Ο Νικόλαος Κριεζώτης ήταν οπλαρχηγός, από τους διαπρεπέστερους της Ελληνικής Επανάστασης, στην Εύβοια. Ο Νικόλαος Κριεζώτης γεννήθηκε το 1785 στο ορεινό χωριό Αργυρό, Βίρα της επαρχίας Καρυστίας στην Εύβοια, και πέθανε το 1853 στη Σμύρνη, όπου κηδεύτηκε στο ναό της Αγ. Φωτεινής.
Γονείς του ήταν ο Ισίδωρος και η Χρυσή Χαραχλιάνη και το πραγματικό του όνομα ήταν Νικόλαος Χαραχλιάνης. Κατά την Επανάσταση πήρε το όνομα Κριεζώτης, από το χωριό Κριεζά της Εύβοιας, όπου διέμενε με την οικογένειά του όταν ήταν παιδί, αν και υπέγραφε πάντα ως Γκριτζιώτης.
Καταγόταν από φτωχή οικογένεια, ο πατέρας του Ισίδωρος Χαραχλιάνης κάτοικος Βύρας σημερινό Αργυρό, ήταν βοσκός και ο ίδιος δεν έτυχε καμιάς μορφώσεως. Η μάννα του Χρυσή καταγόταν από τα Κριεζά. Η οικογένεια είχε πέντε (5) παιδιά, κατά σειρά τους Κωνσταντίνο, Γρηγόριο, Νικόλαο, Σοφία και Καλή. Κάποια χρονιά απροσδιόριστη αλλά στη παιδική ηλικία του Νικολάου η οικογένεια μετακόμισε στα Κριεζά.
Ο Νίκος από μικρός έγινε τσοπάνος, και αργότερα όταν πήγε στο παππού του Νίκο Χαραχλιάνη εξακολούθησε να δουλεύει ως βοσκός. Στη παιδική ηλικία στάλθηκε στη Μονή των Λευκών για να μάθει γράμματα. Ως ατίθαση προσωπικότητα δεν ταίριαξε στο μοναστήρι.
Επαναστατική δράση
Στην Εύβοια κατατάχτηκε στο σώμα του Αγγελή Γοβιού και πήρε το βάπτισμα του πυρός στα Βρυσάκια, το καλοκαίρι του 1821, όπου κατά τη διάρκεια της μάχης έδειξε τόση ανδρεία, ώστε ο Αλέξανδρος Κριεζής τον έκανε οπλαρχηγό με 300 στρατιώτες. Λίγο αργότερα πήρε το βαθμό του πεντακοσιάρχου και έθεσε στόχο του την απελευθέρωση της Καρύστου, με τη συνεργασία του οπλαρχηγού της Κύμης και στενού του φίλου Βάσου Μαυροβουνιώτη.
Τον Ιανουάριο του 1822 έδωσαν την πρώτη μεγάλη μάχη προς τον Ομέρ μπέη της Καρύστου στον Ανεμόμυλο Στύρων και στις 22 Φεβρουαρίου μόνος ο Κριεζώτης διέσπασε τον τουρκικό στρατό, ο οποίος υποχώρησε προς το φρούριο της Καρύστου. Η άφιξη, όμως, στη Χαλκίδα του Τσερχατζή Αλή Πασά με 500 άντρες που έστειλε ο Δράμαλης από τη Θήβα, κατά την κάθοδό του στην Π/νησο, δυσχέραναν τα σχέδιά του. Όταν ο Κριεζώτης βρισκόταν στο Κουτουρλομετόχι, τον Ιούλιο του 1822, στρατολογώντας άντρες για να ενισχύσει τις ολιγάριθμες δυνάμεις του, εξεστράτευσαν εναντίον του ο Τσερχατζή Αλή Πασάς και ο Ομέρ μπέης με 5000 στρατό, ιππικό και πεζικό. Παρά, όμως, τις επί τρεις μέρες αλλεπάλληλες εφόδους τους δεν μπόρεσαν να ανατρέψουν την άμυνα της φυσικά οχυρής περιοχής, καθώς μάλιστα οι Έλληνες εξαπέστειλαν εναντίον τους σμήνη από μέλισσες, αναγκάζοντάς τους να γυρίσουν στη Χαλκίδα με σημαντικές απώλειες.
Μετά τη νίκη αυτή στο Κουτουρλομετόχι ο Κριεζώτης πήρε και επίσημα τον τίτλο του αρχηγού της Καρυστίας και φρόντισε να οργανώσει την περιοχή, στρατιωτικά και πολιτικά, στηριζόμενος σε ντόπια στοιχεία. Έτσι κατάφερε τον Μάιο του 1823 να αντιμετωπίσει τον Ομέρ μπέη στο Βατίτσι, αναγκάζοντάς τον να οχυρωθεί στο φρούριο της Καρύστου, το οποίο ο Κριεζώτης πλησίαζε και πολιορκούσε συνεχώς, μέχρι την άφιξη του οθωμανικού στόλου. Τότε διαλύθηκε το ελληνικό στρατόπεδο και ο Κριεζώτης μάταια αγωνίστηκε να συγκρατήσει τους έντρομους χωρικούς που έτρεχαν κοντά στις οικογένειές τους. Μένοντας με 150 άντρες αναγκάστηκε να αποσυρθεί στη Σκόπελο.
Το 1824, ενώ η κυβέρνηση συμφώνησε με το στόλο των Ψαριανών να ενισχύσουν τον αγώνα στην Εύβοια, ο Κριεζώτης επανέλαβε την πολιορκία του φρουρίου της Καρύστου, στις αρχές Μαρτίου, στρατοπεδεύοντας στο Λυκόρεμα, όπου συγκέντρωσε μεγάλες ποσότητες τροφίμων για τους άντρες του και τα πληρώματα των πλοίων, κατορθώνοντας να κρατήσει την πολιορκία ως τις αρχές Μαΐου. Τότε, λόγω του μεγάλου κινδύνου, «στενάζων και δακρύων», την διέλυσε και έφυγε απ΄την πατρίδα του, την Εύβοια.
Στον εμφύλιο πόλεμο τάχθηκε με το μέρος των κυβερνητικών και πήρε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις . Το 1825 πολέμησε στις σημαντικότερες μάχες της Ανατολικής Στερεάς υπὸ τὴν ηγεσία του Καραϊσκάκη. Στα τέλη της χρονιάς αυτής μαζί με άλλους οπλαρχηγούς οργάνωσαν εκστρατεία στο Λίβανο για να βοηθήσουν τον Εμίρη Μπεσίρ και να παρακινήσουν τους χριστιανούς της Συρίας να επαναστατήσουν κατά των Τούρκων.
Από τότε που αποφασίστηκε η δημιουργία ισχυρού στρατοπέδου στην Ανατολική Στερεά στρατοπέδευσε στην Ελευσίνα και κάτω από την αρχηγία του Καραϊσκάκη πήρε μέρος σε όλες σχεδόν τις μάχες που έγιναν στην Αττική από τον Ιούνιο του 1826. Μετά τον θάνατο του Γκούρα, ύστερα από πρόταση του Καραϊσκάκη, ανέλαβε την οργάνωση της άμυνας της Ακρόπολης, στην οποία παρέμεινε μέχρι την αναγκαστική παράδοση της, εξαιτίας της αποτυχημένης προσπάθειας του Φαβιέρου να λύσει την πολιορκία και του θανάτου του Καραΐσκάκη .
Μετεπαναστατική δράση
Ο Κριεζώτης, επί Καποδίστρια, ανέλαβε χιλίαρχος της Ε΄ χιλιαρχίας του στρατού Ανατολικής Ελλάδας και συντέλεσε στην αποκατάσταση της ελληνικής κυριαρχίας στην περιοχή, προκειμένου να κατοχυρωθεί στο νέο Ελληνικό κράτος. Μετά τη δολοφονία του Κυβερνήτη πήρε μέρος στις κομματικές έριδες και ακολούθησε τον Ιωάννη Κωλέττη καὶ τους Ρουμελιώτες οπλαργηχούς, συμμετέχοντας στο γαλλικό κόμμα. Στην εποχή του Όθωνα διορίστηκε νομοεπιθεωρητής Ευβοίας με το βαθμό του συνταγματάρχη και αργότερα τιμήθηκε με το παράσημο του ταξίαρχου και διετέλεσε υπασπιστής του βασιλιά.
Στην αντιοθωνική εξέγερση πήρε μέρος με τους φιλελεύθερους. Στις πρώτες εκλογές αναδείχτηκε βουλευτής στην Εύβοια και συνέχισε να στηρίζει τον Κωλέττη μέχρι το 1847, οπότε στασίασε εναντίον της κυβέρνησης, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακισθεί στη Χαλκίδα. Απελευθερώθηκε, όμως, από τους οπαδούς του και, αφού οχυρώθηκε στην παραλία της Χαλκίδας, κήρυξε εκ νέου αντιδυναστική επανάσταση. Εναντίον του στάλθηκε στρατιωτική δύναμη με επικεφαλής τον Γαρδικιώτη Γρίβα. Σε μια από τις συγκρούσεις τραυματίστηκε βαριά. Για να αποφύγει τη γάγγραινα, έκοψε με μαχαίρι τον βραχίονά του.
Μετά την αποτυχία του κινήματος συμβούλευσε τους άνδρες του να παραδοθούν, ενώ ο ίδιος κατόρθωσε να διαφύγει στην Κύμη και από εκεί με ιστιοφόρο στα Ψαρά και στη Χίο. Τελικά έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και την Προύσα, όπου έγινε δεκτός με ιδιαίτερες τιμές λόγω της φήμης του. Όταν εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη οι Τουρκικές αρχές του επέτρεψαν να καλέσει και την οικογένειά του.
Ανακομιδή των οστών και απόδοση τιμών
Το 1863 επιτράπηκε η ανακομιδή των οστών του και η επίσημη τελετή έγινε στις 13 Οκτωβρίου 1863. Στους λόγους που εκφωνήθηκαν διατυπώθηκε η άποψη ότι δεν πέθανε φυσικά αλλά δολοφονήθηκε. Στην Χαλκίδα έχει δοθεί το όνομά του σε κεντρικό δρόμο της, ενώ προτομή του υπάρχει στην πλατεία του Αγίου Νικολάου της πόλης όπως και στο πεδίο του Άρεως στην Αθήνα.