Τα γλυπτά που εξετάσαμε ως τώρα είναι όλα κατασκευασμένα από μαλακό ασβεστόλιθο, ένα υλικό που υπάρχει σχεδόν παντού στην Ελλάδα και δουλεύεται εύκολα, αλλά η επιφάνειά του δεν είναι λεία και στιλπνή και φθείρεται σχετικά γρήγορα.
Οι Έλληνες όμως άρχισαν από νωρίς να αξιοποιούν ένα άλλο είδος πετρώματος, πολύ καταλληλότερο για την κατασκευή γλυπτών: το λευκό μάρμαρο. Το ασβεστολιθικό αυτό πέτρωμα έχει συμπαγέστερη δομή και αποτελείται από κρυστάλλους που αντανακλούν και διαχέουν το φως, δίνοντας στην κατεργασμένη και λειασμένη επιφάνεια του γλυπτού μια μοναδική λάμψη.
Το μάρμαρο παραμένει ως σήμερα ένα από τα υλικά που προτιμούν οι γλύπτες. Ωστόσο, μάρμαρα κατάλληλα για την κατασκευή γλυπτών υπάρχουν σε λίγες σχετικά περιοχές και η κατεργασία τους είναι πολύ πιο δύσκολη από εκείνη του μαλακού ασβεστολίθου. Η μαρμαρογλυπτική είναι μια απαιτητική και εξειδικευμένη τέχνη που την ανέπτυξαν, όπως φαίνεται, πρώτοι οι Κυκλαδίτες και ιδιαίτερα οι Νάξιοι και οι Πάριοι, καθώς τα νησιά τους είχαν μάρμαρο κατάλληλο για την κατασκευή γλυπτών. Το καλύτερο από όλα είναι ένα μάρμαρο της Πάρου που το εξόρυσσαν από βαθιές στοές με τη βοήθεια λυχναριών και γι᾽ αυτό το ονόμαζαν λυχνίτη. Από αυτό το μάρμαρο έχουν γίνει μερικά από τα ωραιότερα αρχαία γλυπτά που σώζονται ως σήμερα.
Τα πρώτα λατομεία μαρμάρου που αξιοποίησαν οι αρχαίοι Έλληνες γλύπτες ήταν της Νάξου και τα πρώτα μαρμάρινα γλυπτά που σώζονται είναι αναθήματα Ναξίων στο ιερό της Δήλου. Το παλαιότερο από αυτά είναι το άγαλμα μιας όρθιας ντυμένης γυναίκας με ύψος περίπου 2 m, το οποίο αφιέρωσε στην Άρτεμη μια Ναξιώτισσα με το όνομα Νικάνδρα (εικ. 54). Οι οριζόντιες τρύπες στα δύο χέρια κάνουν πιθανή τη συμπλήρωση της μορφής με τόξο στο ένα και βέλος στο άλλο. Το άγαλμα εικονίζει, επομένως, πιθανότατα τη θεά Άρτεμη. Παρά την κακή διατήρηση της επιφάνειας, είναι σαφές ότι το έργο διαφέρει ουσιαστικά από τα υπόλοιπα μαρμάρινα γλυπτά που γνωρίζουμε: οι εντελώς επίπεδες επιφάνειες, οι ορθές γωνίες στη μετάβαση από τη μία όψη στην άλλη καθώς και η αδεξιότητα στο δούλεμα των καμπύλων επιφανειών, ιδιαίτερα των βραχιόνων, μαρτυρούν απειρία στην τέχνη της μαρμαρογλυπτικής. Επιπλέον το πολύ μικρό πάχος του αγάλματος (που θυμίζει ξύλινη σανίδα) δίνει την εντύπωση ότι ο κατασκευαστής του γνώριζε καλύτερα την τεχνική κατεργασίας του ξύλου από ό,τι του μαρμάρου. Οι παρατηρήσεις αυτές οδηγούν στη σκέψη ότι ίσως έχουμε μπροστά μας ένα από τα πρώτα μαρμάρινα έργα της αρχαίας ελληνικής τέχνης· όλα τα δεδομένα συνηγορούν για μια χρονολόγησή του γύρω στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Ο γλύπτης που κατασκεύασε το άγαλμα πρέπει να ήταν Νάξιος όπως και η Νικάνδρα που το αφιέρωσε, αφού έχει εντελώς διαφορετικές αναλογίες και τεχνοτροπία από την περίπου σύγχρονη ή λίγο νεότερη κρητική «κυρία της Auxerre», που φοράει όμοια ενδυμασία (μακρύ χιτώνα και επενδύτη).
Η επιγραφή που είναι χαραγμένη στη δεξιά πλευρά του γλυπτού μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε τη σημασία του. Το έμμετρο κείμενο (τρεις δακτυλικοί εξάμετροι στίχοι) μας πληροφορεί ότι είναι ανάθημα της Νικάνδρας από τη Νάξο. Η περηφάνια με την οποία η αναθέτρια ισχυρίζεται ότι ξεχωρίζει ανάμεσα στις υπόλοιπες γυναίκες (ἔξοχος ἄλλων) και απαριθμεί τους άνδρες της οικογένειάς της (είναι κόρη του Δεινοδίκη, αδελφή του Δεινομένη και γυναίκα του Φράξου) δείχνει ότι ανήκε σε ένα από τα ισχυρότερα και πλουσιότερα αριστοκρατικά γένη του νησιού. Η απόφαση της Νικάνδρας να αφιερώσει στη Δήλο, στο σημαντικότερο κοινό ιερό των Ιώνων, ένα μαρμάρινο άγαλμα της Άρτεμης (έργο ασυνήθιστο για την εποχή και οπωσδήποτε πολύτιμο) απορρέει από τη διάθεσή της να διατρανώσει ότι είναι η πρώτη και καλύτερη. Αυτό μας δείχνει ότι η ανάπτυξη της μνημειακής πλαστικής σχετίζεται με τις κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές που συντελούνται στην Ελλάδα μέσα στον 7ο αιώνα π.Χ.