνα με την αφήγηση του Γκόνου για τη συντονισμένη ελληνοτουρκική επιχείρηση, ο βομβαρδισμός του τουρκικού στρατού ανάγκασε το σώμα του Αποστόλ Πέτκωφ να αποχωρήσει, ενώ το σώμα του Γκόνου καταδίωξε την οπισθοφυλακή που είχε μείνει για να αποκρύψει τα πολεμοφόδια.
Ο Γκόνος ήταν πανθομολογουμένως η σημαντικότερη προσωπικότητα από την ελληνική πλευρά στην περιοχή του Βάλτου και ο μόνος που παρέμεινε στην περιοχή για τεσσεράμισι χρόνια. Ο Γεώργιος Μόδης έκρινε απαραίτητη την παρουσία του για τη δράση ελληνικών σωμάτων στην περιοχή, ενώ ο Δημήτριος Κάκκαβος τον χαρακτήρισε «στοιχειό του Βάλτου». Ενόσω πολεμούσε με την ελληνική πλευρά, ο Γκόνος έμαθε ελληνικά, κυρίως από Κρήτες και γι’ αυτό τα μιλούσε με κρητική προφορά.
Την περίοδο εκείνη υπήρχε μια διχόνοια ανάμεσα στα κορυφαία στελέχη της Βουλγαρικής Οργάνωσης στην περιοχή, με αποτέλεσμα άλλοι να καταφύγουν στη Βουλγαρία και άλλοι να προσχωρήσουν στην Ελληνική πλευρά. Ο Γκόνος Γιώτας, εκμεταλλευόμενος την κατάσταση, και όντας πλέον ο μόνος ισχυρός εκφραστής των Ελληνικών θέσεων στην περιοχή, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με αρκετούς κομιτατζήδες για να τους επαναφέρει στην Ελληνική πλευρά, συνομιλώντας έτσι με τον Τραϊανό (Τράικο) Κουκούδη και το Δημήτριο Μπάμπιανη. Οι προσπάθειες αυτές συνάντησαν τις αντιδράσεις πολλών ντόπιων Ελλήνων αφενός (ένοπλοι επιτέθηκαν στην οικία του Τράικου), και αφετέρου διακόπηκαν λόγω του Κινήματος των Νεοτούρκων.
Την περίοδο εκείνη χάρισε μια καμπάνα στη Μονή του Αγίου Λουκά. Την ίδια χρονιά (1908) άρχισε να δρα με δική του ομάδα στη δυτική όχθη της Λίμνης των Γιαννιτσών, ενώ στο τέλος του 1908 κατέφυγε στην Αθήνα.
Μετέπειτα δράση
Μετά την επανάσταση των Νεότουρκων, αποφάσισε να μην παραδώσει τα όπλα και συνέχισε τη δράση στην ανατολική πλευρά του Βάλτου. Στο μεταξύ, ο πρακτικός «ιατρός» Αντωνάκης Αντωνιάδης (από το Πήλιο), ο οποίος υπήρξε πολύτιμος συνεργάτης και φίλος του Απόστολου Ματόπουλου, συνεργάστηκε με το νέο καθεστώς των Νεοτούρκων ελπίζοντας σε μια ανώτερη θέση στη διοίκηση. Με τις παραινέσεις του Αντωνάκη και του Χαλίλ μπέη (που ήταν συγγενής με τον, εκ των πρωτεργατών των Νεοτούρκων, Εμβέρ μπέη), ο Απόστολος Ματόπουλος πείστηκε να παραδόσει τα όπλα, καθώς και τα όπλα που είχε κρύψει στο βάλτο ο Γεώργιος Γιώτας πριν αναχωρήσει για την Αθήνα.
Στις αρχές του 1909, ο Γεώργιος Γιώτας επανήλθε στη Μακεδονία, καθώς με την εύνοια των Οθωμανικών αρχών οι Βούλγαροι είχαν εξαπολύσει δολοφονικές επιθέσεις κατά Ελλήνων. Με τη δράση του αντιμετώπισε με επιτυχία τη δράση του κομιτατζή Απόστολου Τερζή (Πέτκωφ), είτε σε αλλεπάλληλες συγκρούσεις με το σώμα του, είτε ανταποδίδοντας τις δολοφονίες Ελλήνων προυχόντων των Γιαννιτσών και της γύρω περιοχής, με εκτελέσεις πρακτόρων του Βουλγαρικού Κομιτάτου.
Ο Γκόνος Γιώτας κατά την επάνοδό του στη Μακεδονία το 1909, πληροφορήθηκε από τους χωρικούς την παράδοση των όπλων και υπέβαλε αναλυτική αναφορά στο Υπουργείο Εξωτερικών, κατηγορώντας τον Απόστολο Ματόπουλο ότι παρέδωσε τα όπλα για να αποκομίσει χρηματικά οφέλη, αδυνατώντας να εξηγήσει τη στάση του.
Σε έκθεση που υπέβαλε στο Υπουργείο Εξωτερικών το Νοέμβριο του 1909 ο Γκόνος κατέγραφε στο ενεργητικό του 86 «φόνους», 21 σε συμπλοκές και 65 σε ενέδρα. Ως αποζημίωση για βλάβες που υπέστη η περιουσία του κατά το Μακεδονικό Αγώνα ο Γκόνος ζήτησε από το ΥπΕξ 110 λίρες.
Το Νοέμβριο του 1910 ο Γκόνος μαζί με το Λάζο Δογιάμα και τον Αθανάσιο Μπέτσο, δυσαρεστημένοι «μετά των εν Αθήναις διευθυνόντων», έφυγαν από το «Άσυλο Μακεδόνων» στην Αθήνα για να συνεχίσουν τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Μακεδονία. Καταδιώχθηκαν από τις ελληνικές αρχές μετά από εντολή του Υπουργείου Εξωτερικών στους νομάρχες Λάρισας και Τρικάλων να τους συλλάβουν και να κατασχέσουν τα έγγραφα που είχαν πάνω τους ως πλαστά και επειδή εξέθεταν την ελληνική κυβέρνηση στις οθωμανικές αρχές και κατέφυγαν στην οθωμανική επικράτεια. Τότε το ΥπΕξ διαμήνυσε στο ελληνικό προξενείο στη Θεσσαλονίκη να τους χαρακτηρίζει κοινούς ληστές, αν οι συμμορίες τους θεωρηθεί από τις οθωμανικές αρχές ότι έχουν πολιτικό χαρακτήρα.
Στις αρχές του 1911 κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Γκόνος Γιώτας είναι οργισμένος με τη στάση του Απόστολου Ματόπουλου και τη συνεργασία του τελευταίου με τους Νεότουρκους, θεωρώντας ότι τον εκμεταλλεύονται. Η φήμη αυτή θορύβησε τον Απόστολο Ματόπουλο που εγκατέλειψε την περιοχή.
Όταν στις 12 Φεβρουαρίου του 1911 ο Γκόνος Γιώτας σκοτώθηκε σε επιχείρηση του Οθωμανικού στρατού, πολλοί ήταν εκείνοι που κατηγόρησαν, το γιατρό Αντωνάκη και τον Απόστολο Ματόπουλο, ότι αυτοί ενημέρωσαν τις Οθωμανικές αρχές για την παρουσία του Γκόνου στο Νησί Ημαθίας. Οι Ελληνικές αρχές για να αντιμετωπίσουν την κατάσταση, φυγάδευσαν τον Απόστολο Ματόπουλο στις ΗΠΑ (θεωρώντας ότι η ενέργειά του ήταν προϊόν παραπλάνησης), ενώ τον ιατρό Αντωνάκη τον εκτέλεσαν ως επικίνδυνο για την Ελληνική υπόθεση. Ήταν 31 ετών.
Το Φεβρουάριο του 1912 ο πατέρας του, Βασίλειος, που είχε ήδη εισπράξει 20 λίρες, ζήτησε από το ελληνικό προξενείο της Θεσσαλονίκης να του δοθούν 30 λίρες, «υπεσχημένες και οφειλόμενες» στο γιο του και τελικά εγκρίθηκε η χορήγηση μιας μηνιαίας αποζημίωσης 2,5 λιρών.
Κείμενα του Γκόνου απόκεινται στο Αρχείο Μακεδονικού Αγώνα της Πηνελόπης Δέλτα, η οποία, ωστόσο, του απέδωσε δευτερεύοντα ρόλο στο μυθιστόρημά της Στα Μυστικά του Βάλτου.
Το 1954 τοποθετήθηκαν δύο όμοιες προτομές του, μία στην πλατεία Βασιλείου Ρομφέη στη Θεσσαλονίκη και μία στα Γιαννιτσά, έργα του Φλωρινιώτη γλύπτη Δημήτριου Καλαμάρα.