Ο Τζον Μπαρντίν (23 Μαΐου 1908 – 30 Ιανουαρίου 1991) ήταν Αμερικανός φυσικός και ηλεκτρολόγος μηχανικός, ο μόνος άνθρωπος στην Ιστορία που τιμήθηκε δύο φορές με το Βραβείο Νόμπελ Φυσικής:
το 1956 για το τρανζίστορ (μαζί με τους Σόκλεϋ και Μπράταιην) και το 1972 για τη θεωρία της υπεραγωγιμότητας (μαζί με τους Κούπερ και Σρίφερ, γι’ αυτό και ονομάσθηκε Θεωρία BCS, από τα αρχικά τους).
Ο Τζον Μπαρντίν γεννήθηκε στο Μάντισον του Ουισκόνσιν, ως ο δεύτερος γιος του Δρα. Τσαρλς Ρ. Μπαρντίν και της Αλθαία Χάρμερ-Μπαρντίν (Althea Harmer-Bardeen). Είχε 4 αδέλφια. Ο πατέρας του ήταν καθηγητής της ανατομίας και κοσμήτορας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Γουισκόνσιν στο Μάντισον. Η μητέρα του είχε διδάξει στο Dewey Laboratory School και διοικούσε μια επιχείρηση εσωτερικών διακοσμήσεων, ενεργός στην καλλιτεχνική ζωή μετά τον γάμο της.
Το ταλέντο του Τζον για τα Μαθηματικά αναγνωρίσθηκε από νωρίς και ο διδάσκων το αντικείμενο στην Α΄ γυμνασίου τον ενεθάρρυνε για προχωρημένες σπουδές. Ο Μπαρντίν απεφοίτησε από το σχολείο σε ηλικία 15 ετών, και θα το έκανε ακόμα νωρίτερα αν δεν μεσολαβούσε ο θάνατος της μητέρας του. Εγγράφηκε στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν στο Μάντισον το 1923, από όπου πήρε το πτυχίο του ηλεκτρολόγου μηχανικού το 1928 και συνέχισε με μάστερ στο ίδιο πεδίο (1929). Είχε ως κύριο καθηγητή του στη Φυσική τον Τζον βαν Βλεκ.
Στη συνέχεια ο Μπαρντίν εργάσθηκε επί τριετία στα Gulf Research Laboratories, τον ερευνητικό κλάδο της εταιρείας Gulf Oil, στο Πίτσμπουργκ. Μόλις το ενδιαφέρον του για την εργασία εκεί έπεσε, έκανε αίτηση και έγινε δεκτός στο μεταπτυχιακό πρόγραμμα Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο Πρίνστον. Εκεί μελέτησε και Φυσική, και κατέληξε να εκπονήσει το διδακτορικό του πάνω σε πρόβλημα της Φυσικής Στερεάς Καταστάσεως υπό την επίβλεψη του Γιουτζίν Γουίγκνερ.
Πριν ολοκληρώσει τη διατριβή του, του είχε ήδη προσφερθεί θέση Junior Fellow στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ το 1935. Εκεί πέρασε τα επόμενα 3 χρόνια συνεργαζόμενος με τον παλιό του δάσκαλο, τον Τζον βαν Βλεκ. Πήρε το διδακτορικό του στη Μαθηματική Φυσική από το Πρίνστον το 1936.