Μνήμη Πανίκου Δημητρίου από τον Άγιο Μέμνωνα Αμμοχώστου
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Ήταν μια χρονιά δύσκολη για όλους. Η μνήμη του πολέμου έντονη. Η μυρωδιά της καταστροφής δεν υποχωρούσε. Γέμισε η πόλη πρόσφυγες. Γέμισε η πόλη πόνο και αγωνία. Πόσοι θα μείνουν στα αντίσκηνα; Πόσοι θα μείνουν σε σπίτια; Τα σχολεία άρχισαν να λειτουργούν σε πρωινά και απογευματινά για χωρέσουν όλοι. Πώς θα τελείωνε εκείνη η σχολική χρονιά κανείς δεν γνώριζε.
Τι να ζητήσει κανείς από τα παιδιά, που είχαν να αφηγηθούν και μια ιστορία για τον πόλεμο; Τι απαιτήσεις να έχει κανείς από παιδιά, πρόσφυγες και μη, που έδιναν με τις οικογένειες τους αγώνα επιβίωσης.
Καθημερινά σχεδόν πραγματοποιούνταν διαδηλώσεις. Σημαίες και πανό κρυμμένες στις τάξεις και σε πρώτη ζήτηση. Ήταν 17 Ιανουαρίου 1975. Το κουδούνι κτύπησε στην ώρα του, κανείς όμως δεν μπήκε στην τάξη. Σημαίες, συνθήματα και μαθητικές πορείες κινήθηκαν παράλληλα για να καταλήξουν στην πλατεία Γρηγόρη Αυξεντίου, στο Διοικητήριο(!).
Δεν ήταν η πρώτη διαδήλωση κατά των Βρετανών. Το Λονδίνο είχε αποφασίσει να στήσει μια αερογέφυρα για να μεταφερθούν οι Τουρκοκύπριοι που έμεναν στις ελεύθερες περιοχές στην Τουρκία. Και από εκεί θα αναλάμβανε η Τουρκία να τους μεταφέρει στα κατεχόμενα. Συνταγή διχοτόμησης, για μια ακόμη φορά.
Η συγκέντρωση και εκείνη την ημέρα μαζική. Μαχητική όπως και τις προηγούμενες ημέρες. Ένας μαθητής, μάλλον τελειόφοιτος, είχε ανέβει ψηλά σε ένα περιτοίχισμα, μπροστά από το κτίριο του Διοικητηρίου κρατώντας τηλεβόα. Έδινε «γραμμή» για τα συνθήματα. Κάποια στιγμή έδωσε το γενικό σύνθημα: «Όλοι στις βάσεις». Το πώς βρέθηκαν λεωφορεία, φορτηγά για τη μεταφορά κανείς δεν το έψαξε. Όλα έγιναν γρήγορα.
– «Ο λαός απαιτεί το Ακρωτήρι να καεί», «έξω οι Εγγλέζοι από την Κύπρο».
Ανεβαίνουμε σε ένα ημιφορτηγό και πομπή όλοι κατευθυνθήκαμε στο Ακρωτήρι. Ακροβολισμένοι Εγγλέζοι στρατιώτες πάνοπλοι, με αντιδιαδηλωτικές στολές ήταν από ώρα έτοιμοι. Από τη μια ο στρατός της αυτού Μεγαλειότητας, που πάντα μεγαλουργούσε για να δημιουργεί προβλήματα στην Κύπρο και στην αντίπερα όχθη οι μαθητές, οπλισμένοι με πέτρες και ξύλα. Ο πόλεμος άρχισε… Οι Βρετανοί χρησιμοποιούσαν δακρυγόνα και μάνικες με νερό σε μια προσπάθεια να απωθήσουν τους μαθητές.
Οι Εγγλέζοι βάζουν μπροστά και τεθωρακισμένα. Οι περισσότεροι για πρώτη φορά έβλεπαν τεθωρακισμένα από κοντά. Μέσα στη «Βαβυλωνία» του πετροπόλεμου, των συνθημάτων ακούστηκε μια κραυγή, που «σκέπασε» τα πάντα. Μερικών δευτερολέπτων σιωπή. «Τον κτύπησαν, τον κτύπησαν». Ποιον; Ποιος; Πώς; Τεθωρακισμένο κτύπησε έναν μαθητή. Τον 17χρονο μαθητή Πανίκο Δημητρίου από την Αμμόχωστο. Ήταν μαθητής του Λανιτείου. Το τεθωρακισμένο δεν άφησε περιθώρια διαφυγής, τον κτύπησε μια, ίσως και δυο φορές. Τον είχε καταπλακώσει ο μπροστινός τροχός του οχήματος.
– Πρώτα ο φόβος και μετά ο θυμός. Το πρώτο ξέσπασμα, κτυπούσαν με τα χέρια το τεθωρακισμένο που σκότωσε τον Πανίκο. Κάποιοι ανέβηκαν και στο όχημα. Μετά ο γενικευμένος… πόλεμος, βροχή πέτρες και ξύλα. Είχε θολώσει ο νους, είχαν γεμίσει τα μάτια από θυμό.
Ο Πανίκος Δημητρίου, ετών 17, είχε προ μηνών με την οικογένεια του έλθει στη Λεμεσό, πρόσφυγες από τον Άγιο Μέμνωνα Αμμοχώστου. Στις 17 Ιανουαρίου έπεσε νεκρός στις αγγλικές βάσεις Ακρωτηρίου, διαδηλώνοντας κατά των Βρετανών, των Τούρκων, όσων των εμπόδιζαν να επιστρέψει στο σπίτι του, στον Άγιο Μέμνωνα.
Σαράντα πέντε χρόνια μετά. Τόσο μακρινές χρονικά οι θύμησες, αλλά και έντονες. Τόσο διαφορετικές σήμερα οι προτεραιότητες…
Φωτογραφία: Ο Πανίκος Δημητρίου, 17 χρόνων τότε, Ιανουάριος 1975. Δεξιά η κηδεία του. Φωτογραφία Μηχανή του Χρόνου