Ο Άλδος Μανούτιος (λατινική γλώσσα: Aldus Pius Manutius, ιταλική γλώσσα: Aldo Manuzio, 1452 – 6 Φεβρουαρίου 1515) ήταν Ιταλός ουμανιστής, γνωστός για την εκδοτική του δραστηριότητα στη Βενετία την εποχή της Αναγέννησης.
Αξιοσημείωτη είναι η συνεισφορά του στην τυπογραφία με την επινόηση των πλάγιων γραμματοσειρών, την καθιέρωση της άνω τελείας στιγμής (semicolon), καθώς και τη μαζική παραγωγή δερματόδετων βιβλίων τσέπης σε προσιτές τιμές.
Ο Μανούτιος γεννήθηκε στο Μπασιάνο (Bassiano) των Παπικών Κρατών, στη σημερινή επαρχία του Λάτσιο, κοντά στη Ρώμη. Καθώς η οικογένειά του ήταν ευκατάστατη, ο Μανούτιος έλαβε μια σφαιρική μόρφωση, σπουδάζοντας λατινικά στη Ρώμη με τον Γκασπαρίνο ντα Βερόνα, καθώς και (αρχαία) ελληνικά στη Φεράρα με τον Γκουαρίνο ντα Βερόνα.
Το 1482, μαζί με τον πάλαι ποτέ συμφοιτητή του και παλαιόθεν φίλο Τζοβάνι Πίκο, εγκαταστάθηκε στην πόλη Μιράντολα, όπου και έμεινε για δύο χρόνια, μελετώντας ελληνική λογοτεχνία. Προτού ο Πίκο φύγει για τη Φλωρεντία, συνέστησε τον Μανούτιο ως διδάσκαλο για τους ανηψιούς του, Αλβέρτο και Λιονέλο Πίο, πρίγκηπες του Κάρπι. Αργότερα, με χρηματοδότηση και γαίες του Αλβέρτου, ο Μανούτιος ξεκίνησε την επιχειρηματική δραστηριότητα στην τυπογραφία.
Άλδος ο εκδότης
Ως κυρίαρχος εκδότης και τυπογράφος την εποχή της ακμής της Αναγέννησης, ο Άλδος εδραίωσε κατ’ αρχάς τον σχεδιασμό του βιβλίου —ένα πρωτόκολλο θα λέγαμε — που περιελάμβανε το μέγεθος του χαρτιού, τον σχεδιασμό και τη χρήση συγκεκριμένων γραμματοσειρών, τη μορφολογία της σελίδας καθώς και νέες μεθόδους βιβλιοδεσίας.
Οι εκδόσεις του με έργα κλασικών (αρχαία ελληνική φιλολογία) έγιναν περίφημες σε όλη την Ευρώπη. Πολλοί μάλιστα αντέγραψαν το εταιρικό του λογότυπο, ένα δελφίνι και μια άγκυρα, το οποίο συνδέεται με το λατινικό ρητό «Festina lente» («σπεύδε βραδέως»)· η εικόνα και το ρητό απεικονίζονταν σε ένα ρωμαϊκό νόμισμα του 80 μ.Χ., το οποίο και αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης. Το 1533 τη διεύθυνση του τυπογραφείου ανέλαβε ο γιος του Παύλος Μανούτιος (1512-1574).
Οι Έλληνες κλασικοί
Μία από τις κυριότερες φιλοδοξίες του Μανούτιου ήταν να περισώσει ό,τι είχε απομείνει από την αρχαία ελληνική γραμματεία. Εξέδωσε πολλές εκδόσεις των κυριότερων έργων, τόσο σε κανονική μορφή, όσο και σε μέγεθος τσέπης, ώστε τα έργα αυτά να γίνουν διαθέσιμα στο ευρύτερο κοινό. Μέχρι τότε ελάχιστα ελληνικά συγγράμματα κυκλοφορούσαν από εκδοτικούς οίκους: στο Μιλάνο η «Γραμματική του Λασκάρεως», Ελληνικοί Ψαλμοί, έργα του Αισώπου, του Θεοκρίτου και του Ισοκράτη (εκδόσεις 1476 – 1493)· στη Βενετία τα «Ερωτήματα του Χρυσολωρά» (1484)· στη Βιντσέντσα υπήρχαν ανατυπώσεις της «Γραμματικής του Λασκάρεως» και των «Ερωτημάτων» (1488 και 1490), και τέλος στη Φλωρεντία είχαν εκδοθεί έργα του Ομήρου μεταφρασμένα από τον Λορέντσο ντε Αλόπα. Απ’ αυτά, μόνο ο Θεόκριτος, ο Ισοκράτης και ο Όμηρος θεωρούνταν κλασικά.
Ο Μανούτιος επέλεξε τη Βενετία ως πλέον κατάλληλη έδρα για την επιχείρησή του. Εγκαταστάθηκε το 1490 και τα πρώτα έργα που τυπώθηκαν ήταν το Ηρώ και Λέανδρος του Μουσαίου, η Γαλεομυομαχία και το Ελληνικό Ψαλτήρι. Χωρίς να φέρουν χρονολογία έκδοσης, θεωρούνται τα αρχαιότερα του τυπογραφείου και μάλιστα, κατά τον ίδιο τον Μανούτιο, «προκρούστες της ελληνικής λογοτεχνίας».
Ο Μανούτιος στρατολόγησε πλήθος μελετητών της ελληνικής στη Βενετία. Εμπορευόταν στα ελληνικά, έδινε οδηγίες στους τυπογράφους και τους βιβλιοδέτες στα ελληνικά· μέχρι και η καθημερινότητα του σπιτιού του ενδυόταν την ελληνική γλώσσα. Στις εκδόσεις τους προλόγιζε πάντα στα ελληνικά, ενώ προσέλαβε Κρητικούς λόγιους για να σελιδοποιούν και να επιμελούνται χειρόγραφα, καθώς και για να δειγματίσουν καλλιγραφικές ελληνικές γραμματοσειρές. Τουλάχιστον τριάντα Έλληνες βοηθοί εργαζόταν μαζί του, χωρίς να υπολογίζουμε τους τεχνίτες και χειρώνακτες.
Ακούραστος και ανελέητος, εξέδωσε τον πρώτο τόμο με έργα του Αριστοτέλη το 1495. Μέχρι το 1498 άλλοι τέσσερις τόμοι συμπλήρωναν το έργο το μεγάλου κλασικού. Τον ίδιο χρόνο εξέδωσε και εννέα κωμωδίες του Αριστοφάνη, ενώ στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν εκδόσεις των Θουκυδίδη, Σοφοκλή, Ηροδότου, Ξενοφώντα και Δημοσθένη.
Ο β’ ιταλικός πόλεμος επιβράδυνε την εκδοτική του δραστηριότητα. Παρόλ’ αυτά, το 1508 εκδίδει έναν τόμο για τους Έλληνες ρήτορες και τον επόμενο χρόνο έργα του Πλουτάρχου. Νέοι πόλεμοι ανάγκασαν τη διακοπή του τυπογραφείου, μέχρι το 1513, οπότε και εκδίδεται το έργο του Πλάτωνα, αφιερωμένο στον Πάπα Λέοντα τον Ι΄· στον πρόλογο ο Μανούτιος κάνει μια σύγκριση ανάμεσα στις κακουχίες της πολεμοπαθούσας Ιταλίας και στην ηρεμία και ομορφιά της μελέτης. Ο Πίνδαρος, ο Αισχύλος και ο Αθήναιος ακολουθούν το 1514, ενώ προς το τέλος της ζωής του εργαζόταν πάνω στη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, η πρώτη έκδοση των οποίων έγινε μετά τον θάνατό του το 1518.
Με τα παραπάνω ολοκληρώνεται ο κατάλογος των εκδόσεων του Άλδου Μανούτιου. Ωστόσο, οι συνεχιστές του έργου του (κυρίως ο εγγονός του, Άλδος Μανούτιος ο νεότερος) έφεραν στο εκδοτικό προσκήνιο έργα των Παυσανία, Στράβωνα, Αισχύλου, Γαληνού, Ιπποκράτη και Λογγίνου. Ο Μανούτιος εξέδωσε και άλλα ελληνικά έργα που είχαν ήδη εκδοθεί, εντούτοις προσδίδοντάς τους διορθώσεις και τον χαρακτήρα του εκδοτικού του οίκου.
Η ιδιότητά του δεν ήταν αποκλειστικά του εκδότη και τυπογράφου, αλλά και σε μεγάλο βαθμό αυτή του μελετητή και μεταφραστή.
Ο Μανούτιος ως λόγιος υπήρξε στις μέρες του πραγματικά λίκνο του ουμανισμού και του ελληνισμού. Με στόχο να προάγει τις ελληνικές σπουδές, το 1502 ίδρυσε τη «Νέα Ακαδημία», ένα ίδρυμα αποκλειστικά για κλασικές ελληνιστικές σπουδές. Τα μέλη έπρεπε απαραιτήτως να μιλούν ελληνικά, να φέρουν ελληνοποιημένο το όνομά τους καθώς και τους τίτλους τους. Ένα από τα μέλη ήταν και ο γνωστός Έρασμος.
Παρόλο που η προσφορά του στον ελληνισμό υπήρξε τεράστια, σήμερα πολλοί αποδέχονται ότι η κυρτή γραφή και οι βραχυγραφίες που χρησιμοποιήσε υπήρξαν ανασταλτικές τόσο στην εξέλιξη του ελληνικού γράμματος στην τυπογραφία, όσο και στη διάδοση της ελληνικής γλώσσας.
Ο Άλδος Μανούτιος πέθανε φτωχός, έχοντας αφήσει στην ανθρωπότητα ένα τεράστιο έργο ελληνικής φιλολογίας.