Η διευρυνόμενη προς όλες τις κατευθύνσεις παγκοσμιοποίηση των αγορών – πέραν της αρξαμένης αποδόμησης του υφισταμένου από τον 19ο αιώνα «κράτους-έθνους» – ταυτίζεται σε μεγάλο βαθμό, και συγχρόνως εξαρτάται, από τον έλεγχο παραγωγής και διανομής του ενεργειακού παράγοντα, πετρελαϊκού και φυσικού αερίου.
Τα δύο αυτά προϊόντα είναι στρατηγικής σημασίας τόσο για τη διατήρηση της οικονομικής ηγεμονίας των χωρών της Δύσης (Δυτ. Ευρώπη, ΗΠΑ, Καναδάς) όσο και για την αναπτυξιακή «απογείωση» των αναδυομένων χωρών της Ασίας όπως η Ινδία και η Κίνα, η Κορέα και το Βιετνάμ, ακόμη και αυτή η Ιαπωνία, οι οποίες στερούνται ενεργειακών κοιτασμάτων.
Αυτονόητο είναι, συνεπώς, ότι οι εντεύθεν διπλωματικοί χειρισμοί και οι συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ των άμεσα εμπλεκομένων χωρών και κοινωνιών κινδυνεύουν να προσλάβουν ανυπολόγιστες διαστάσεις έντασης και έκτασης, πράγμα το οποίο θα ρίχνει τη σκιά του και θα έχει αναπόφευκτες επιπτώσεις στην ειρηνική και δίκαιη επίλυση διμερών και διεθνών διενέξεων και διαφορών.
Ενδεχόμενες συγκρούσεις των «γιγάντων» της οικονομίας και των εξοπλισμών, κινδυνεύουν να συνθλίψουν και να ποδηγετήσουν μικρές οικονομικώς και γεωγραφικώς χώρες, λόγω πολιτικής και οικονομικής αδυναμίας να επιλέξουν εναλλακτικές πολιτικές σύμφωνες με το δικό τους συμφέρον.
Η Ελλάδα, αντικειμενικώς εξεταζομένου του ενεργειακού προβλήματος, είναι, όσο παράδοξο και αν φαίνεται τούτο εκ πρώτης όψεως, πολλαπλώς προνομιούχος, σε σύγκριση με άλλες χώρες, παρά τους περιορισμούς της εδαφικής έκτασης, του πληθυσμιακού παράγοντα και της εξαρτημένης οικονομίας του τριτογενούς τομέα (εμπόριο-υπηρεσίες).
Κατ΄αρχάς η χώρα μας ευρίσκεται σε κομβικό γεωγραφικό σημείο παραγωγής και διακίνησης των ενεργειακών δικτύων πολλαπλής προέλευσης (Ανατολή, Βορράς) και κατεύθυνσης (Δύση, Νότος). Ακολούθως, σε πολλά σημεία του εδάφους της (θαλάσσια και ξηράς), όπως το Β. Αιγαίο, η Κυπριακή Θάλασσα, η Δυτ. Πελοπόννησος, η Ζάκυνθος, η Στερεά Ελλάδα και η Ήπειρος, ευρίσκονται πετρελαϊκά κοιτάσματα, γνωστά από την κλασσική και ελληνιστική περίοδο.
Και τέλος, η ελληνική γραμματεία (γραπτές πηγές των Ηροδότου, Πτολεμαίων, Αρριανού, Στράβωνος), και μόνον αυτή σε τέτοια έκταση και αναφορά, όχι μόνο για την Ασία, αλλά και για τον μείζονα ελληνικό γεωγραφικό περίγυρο, περιγράφει τους τόπους και τρόπους παραγωγής, την χρήση της νάφθας (πίσσας) για την στεγανοποίηση και το βάψιμο (καλαφάτισμα) των πλοίων κ.α.
Προκύπτει, από τα πιο πάνω, το συμπέρασμα ότι η Ελλάδα δεν έχει μόνο το δικαίωμα και το ζωτικό συμφέρον αλλά και την υποχρέωση να επικαλεσθεί, να κάνει χρήση και να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης, των έστω και μικρών ενεργειακών πηγών και της διαχρονικής καταγραφής των πετρελαϊκών κοιτασμάτων. Η Ελλάδα, συνεπώς, δεν επιτρέπεται ούτε να σιωπήσει, ούτε να αδιαφορήσει.
Η Ελλάδα δικαιούται να λάβει θέση, στα μέτρα των δυνατοτήτων της βέβαια, στον ευρωπαϊκό και διεθνή διάλογο για την παραγωγή, διακίνηση και χρήση των ενεργειακών δυνάμεων. Η Ελλάδα κατέχει, στο θέμα αυτό, το κεφάλαιο της αρχέγονης γνώσης και της τεχνολογίας, τα οποία είναι σοβαροί συντελεστές για την δίκαιη διανομή και χρήση των πετρελαϊκών προϊόντων, τα οποία παράγονται στο μεγαλύτερο ποσοστό από χώρες της φτώχειας, της ασθένειας και των κρίσεων, προς όφελος της ισότιμης ανάπτυξης των λαών όλων των εθνών.
O MEΓΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ
Η πρώτη και ειρηνική πολιτική, οικονομική και πολιτιστική παγκοσμιοποίηση
«Στρατοπεδεύσαντες δε αυτού επί τω ποταμώ τω Ώξω, ου μακρόν της σκηνής της αυτού Αλεξάνδρου, πηγή ύδατος και άλλη ελαίου πλησίον αυτής ανέσχε, ο Αλέξανδρος δε έθυεν επί τω φάσματι όσα οι μάντεις εξηγούντο. Αρίστανδρος δε πόνων είναι σημείον του ελαίου την πηγήν έφασκεν, αλλά και νίκην επί τοις πόνοις σημαίνειν».
Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις,
Βιβλίο Δ΄ 15, 7
Η παγκοσμιοποίηση των αγορών, με σταδιακή κατάργηση των εθνικών συνόρων, είναι η τρίτη κατά σειρά ιστορική φάση της κεφαλαιοποίησης (συσσώρευσης) χρήματος, εμπορευμάτων (πρώτων υλών), εργασίας και τεχνογνωσίας : κεφαλαιοκρατικό (καπιταλιστικό) σύστημα, πολυεθνικές εταιρείες, διεθνοποιημένη αγορά διαμέσου τραπεζικών και χρηματιστηριακών διαδικασιών.
Οι σταδιακοί αυτοί μετασχηματισμοί των μηχανισμών της ελεύθερης (κερδοσκοπικής) οικονομίας καθώς και οι άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις τους σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής αλλά και του περιβάλλοντος, ήσαν και είναι τεράστιες, θετικές βέβαια αλλά και αρνητικές. Αυτή η συγκέντρωση των παραγωγικών σχέσεων που οδήγησε στη μαζική παραγωγή αγαθών και στην τεχνολογική πρόοδο, άλλαξαν κυριολεκτικά τον τρόπο ζωής και εργασίας καθώς και τις συνθήκες συμβίωσης λαών και κρατών.
Η διόγκωση και λειτουργία όμως του καπιταλισμού καθώς και η ανάγκη πρώτων υλών και η εξασφάλιση αγορών διάθεσης των βιομηχανικών προϊόντων, κατέληξαν στο αποικιοκρατικό καθεστώς και στους δύο παγκόσμιους πολέμους του ιμπεριαλισμού. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές υπερβολές του καπιταλισμού ώθησαν τους πολίτες και τους εργαζόμενους όλων των χωρών να συσπειρωθούν γύρω από τη μη-κερδοσκοπική οργάνωση του τρίτου συντελεστή της παραγωγής (εργάτες) και στη διατύπωση των αρχών των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η γοργή μετάλλαξη του εθνικού και πολυεθνικού καπιταλισμού σε παγκοσμιοποιημένη πλέον μορφή (πέρα δηλαδή και πάνω από εθνικά σύνορα) δημιουργεί τέτοιες ιστορικές συνθήκες οι οποίες θα αναπτύξουν περαιτέρω την παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα, αλλά θα συμπαρασύρουν και την υφιστάμενη αυθύπαρκτη εθνική επικυριαρχία και εξουσία και ίσως επιβάλουν νέες μορφές συγκεντρωτικής παγκόσμιας διακυβέρνησης υπό τον έλεγχο ολίγων οικονομικών συμφερόντων και κρατών. Οι πολίτες κινδυνεύουν, σε μια τέτοια προοπτική, να χάσουν τις υπηρεσίες του κοινωνικού κράτους καθώς και να δουν να συνθλίβονται ατομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά δικαιώματα τα οποία, υπό το καθεστώς του κλασσικού καπιταλισμού, είχαν αναγνωρισθεί από διεθνείς Οργανώσεις (Ο.Η.Ε.) και διμερείς Συμβάσεις, αλλά και από τα εθνικά Συντάγματα, τη νομοθεσία και τις Συλλογικές Συμβάσεις.
Οι κίνδυνοι αυτοί για τους πολίτες, για την οικονομική τους κατάσταση και για την κοινωνική και πολιτιστική τους ταυτότητα δεν εκδηλώθηκαν στο οικουμενικό κράτος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, για πολλούς λόγους, οι οποίοι δεν συντρέχουν στον αρξάμενο τα τελευταία χρόνια παγκοσμιοποιούμενο κόσμο.
Ο Μεγαλέξανδρος προσέφερε από την αρχή, με τις διακηρύξεις και με την εφαρμοσθείσα πολιτική διοίκησης του παγκοσμιοποιημένου κράτους του, ανεκτικότητα απέναντι στη διαφορά εθνότητας, φύλου και χρώματος, ισονομία, ίδια δικαιώματα. Διαμόρφωσε οικονομικές συνθήκες για την ανάπτυξη όλων των λαών της αυτοκρατορίας του και επετέλεσε, αυτός και οι διάδοχοί του, τα μεγαλύτερα και εκτενέστερα τεχνικά έργα υποδομής όλων των εποχών.
Εισήγαγε και εξασφάλισε το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας και του διεθνοποιημένου εμπορίου με τη βοήθεια των θαλασσίων και χερσαίων συγκοινωνιών και επικοινωνιών, μιας διεθνοποιημένης γλώσσας, της «Κοινής» ελληνικής, και ενός ενιαίου νομίσματος.
Οι παράμετροι αυτές (ελευθερία εμπορίου, εξασφάλιση των δρόμων του εμπορίου, η εκτέλεση τεχνικών έργων, η δυνατότητα χρησιμοποίησης μιας και της αυτής γλώσσας και η χρήση ενός νομίσματος) συνέβαλαν στην ανάπτυξη της τότε διεθνούς οικονομίας σε καθεστώς ισοτιμίας και ειρηνικής συνύπαρξης. Επιπλέον, αυτή συντελέσθηκε με ταυτόχρονη διάχυση στοιχείων ενός συστήματος πολιτιστικών ιδεών, υπηρεσιών και αγαθών, χωρίς βίαιη επιβολή ή αποδοχή τους από τους πολλούς και διαφορετικούς αποδέκτες τους, πράγμα που δεν γίνεται βέβαια από την σημερινή παγκοσμιοποίηση των αγορών, γιατί απλούστατα αυτή περιορίζεται στη μορφή της οικονομίας και μάλιστα της κερδοσκοπικής οικονομίας των αγορών.
Στην περίπτωση της πολυδιάστατης παγκοσμιοποίησης του κράτους του Αλεξάνδρου, για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ένα πολιτισμένο έθνος, οιΈλληνες, κατακτούσαν και αναβάθμιζαν υποδεέστερους οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά λαούς, και όχι το αντίθετο.
Πάνω στους δρόμους του χθεσινού μεταξιού και του σημερινού πετρελαίου περπάτησαν και περπατούν ακόμη οι Έλληνες, δυόμισι χιλιάδες χρόνια τουλάχιστον, πριν και μετά το Μεγαλέξανδρο. Πότε ειρηνικά και πότε με μάχες και πολέμους. Σ΄ένα διαρκή διάλογο Δύσης και Ανατολής, σε αντιπαράταξη του ορθολογισμού και των οικονομικών συμφερόντων από τη μια μεριά και του συναισθήματος, της τέχνης, της φιλοσοφίας και των θρησκειών από την άλλη.
Αυτές τις διαδρομές που οργώνουν προς όλες τις κατευθύνσεις τη Μικρασία και τη Μαύρη Θάλασσα, την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, τη Μέση και απώτερη Ανατολή, τις κοιτάζουμε με έκπληξη πάνω στο χάρτη ως σημάδια μιας στρατιωτικής εκστρατείας, της εκστρατείας του Μεγαλέξανδρου, που κράτησε μόνο 10 περίπου χρόνια, από το 334 π.Χ. Αλλά κι αυτό είχαμε ξεχάσει ως το 18ο αιώνα, κάτω από το βάρος της κατεδαφισμένης ελληνικότητάς μας από τα πολλαπλά πολιτικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά χτυπήματα που δέχθηκε ο ελληνισμός μας από τους Ρωμαίους, από τους Φράγκους Σταυροφόρους και από τον Τούρκο Δυνάστη.
Όταν ο Ρήγας Βελεστινλής ανέσυρε από το ξεχασμένο ντουλάπι της ιστορίας την οικουμενικότητα, την ανεκτικότητα και την ισονομία της ελληνιστικής περιόδου, έστησε και πάλι μπροστά στα μάτια του υπόδουλου Ελληνισμού τη μορφή και τα μηνύματα του Μεγαλέξανδρου, για να αντλήσει ιδέες, επιχειρήματα και περιεχόμενο για την παλιγγενεσία και την πολιτειακή συγκρότηση της πρώτης νεοελληνικής Δημοκρατίας της Βαλκανικής, εδρασμένης σε πολυεθνικό, πολυθρησκευτικό και πολυγλωσσικό χαρακτήρα, ταυτόσημης δε με τα Δίκαια του Ανθρώπου, τα οποία απετέλεσαν τον προάγγελο της Διακήρυξης του ΟΗΕ 150 χρόνια αργότερα.
Ανάμεσα στον Μ. Αλέξανδρο και Στην Κλασσική Αρχαιότητα
Έκτοτε, η ελληνική διανόηση, η εκάστοτε πολιτική ηγεσία και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα έκαναν διαφορετική χρήση του Αλέξανδρου ως εθνικού ήρωα. Η επίσημη ιστορία τον τοποθετεί βέβαια στις απαρχές της «κοινής» ελληνικής γλώσσας, που διευκόλυνε τη συγγραφή και διάδοση του χριστιανικού μηνύματος. Η ελληνική επιστήμη όμως δεν του συγχώρεσε τη βίαιη υποκατάστασή του στην ηγετική θέση της Αθήνας και της Σπάρτης και δεν ξεπέρασε ποτέ το αναπαραγόμενο από κάθε γενιά σύμπλεγμα ανωτερότητας του Δημοσθένη απέναντι στο Φίλιππο, τον πατέρα του Αλέξανδρου, του οποίου το πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό ανάστημα το είχε σμικρύνει άδικα και αβάσιμα ο μεγαλύτερος Αθηναίος ρήτορας.
Η λάμψη του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού της εποχής του Περικλέους, με κύριο πολιτικό μοχλό την άμεση δημοκρατία της Πόλης-Κράτους, μας εμποδίζει δυστυχώς πάντα να διακρίνουμε, να εκτιμήσουμε και να επωφεληθούμε και από άλλες «εκδόσεις» και από άλλες «ταυτότητες» του μετέπειτα ελληνικού πολιτισμού, διαφορετικές από τις γνωστές κλασσικές.
Έτσι, μέσα από το έλλειμμα αντικειμενικής επιστημονικής σπουδής του Αλεξάνδρου από τους μεν και από την υπερβολική κατανάλωση της μυθοποιημένης προσωπικότητάς του από τους δε, δεν είναι απορίας άξιο γιατί ορισμένοι νεοέλληνες (μεταξύ αυτών πολιτικοί και επιστήμονες), με πείσμα και επιμονή, κρατάνε τον Αλέξανδρο μακριά από την ταυτότητά μας, πότε με την απόρριψή του ως «φονέα των λαών» και πότε με την υπερβατή προσέγγισή του ως θεογενούς ήρωα. Οι δύο αυτές αντικρυστές, διανοητικές και συναισθηματικές αναπαραστάσεις και ψυχολογικές προλήψεις του Αλεξάνδρου δεν αλληλοεξουδετερώνονται, αλλά συντηρεί η μία την άλλη, και αναπαράγονται λόγω ακριβώς της παράλογης λογικής της αντίθεσής τους.
Έκτακτα πολιτικά γεγονότα διεθνούς σημασίας, όπως η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990. απετέλεσαν την αφορμή για μια επανεξέταση της ιστορικής και πολιτιστικής ταυτότητας πολλών λαών της Κεντρικής Ασίας, φέρνοντας στην επιφάνεια, μεταξύ άλλων, την πορεία του Μεγαλέξανδρου προς Ανατολάς, την ταυτόχρονη διάχυση του ελληνικού πολιτισμού και την υποδοχή που επεφύλαξαν έκτοτε και έως σήμερα σ΄αυτόν Πέρσες, Ινδοί, Μογγόλοι και Άραβες.
Σύγχρονα αρχαιολογικά ευρήματα, ιστορικές έρευνες, ευρωπαϊκές πολιτιστικές εκθέσεις και καλλιτεχνικές δημιουργίες ζωντανεύουν τις παλιότερες γνώσεις μας για την Αλεξανδρινή εποποιία και προσθέτουν σύγχρονες «έξωθεν» μαρτυρίες, επώνυμες και ανώνυμες, από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, σχετικά με την όσμωση του ελληνικού πολιτισμού με αντίστοιχους τοπικούς.
Οι τελευταίοι αυτοί, με επιστημονικά, οικονομικά και πολιτιστικά δάνεια παρμένα από το συγκροτημένο ελληνικό πολιτισμό, εντάχθηκαν κατ΄αρχάς στον ευρύ οικουμενικό κόσμο της ελληνικής ανατολής και ακολούθως διαμόρφωσαν την εθνική, πολιτιστική και κρατική τους οντότητα και ταυτότητα, αντλώντας από το πολυπολιτιστικό ελληνικό χωνευτήρι με αργές διαδικασίες επαγωγής, εσωτερίκευσης και ένταξης, γνώσεις, θεσμούς και πρότυπα, καθώς και φιλοσοφικές θρησκευτικές και καλλιτεχνικές θεωρήσεις και προσεγγίσεις του καθημερινού βίου.
Αυτές οι πηγές πρόσβασης σε μια ακριβέστερη γνώση της Αλεξανδρινής εκστρατείας και της ανάβασης και υποδοχής του Ελληνισμού στη Β. Αφρική και στην Ασία, διαφωτίζουν αφ΄ενός οικονομικές και εμπορικές διαστάσεις της ελληνο-περσικής σύγκρουσης και αφ΄ετέρου επιστημονικές και πολιτιστικές που προέκυψαν από την επαφή και διαβίωση των Ελλήνων με λαούς των πιο πάνω δύο ηπείρων.
Ο Αλέξανδρος στους δρόμους του Μεταξιού
Σχετικά με την πρότασή μας ότι ο Μεγαλέξανδρος πορεύθηκε «στους δρόμους του μεταξιού και του πετρελαίου», αυτό δεν είναι ένα απλό σχήμα λόγου. Τούτο προκύπτει από πολλές ιστορικές, φιλολογικές και αρχαιολογικές πηγές και τη συγκριτική και διαχρονική τους μελέτη.
Οι ιστορικές πηγές, όπως του Ηροδότου, αργότερα των Κινέζων, άλλων Ελλήνων, και τελευταίων των Ρωμαίων, αλλά και σημερινών ερευνητών, προσδιορίζουν τους εμπορικούς δρόμους της στεριάς και της θάλασσας που ένωναν τους Έλληνες και τους λαούς της Εγγύς και Άπω Ανατολής. Με την ευκαιρία αυτή, προσδιορίζονται καλύτερα οι κύριοι άξονες ταξιδιών και εμπορικών ανταλλαγών, τα εμπορεύματα, καθώς και οι εμπλεκόμενοι λαοί.
Οι λαοί ήσαν, αρχής γενομένης από τους Μυκηναίους, οι Ναββαταίοι-Άραβες, οι Ινδοί, οι Κινέζοι στους νότιους θαλάσσιους δρόμους, οι Έλληνες και Μακεδόνες, οι Σκύθες από τη Μαύρη Θάλασσα ως την Κίνα, οι Πέρσες, και πάλι οι Ινδοί και οι Κινέζοι στους βορειότερους δρόμους και στους δρόμους της Μικρασίας και της Κεντρικής Ασίας.
Ανάμεσα στους Πέρσες, Σκύθες και Κινέζους διεξήγοντο αγώνες για ολόκληρος αιώνες για το ποιος λαός θα ελέγξει τους δρόμους του εμπορίου και την ανταλλαγή εμπορευμάτων ανάμεσα στη Δύση και την Ανατολή. Οι Πέρσες στο τέλος του 6ου π.Χ αιώνα κυριαρχούν προς τις Πύλες του νοτίου θαλασσίου εμπορίου (Ερυθρά Θάλασσα και Περσικό Κόλπο), καταλαμβάνουν την Ινδία το 519 π.Χ. και απωθούν τους Σκύθες (Μογγόλους) πάνω και έξω από τους βορειότερους διαδρόμους της Ασίας, μονοπωλώντας έτσι τις συναλλαγές με τους Κινέζους προς Ανατολάς.
Προς Δυσμάς όμως στο Αιγαίο και στη Μαύρη Θάλασσα, η ελληνική παρουσία στέκεται εμπόδιο στην περσική παγκοσμιοποίηση του εμπορίου. Έτσι, δρομολογούνται για πολλές δεκαετίες οι περσικές επιθέσεις κατά της Ελλάδας για τον έλεγχο χερσαίων και θαλάσσιων διαδρόμων προς τις δυτικότερες χώρες, από τις οποίες ο ελληνικός κόσμος αντλούσε πολύτιμες πρώτες ύλες και διέθετε τα δικά του μεταποιημένα προϊόντα.
Ο Αυστριακός Χέλμουτ Ούλιχ, στο πρόσφατο βιβλίο του «Ο δρόμος του Μεταξιού, αρχαίοι πολιτισμοί ανάμεσα στην Κίνα και στη Ρώμη», αναπλάθει την εικόνα του ασιατικού εμπορίου, τους εμπλεκόμενους λαούς κατά περιοχή και εποχή, τους δρόμους (βόρειους και κεντρικούς χερσαίους, νότιους θαλάσσιους) οι οποίοι κυλούν προς τις δύο κατευθύνσεις, από τη Μαύρη Θάλασσα, το Αιγαίο, την Μεσόγειο και την Ερυθρά Θάλασσα ως την Κίνα, και αντιστρόφως, πολύτιμα αγαθά, πρώτες ύλες, κατεργασμένα προϊόντα.
Ανάμεσα σ΄αυτά, το μετάξι της Κίνας από το τέλος του 6ου π.Χ. αιώνα και αργότερα, από την εποχή του Μεγαλέξανδρου ή νάφθα και το πετρέλαιο. Ενδιάμεσα τα πολύτιμα μέταλλα (γνωστό ήταν το Χρυσό Βουνό Αλτάϊ στο σημερινό Καζακστάν, το οποίο εκμεταλλευόντουσαν από πολύ νωρίς Σκύθες και Έλληνες), τα αγγεία, τα κεραμικά, το πιπέρι, τα δέρματα.
Ο γοργός μετασχηματισμός της Μακεδονικής κοινωνίας από τον πλάνητα ποιμενικό βίο στον αγροτικό, και ακολούθως στην εξάπλωση των Μακεδόνων προς Βορράν και κυρίως προς Ανατολάς στη Θράκη και στη Μαύρη Θάλασσα, έλαβαν χώρα με παράλληλη εμπορική και οικονομική ανάπτυξη. Επόμενο ήταν, από την εποχή του Φιλίππου ήδη, πατέρα του Αλεξάνδρου, να αρχίσουν οι προστριβές με τους Πέρσες.
Σύγχρονες μελέτες για το διαχρονικό ελληνισμό, όπως το αξιόλογο έργο του Γάλλου Καθηγητή Πιερ Λεβέκ «Η Ελληνική Περιπέτεια», επιμένουν στις αναπτυγμένες οικονομικές υποδομές του Μακεδονικού βασιλείου στο τέλος της βασιλείας του Φιλίππου, και στην αναπόφευκτη σύγκρουσή του με τους Πέρσες, οι οποίοι ήλεγχαν πάντα το ασιατικό εμπόριο πρώτων υλών, πολύτιμων μετάλλων και μπαχαρικών.
Παρόμοιες απόψεις και αναφορές γίνονται και σε βασικά εκπαιδευτικά Εγχειρίδια της Γαλλίας και της Ινδίας σχετικά με τη νικηφόρο για τους Έλληνες σύγκρουσή τους με τους Πέρσες, υπό την ηγεσία του Αλεξάνδρου, καθώς και τα βαθύτερα οικονομικά αίτια αυτής της ιστορικής σύγκρουσης των τότε δύο γνωστών κόσμων, του ασιατικού και του ευρωπαϊκού.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Αλέξανδρος, περνώντας στην Ασία, είχε μεν περιορισμένο εκστρατευτικό σώμα, ήταν όμως πολύ καλά προετοιμασμένος από πολλές άλλες απόψεις, πράγμα που αγνοεί η ελληνική βιβλιογραφία : Κατ΄αρχάς, είχε μελετήσει καλώς την πολιτική και στρατιωτική διοίκηση της περσικής αυτοκρατορίας, καθώς βέβαια και τις οικονομικές παραμέτρους, όπως κρατικά έσοδα, εμπόριο, ανταλλαγές με Δύση και Ανατολή. Ακολούθως, είχε προβλέψει την οργάνωση πολλών επιστημονικών αποστολών, οι οποίες τον ακολούθησαν σε όλες τις προελάσεις του (βλ. Γρ. Ζώρζου, Περί τεχνικών Μ. Αλεξάνδρου, 1998, α. 37-44).
Οι κατευθύνσεις και οι διάδρομοι της εκστρατείας ήσαν οι ίδιοι με τους γνωστούς τότε κεντρικούς άξονες και δευτερεύοντες δρόμους του εμπορίου (Μικρασία, παράλια χωρών της Εγγύς Ανατολής και Αίγυπτος προς το Νότο, ακολούθως χώρες της σημερινής Κεντρικής Ασίας, και βορειότερα Σκύθες στη Μαύρη Θάλασσα και Σκύθες (Μογγόλοι) στη Σογδιανή και γύρω από τις λίμνες Κασπία και Αράλη).
Απώτερος δε σκοπός της πολύπλευρης επιχείρησης του Αλεξάνδρου δεν ήταν απλώς η κατάλυση του κεντρικού περσικού κράτους, αλλά και ο έλεγχος όλων των τότε γνωστών κατακτήσεων της Περσίας (Αίγυπτος και Ερυθρά Θάλασσα, Ινδία ως τα σύνορα προς Βορράν με τους Μογγόλους και τους Κινέζους) για τη δημιουργία ενός νέου, ενοποιημένου, οικουμενικού και ελληνοποιημένου κράτους και κόσμου.
Ο Αλέξανδρος συνεπώς ούτε τυχαίως προήλασε μέχρι την Ινδία ούτε και λόγω άρνησης του στρατού του δεν προχώρησε πέραν του Ινδού Ποταμού, αφού οαρχικός αντικειμενικός στόχος του, που ήταν η κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας με τις αποικίες της, είχε επιτευχθεί. Η κάθοδος του Ινδού ποταμού, η πλεύση της Αραβικής Θάλασσας και η συμμαχία του με τους Μογγόλους διαμέσου του γάμου του με τη Ρωξάνη διευκόλυναν την αντικατάσταση της περσικής κυριαρχίας και εξουσίας από την ελληνική πλέον ηγεσία. Εμπόριο, επιστήμες και πολιτισμός αναπτύχθηκαν έκτοτε και λειτούργησαν επιτυχώς για εκατοντάδες χρόνια τόσο από τους συνεργάτες και διαδόχους του Αλεξάνδρου όσο και από πολλά ελληνοποιημένα κράτη, κρατίδια και αυτοκρατορίες της Ασίας, της Εγγύς Ανατολής και της Αιγύπτου.
Οι κυριότερες ευνοϊκές προϋποθέσεις γι΄αυτό το παγκοσμιοποιημένο εμπόριο ήσαν κατ΄αρχάς η κατάργηση των κρατικών συνόρων, μία και ενιαία γλώσσα, η ελληνική η επονομασθείσα «Κοινή» γλώσσα σε όλους τους λαούς, το ίδιο νόμισμα (ελληνικό) βασική χρηματική μονάδα χρησιμοποιούμενη από την κυρίως Ελλάδα ως την Ινδία, η ελεύθερη και ασφαλής κυκλοφορία προσώπων, εμπορευμάτων και πολιτιστικών υπηρεσιών και αγαθών.
Τόσης αποφασιστικής σημασίας ήταν η πιο πάνω ευνοϊκή φυσική υποδομή και τα θεσμικά και πολιτιστικά εργαλεία ώστε όλα τα παλιότερα Εγχειρίδια και οι νεώτερες μελέτες συμφωνούν ότι η εκστρατεία του Αλεξάνδρου απέβη η απαρχή της ελεύθερης ανάπτυξης του εμπορίου, με ιστορική προέκταση ως και τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου πήρε από την Αθήνα τα ηνία του διεθνούς εμπορίου και ως επίκεντρο του ελληνιστικού κόσμου έγινε ταυτόχρονα και κέντρο του τότε γνωστού κόσμου.
Το ανανεωμένο εμπόριο επεξετάθη σε δύο σπουδαία προϊόντα των οποίων η αξία, η χρήση και η επίπτωσή τους στην καθημερινή ζωή ήταν και συνεχίζεται εν μέρει να είναι ακόμη και σήμερα βασικής σημασίας για την καθημερινή ζωή και για την εύρυθμη λειτουργία των μέσων παραγωγής. Πρόκειται για το φυσικό μετάξι, και για το πετρέλαιο. Και το μεν μετάξι, παραγόμενο από το μεταξοσκώληκα στην Κίνα, ήταν ήδη γνωστό στο εμπόριο από τον 6ο αιώνα π.Χ.
Η μεταφορά του όμως στη Δυτική Ασία, στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα και κυρίως στην Ρώμη, καθώς και το εμπόριό του έγιναν με το μεσολαβητικό ρόλο Ελλήνων της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής περιόδου, μολονότι στη Δύση (ο Πλίνιος στη Ρώμη και ο Παυσανίας στην Ελλάδα) δεν υπήρχαν ακριβείς πληροφορίες για τις συνθήκες παραγωγής του. Ο Χέλμουτ Ούλιχ γράφει σχετικά ότι «η γλώσσα της διοίκησης, του εμπορίου και των μορφωμένων ανθρώπων ολόκληρης της επικράτειας ως τα σύνορα της Ινδίας ήταν και παρέμεινε η ελληνική».
Ακόμη, ότι «μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Έλληνες κατέκτησαν όλες τις αγορές της περιοχής της Μεσογείου, στις οποίες διεξαγόταν ένα σημαντικό εμπόριο ανταλλαγών μεταξύ Ανατολής και Δύσης, και το οποίο πήρε σιγά-σιγά τη μορφή ενός ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου».
Στη συνέχεια, μερικούς αιώνες αργότερα, η Ιουστινιάνειος Βυζαντινή αυτοκρατορία, με την επανεμφάνιση των Αράβων και τον έλεγχο των θαλασσίων οδών από την Ερυθρά Θάλασσα και εκείθεν, ανέλαβε τη διακίνηση της μέταξας από την Ανατολή προς τη Δύση μέσα από τους βόρειους και κεντρικούς δρόμους της Ασίας αλλά και την εισαγωγή στο σημερινό ελλαδικό χώρο της καλλιέργειας και ευρείας χρησιμοποίησής της. Γνωστά κέντρα παραγωγής ήσαν κατά τη βυζαντινή περίοδο η Πελοπόννησος και από τότε έως και σήμερα το Σουφλί.
Η χρήση της μέταξας επεξετάθηκε σε όλα τα σημεία του κόσμου υπό τη μορφή υφασμάτων, χαλιών, κλωστής για ποικίλες χρήσεις. Και παρότι η τεχνητή μέταξα και άλλες ζωϊκές, φυτικές και τεχνητές ίνες την αντικατέστησαν σε μεγάλο βαθμό, εν τούτοις διατηρεί πάντα την αξία της και συνεχίζει να ασκεί κάποια ανεξήγητη μαγεία στη λαϊκή φαντασία. Το εμπόριό της κατά το απώτερο παρελθόν βάφτισε για πάντα με το όνομά της τους δρόμους της Ασίας απ΄όπου γινόταν η διακίνησή της προς τη Δύση. Τους ίδιους δρόμους που ακολούθησε και στέριωσε ο Μεγαλέξανδρος και που Ασιάτες και Έλληνες αξιοποίησαν για αιώνες για το εμπόριο και τις επικοινωνίες μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Ο Αλέξανδρος στους δρόμους του Πετρελαίου
Και το πετρέλαιο; Το πολύτιμο αυτό υγρό στοιχείο, που προσδιορίζει στη σύγχρονη εποχή τις συνθήκες ειρήνης και πολέμου, αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και την Παλαιά Διαθήκη και αργότερα, με αφορμή τις συγκρούσεις των διαδόχων του Μεγαλέξανδρου με τους Ναββαταίους στην Πετρώα Αραβία. Και στις τρεις περιπτώσεις, αντικείμενο αναφοράς αλλά και σύγκρουσης ήταν η νάφθα και τα πετρελαϊκά προϊόντα, τα οποία εκείνη την εποχή χρησίμευαν στη φαρμακοποιία και σε διάφορα έργα.
Ανάμεσα στις πρώτες διηγήσεις και στην τελευταία, τοποθετείται η ανακάλυψη του πετρελαίου κοντά στη σκηνή του Μεγαλέξανδρου όταν καταδίωκε τους Μογγόλους ανάμεσα στις λίμνες Κασπία και Αράλη, στον Ώξο ποταμό. Η σύντομη διήγηση του Αρριανού με την απλή αλλά περιεκτική εκφραστικότητα, σηματοδοτεί τη θέση που επέπρωτο να καταλάβει στην ιστορία αυτή η άγνωστη έως το Βυζάντιο ενεργειακή πηγή, καθώς και τη διαμόρφωση αντίστοιχης πολιτικής που ακολουθήθηκε τόσο από τις χώρες παραγωγής όσο και από τις χώρες που τη χρησιμοποιούν.
Το πετρέλαιο είναι σήμερα το κλειδί που ξεκλειδώνει την πέννα και τα στόματα των Ευρωπαίων, οι οποίοι γράφοντας για την ιστορική ταυτότητα των χωρών της Κεντρικής Ασίας (άλλοτε Δημοκρατίες της Σοβ. Ένωσης), είναι αναγκασμένοι να μιλήσουν και για τη διαχρονική ιστορική παρουσία των Ελλήνων και πιο συγκεκριμένα για το Μεγαλέξανδρο και την πολύπλευρη επαγωγή του ελληνικού πολιτισμού σ΄αυτές τις περσικές, μογγολικές και τουρκομάνικες περιοχές.
Η παρούσα ιστορική συγκυρία και η δυναμική των διεθνών σχέσεων στα Βαλκάνια και στην Ασία διαμορφώνουν συνθήκες για την αφύπνισή μας και για την προσέγγιση στα μεγάλα γεγονότα που έχουν δρομολογηθεί στην αυλή μας και στη γειτονιά μας μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς και για τους δρόμους που μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει το πετρέλαιο, αυτό το σύγχρονο μήλο της έριδος, που αμφισβητείται σήμερα μεν πολιτικά και διπλωματικά, αύριο όμως στρατιωτικά ίσως, από πολλούς μνηστήρες που συνωστίζονται όλο και πιο πολύ στην Κεντρική Ασία, γύρω από την Κασπία, εκεί ακριβώς που πρώτος βρήκε το πετρέλαιο της περιοχής ο Αλέξανδρος κυνηγώντας τους Μογγόλους πέρα από τον ποταμό Ώξο, τον σημερινό Αμού-Νταρία (βλ. κείμενο Αρριανού).
Οι χθεσινοί Δρόμοι του Μεταξιού και οι σημερινοί του Πετρελαίου, πάνω στους οποίους πηγαινοέρχονται οι Έλληνες για περισσότερα από 2.500 χρόνια, αποτελούν μέρος του διαχρονικού πολιτιστικού διαλόγου, ελληνικού και ευρωπαϊκού, με τους ασιατικούς λαούς.
Τις παλιές ιστορικές μαρτυρίες γι΄αυτό το δημιουργικό διάλογο, και τη βαθειά ελληνοποιημένη ταυτότητα πολλών ασιατικών κρατών, όπως είναι οι ρυθμοί τέχνης (ελληνο-βουδικός, ελληνο-ινδικός, ελληνο-περσικός, ελληνο-βακτριανός), ο συγκερασμός λαών και φύλων (Ελληνο-ινδοί, Ελληνο-βακτριανοί, Ελληνο-πέρσες, Ελληνο-ιουδαίοι), ο ελληνοποιημένος Βούδδας της Γκαντάρα με το κεφάλι του Απόλλωνα και τον ποδήρη χιτώνα, η γλωσσική, διοικητική και πολιτική διαμόρφωση της σημερινής Ινδίας, του Πακιστάν και της Περσίας, τις επιβεβαιώνουν σημερινές επιστημονικές και βιωματικές αναφορές.
Έτσι, οι αρχαιολογικές ανασκαφές που γίνονται αυτή τη δεκαετία από Γάλλους και Ουζμπέκους στη Σαμαρκάνδη ανακάλυψαν το τείχος του Αλεξάνδρου, τερακότες της Αθηνάς και του Ηρακλή, που τις κατασκεύαζαν εκεί και τις πωλούσαν στην Ασία επί εννιακόσια χρόνια (3ος π.Χ. – 6ος μ.Χ. αι.) και κυρίως τα θεμέλια του εξαώροφου αστρονομικού παρατηρητηρίου του Ουλ-Μπεγκ, του 14ου αι. όπου οι Άραβες είχαν μεταφέρει την πτολεμαϊκή και ελληνική τεχνογνωσία παρατήρησης και μελέτης των αστέρων και των πλανητών. Ανάμεσα στα ονόματα των τότε ερευνητών βρίσκουμε κάποιον Έλληνα (Ρουμί), ενώ οι αστρονομικές καταγραφές εγίνοντο εν μέρει και στην ελληνική γλώσσα.
Ο επισκέπτης της Σαμαρκάνδης μπορεί σήμερα να διαβάσει στον Τουριστικό Οδηγό αναφορές στο Μεγαλέξανδρο. Αν ανεβεί δε στον παλιό λόφο της πόλης, πάνω από τα μεγαλοπρεπή πρασινόχρωμα μουσουλμανικά τεμένη, θα συναντήσει το ισόγειο κυκλοτερές μουσείο του άλλοτε αστρονομικού κέντρου, μέσα από το οποίο πέρασε η ελληνο-πτολεμαϊκή αστρονομική παράδοση στον Κοπέρνικο και στην Δύση. Και θα διαβάσει στους εσωτερικούς τοίχους τα ονόματα των μεγάλων αστρονόμων, αρχίζοντας από αυτά του Αριστοτέλη και του Ερατοσθένους.
Η σύγχρονη ιστορία της Βεγγάλης περιγράφει την περιοχή του Γάγγη ποταμού, στην οποία δεν είχε φθάσει ο Μεγαλέξανδρος, με ελληνικά ονόματα (π.χ. οι πέντε κύριες εκβολές του Γάγγη), η ιατρική καλείται Ιωνική Ιατρική (Junani Khane Tawa) (πρόκειται για την Ιπποκράτειο ομοιοπαθητική παράδοση) και ο αρχηγός του στρατού στρατηγός Osmany, που πέτυχε τη στρατιωτική νίκη επί του Πακιστάν το 1971, καταγόμενος από τις υπώρειες των Ιμαλαίων, μπορούσε τότε να σας διαβεβαιώσει ότι η γενιά του κατάγεται από τους Μακεδόνες.
Την ίδια διαπίστωση θα την κάνετε στο Πεντζάπ (Πενταποταμία) της Ινδίας, στο Πακιστάν, στο Ουαλάαν Μπάατορ της Μογγολίας. Και το 1992, σε μεγάλη έκθεση του Μουσείου Rath της Γενεύης, έβλεπε ο σημερινός Ευρωπαίος τον Αλέξανδρο στις Περσικές Μινιατούρες, μια επίκαιρη αναβίωση των Περσών ποιητών Firdussi και Nijami του 10ου και του 12ου αι. οι οποίοι στο πεντάτομο επικό έργο τους (Khams=Πεντάτευχος) Σαχ-Ναμέ (Βίβλος των Βασιλέων) είχαν αφιερώσει ιδιαίτερο τμήμα στον Αλέξανδρο (Iskandar Nama) (Σικεντάρμα), διηγούμενοι αφ΄ενός τα στρατιωτικά του κατορθώματα (Sharaf Nama) και αφ΄ετέρου την μυθική του προσωπικότητα ως προφήτη και σοφού (Iqbal Nama).
H παγκοσμιοποιημένη πολιτιστική κληρονομιά του Μ. Αλεξάνδρου
Αν σήμερα οι βιομηχανικές χώρες της Δύσης έχουν τη δύναμη και τη θέληση να προσπελάσσουν στην αποκλειστική ή μη εκμετάλλευση των πετρελαίων της Κεντρικής Ασίας και αν η γειτονική μας χώρα διατείνεται ότι η ομιλουμένη γλώσσα σ΄αυτές τις περιοχές είναι η τουρκική, πράγμα ανυπόστατο και αδύνατο, ο ελληνισμός ας γνωρίσει και ας συνειδητοποιήσει και την πολύπλευρη και διαχρονική παρουσία του σ’ αυτό το χώρο, όπου η ιστορία κινδυνεύει να δείξει και πάλι τα απειλητικά δόντια αιματηρών ίσως αμφισβητήσεων και συγκρούσεων.
Η δύναμη της Ελλάδας βρίσκεται στις επίσημες και ανεπίσημες μαρτυρίες των λαών της περιοχής, στη μακρινή αλλά ζωντανή πεποίθηση κοινής με τους Έλληνες καταγωγής, στην περηφάνειά τους ότι έχουν και αυτοί «μεθέξει» στον ελληνικό πολιτισμό, καθώς και στην υποδοχή που επιφυλάσσουν αυτοί, αλλόθρησκοι, αλλόφυλοι και αλλόγλωσσοι, στους Έλληνες, στην Ελλάδα και στην Κύπρο του άλλοτε Εθνάρχη της Μακαρίου.
Όσο για την ελληνική γλώσσα, μέσα από την Κυριλλική μπορούν και οι Έλληνες να ισχυρισθούν ότι με ένα μέρος της σλαβικής αυτής γλώσσας, όντας δάνειο από την ελληνική, αυτή η τελευταία κυριαρχεί από τη Βαλτική Θάλασσα έως το Βλαδιβοστόκ, συμπεριλαμβανομένης της Κεντρικής Ασίας και της Μογγολίας.
Σχετικά με τη θέση της Δυτικής Ευρώπης απέναντι στο Μεγαλέξανδρο, εκτός από τη σημερινή βιβλιογραφία, ας ξαναρίξουμε μια ματιά στις τέσσερις Εκθέσεις και Εκδόσεις που έγιναν στη Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1997 (Ο Μ.Α. στην Ευρωπαϊκή Τέχνη, Αλέξανδρος και Ανατολή του καθ. Δ. Παντερμαλή, Αλέξανδρος 2000 του Ευθύμη Βαρλάμη και Αλέξανδρος ο Μέγας, Βιβλιογραφία 968 βιβλίων γραμμένων σε 15 γλώσσες για το Μ.Α. και το έργο του, έκδοση Μ. Μόλχο).
Έτσι, οι μαρτυρίες και τα μηνύματα για την ελληνική παρουσία στην Ασία και την ένταξη του ελληνικού πολιτισμού στην ταυτότητά της, δεν είναι μόνο ελληνικά, αλλά κυρίως ξένης προέλευσης. Και δεν εκπέμπονται μόνο από τις χώρες της κρίσης και της μετάβασης στην ανάπτυξη της ελεύθερης οικονομίας, αλλά και από τις αναπτυγμένες χώρες της Δύσης.
Κι ακόμη, δεν αφορούν μόνο σε ένα μακρινό και ξεχασμένο παρελθόν, αλλά και σε σημερινές ιστορικές, επιστημονικές και βιωματικές μαρτυρίες, που κατακλύζουν ενθαρρυντικά, πανταχόθεν και «έξωθεν», τον περιορισμένο ορίζοντα της ελληνικότητάς μας και των μεγάλων ορίων και δυνατοτήτων της, που παραμένουν δυστυχώς φυλακισμένα στα ντουλάπια της συλλογικής μας συνείδησης και μνήμης.