Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς ήταν μια διεθνής συνθήκη ειρήνης που υπογράφηκε στις 26 Ιανουαρίου 1699 στο Σρέμσκι Καρλόβτσι, μια πόλη στη σημερινή Σερβία. Η συνθήκη τερμάτισε τον αυστροοθωμανικό πόλεμο του 1683-1697 στον οποίο οι Οθωμανοί ηττήθηκαν.
Η συνθήκη του Κάρλοβιτς συνομολογήθηκε κατόπιν της μεσολάβησης της Αγγλίας και της Ολλανδίας και υπογράφτηκε μετά από ένα συνέδριο, πληρεξούσιων αντιπροσώπων, διάρκειας δύο μηνών όπου συνήλθαν σε 36 συνεδριάσεις από 17 Νοεμβρίου του 1698 μέχρι τον Ιανουάριο του 1699 μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αφενός και των συνασπισμένων δυνάμεων του Ιερού Συνασπισμού του 1684 αφετέρου, (μίας συμμαχίας διαφόρων ευρωπαϊκών δυνάμεων που περιελάμβανε την Αψβουργική Αυτοκρατορία, την Πολωνολιθουανική Κοινοπολιτεία, τη Δημοκρατία της Βενετίας και τη Ρωσική Αυτοκρατορία).
Οι Πληρεξούσιοι
Την συνομολόγηση της συνθήκης αυτής έκαναν 7 πρόσωπα, 5 πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι των Αυτοκρατόρων και Βασιλέων των δυνάμεων που είχαν εμπλακεί ένας διερμηνέας και ένας στρατιωτικός σύμβουλος, οι οποίοι και ήταν:
α. Πληρεξούσιος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Ρεϊσούλ-κιουτάμπ, (Βασιλικός πληρεξούσιος διπλωμάτης), Ρεμί Μεχμέτ Πασάς, με τον Μέγα διερμηνέα (μπαστερκρουμάν) Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο.
β. Πληρεξούσιος της Αυστριακής Αυτοκρατορίας ο Κόμης Φραντς Ούρλιχ Κίνσκυ.
γ. Πληρεξούσιος της Βενετίας ο Κάρλο Ρούτσι.
δ. Πληρεξούσιος της Πολωνίας ο Μαλακόβσκι.
ε. Πληρεξούσιος της Ρωσίας ο Προκόπιτζ Βοσνίτσιν, καθώς και
στ. Ο ουδέτερος στρατιωτικός σύμβουλος, αποδεκτός απ΄ όλες τις πλευρές, Ιταλός στρατιωτικός τοπογράφος και ερευνητής Λουδοβίκος Φερδινάνδος Μαρσίγκλι.
Από τους παραπάνω οι δύο πρώτοι αν και εκπροσωπούσαν την ηττημένη πλευρά εντούτοις δεν ήταν τόσο ενδοτικοί, επιδεικνύοντας σθεναρή αντίσταση στις απαιτήσεις των συνομιλητών τους, διαβλέποντας ένα κοινό ύποπτο σχέδιο διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εξ ου και ο λόγος των επαναλαμβανόμενων συσκέψεων, 36 τον αριθμό.
Ο δε Κόμης Κίνσκυ, από την πλευρά του μεγάλου νικητή υπήρξε εξ αρχής απόλυτος στις θέσεις του μη δεχόμενος πολλούς συμβιβασμούς καλύπτοντας και τον πληρεξούσιο της Πολωνίας. Αντίθετα ο Κάρλο Ρούτσι παρά τις πιέσεις που άσκησε δεν κατάφερε να περάσει όλες τις απαιτήσεις του. Ο δε ευφυέστατος πληρεξούσιος της Ρωσίας αποδείχθηκε ιστορικά ο περισσότερο διορατικός, διαφοροποιώντας την τελευταία στιγμή τη ρωσική θέση στη συνομολόγηση της συνθήκης, μη αφήνοντας έτσι περιθώρια για άλλες τροποποιήσεις, (βλέπε παρακάτω ενότητα Ρωσία).
Τέλος ο στρατιωτικός σύμβουλος κατάφερε να περάσει χαρακτηριστικές γεωγραφικές θέσεις που όριζαν σαφέστατα τα νέα σύνορα.
Όροι συνθήκης
1. Η Υψηλή Πύλη αναγκάσθηκε ν΄ αναγνωρίσει την κυριαρχία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας επί των Δαλματικών ακτών, της Πελοποννήσου, της Λευκάδας της Αίγινας και της Κρήτης.
2. Στον Αυτοκράτορα της Αυστρίας παραχωρήθηκε η Τρανσυλβανία με τα φυσικά όριά της από της Ποδολλίας, (περιοχή της Ουκρανίας), μέχρι της Βλαχίας. Η δε Ποδολλία περιήλθε στο Βασίλειο της Πολωνίας.
3. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία αναγνωρίζει αντίστοιχα την κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επί της Στερεάς Ελλάδος και των νήσων του Αιγαίου, υποχρεωθείσα παράλληλα να εκκενώση τα υπ΄ αυτής κατεχόμενα φρούρια της Ναυπάκτου, του Αντιρρίου, της Μπούκας της Πρέβεζας μετά του Ξηρομερίου, παρά τις ατελέσφορες προσπάθειες του Ενετού πληρεξούσιου για διατήρησή τους. Τελικά η Βενετία παραιτήθηκε της τελευταίας αξίωσής της με τον όρο μετά την εκκένωσή τους αυτά τα φρούρια να κατεδαφιστούν.
4. Επίσης δόθηκε τέλος στον ετήσιο φόρο των 500 δουκάτων που κατέβαλε η Βενετία από το 1485 για την επικυριαρχία του «Φιόρε του Λεβάντε» (της Ζακύνθου).
Έτσι και το μεγαλύτερο μέρος της Δαλματίας πέρασε στη Βενετία, μαζί με την Πελοπόννησο, και την Κρήτη, τα οποία όμως οι Οθωμανοί επανέκτησαν, περίπου 20 χρόνια μετά, με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς το 1718.
Συνέπειες
Η συνθήκη σημάδεψε την αρχή της Οθωμανικής παρακμής και την ανάδειξη της Αυστρίας σε κυρίαρχη δύναμη της κεντρικής Ευρώπης.
– Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ήταν η πρώτη φορά που η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπέγραφε συνθήκη (και όχι απλή ανακωχή) με μη μουσουλμανικό κράτος και η πρώτη φορά που εγκατέλειπε τόσο μεγάλες εδαφικές εκτάσεις. Για τους επόμενους δύο αιώνες οι Ευρωπαίοι δε θα ασχολούνταν με την οθωμανική ισχύ αλλά με την οθωμανική αδυναμία, καθώς οι γείτονες του Σουλτάνου ανταγωνίζονταν για εδαφικά οφέλη εις βάρος της αυτοκρατορίας του. Η φράση «ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη του φθινοπώρου του 1683, μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Βιέννης. Κι όμως, η παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κράτησε περισσότερο απ’ ότι αναμενόταν και διακόπηκε από σύντομα διαλείμματα ανάτασης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο εξής αμυνόταν, αλλά παρέμεινε ένας σημαντικός παράγοντας στην ευρωπαϊκή ιστορία, αν και για διαφορετικούς πλέον λόγους.
– Αυστρία
Εξίσου σημαντικές ήταν οι συνέπειες για την Αυστρία. Για πολύ καιρό η Βιέννη υπήρξε η πρώτη γραμμή άμυνας εναντίον των Οθωμανών, αλλά στο εξής θα προστατεύεται από το βασίλειο της Ουγγαρίας, που επανήλθε στο ρόλο που είχε στο Μεσαίωνα, δηλαδή ως πεδίο ανάσχεσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή η νέα αίσθηση ασφάλειας έγινε εμφανής στη Βιέννη του 18ου αιώνα. Η πόλη επεκτάθηκε έξω από τα τείχη , ενώ ο πληθυσμός διπλασιάστηκε ( 175.000 από 80.000), καθώς η αυλή των Αψβούργων μεγάλωσε και πολλοί αριστοκράτες μετακόμισαν στην πόλη. Η πόλη μεταμορφώθηκε αρχιτεκτονικά χάρη στα παλάτια των αριστοκρατών, τις εκκλησίες και τα διοικητικά κτήρια. Από ευάλωτο φρούριο η Βιέννη μεταμορφώθηκε σε μία μπαρόκ μητρόπολη, τη μεγαλύτερη πόλη στην κεντρική Ευρώπη με 200.000 κατοίκους στα τέλη του 18ου αιώνα.
– Ρωσία
Η Συνθήκη αυτή ειδικά για τον Τσάρο της Ρωσίας τον Μέγα Πέτρο δεν επέφερε κάποιο ιδιαίτερο ουσιαστικό όφελος. Αντίθετα όμως φαίνεται να επωφελήθηκε από τον λεγόμενο πόλεμο της ισπανικής διαδοχής ώστε να στρέψει την προσοχή του σε παλαιότερη ρωσική πολιτική που ήταν η έξοδος στη θάλασσα του Αιγαίου, πολιτική που ιστορικά είχε εγκαινιάσει ο Ιβάν ο τρομερός.
Έτσι μια νέα γεωπολιτική ανάγκη εμπνέουν τα σχέδια του Μεγάλου Πέτρου που χαρακτηρίζουν την πολιτική του 18ου αιώνα, δηλαδή την πολιτική της ρωσικής προόδου στον Εύξεινο Πόντο, την οποία και ακολούθησε στη συνέχεια η Μεγάλη Αικατερίνη με κατάληξη το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας.
Σταθμός αυτών των σχεδίων του Τσάρου Μεγάλου Πέτρου υπήρξε αναμφίβολα η στάση του διορατικότατου πληρεξούσιού του στην συνομολόγηση της Συνθήκης του Κάρλοβιτς, Πρ. Βοσνίτσιν, ο οποίος την τελευταία στιγμή μετά την συνομολόγηση και πριν την υπογραφή κατάφερε και συμφώνησε με τους πληρεξούσιους της Πύλης για τη σύναψη εκεχειρίας, διάρκειας δύο ετών, εν ονόματι αφενός της «καλής πρόθεσης», (όρος που έγινε αποδεκτός), και αφετέρου επί της «προστασίας των ορθοδόξων λαών» της Βαλκανικής, (όρος που δεν έγινε τότε αποδεκτός, πλην όμως θα υιοθετήσει αργότερα ο Τσάρος).
Το γεγονός αυτό και μόνο είχε πολλά σημαντικά στοιχεία όπως
α) την επίσημη έναρξη διπλωματικών επαφών μεταξύ των δύο πλευρών, που μέχρι τότε δεν υπήρχε,
β) την συνέχιση της παραμονής κάποιων ρωσικών στρατευμάτων στη Βαλκανική και
γ) την αμφιβολία περί οριστικής και διαρκούς ειρήνης μεταξύ των δύο αλλόθρησκων αυτοκρατοριών.
Έτσι για την Ρωσία η συνθήκη αυτή αποτέλεσε μονο συνθήκη εκεχειρίας η οποία όμως επισφραγίσθηκε τον μεθεπόμενο Ιούνιο του 1700, με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (1700)
– Έλληνες
Η συνθήκη είχε αξιοσημείωτες συνέπειες και για τους Έλληνες, που αν και δεν υπήρχε όρος που να κάνει κάποια σχετική μνεία, έδωσε τη δυνατότητα στους Έλληνες εμπόρους να ξαναρχίσουν το εμπόριο με τη Βενετία και την Αυστριακή Αυτοκρατορία, γεγονός που είχε καθοριστικές συνέπειες στην οικονομική αναγέννηση του ελλαδικού χώρου, ύστερα από τις επιτυχείς επιχειρήσεις, κατά το μεγαλύτερο μέρος, (Ιόνιο, Πελοπόννησο και Αιγαίο), των Ενετών.
Επίσης, ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι στην υπογραφή της συνθήκης ο επίσημος αντιπρόσωπος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ήταν ένας Φαναριώτης, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος (ο εξ απορρήτων), γεγονός που σηματοδοτεί την άνοδο των Φαναριωτών στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό κατά τον 18ο αιώνα.