Το 2022, οι τουρκικές εξαγωγές όπλων ξεπέρασαν τα 4 δισεκατομμύρια δολάρια, αυξημένες σχεδόν κατά 36 τοις εκατό από το 2021.
Την ίδια στιγμή, το 98 τοις εκατό των εξαγωγών ήταν η πώληση του UAV Bayraktar, το οποίο έχει ήδη γίνει θρυλικό. Με τις πωλήσεις αυτές η Τουρκία εισέρχεται στην ομάδα των παγκόσμιων εξαγωγέων όπλων.
Αυτό αναφέρει σε συνέντευξή του, ο Ιρφάν Καγιά Ούλγκερ, καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών της Τουρκίας.
Όπως επισημαίνει «το στρατιωτικό-βιομηχανικό συγκρότημα της Άγκυρας έχει τη δυνατότητα να αυξήσει εκθετικά την παραγωγή πολεμικών drones και άλλων όπλων».
Πότε ξεκίνησε η ανάγκη για την παραγωγή εγχώριων όπλων
«Η ανάπτυξη του τουρκικού στρατιωτικού-βιομηχανικού συγκροτήματος ξεκίνησε μετά την επιχείρηση- εισβολή των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στην Κύπρο το 1974», πιστεύει ο Ούλγκερ.
Πριν από την εισβολή, όλα τα όπλα για τον τουρκικό στρατό είχαν αγοραστεί από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις ευρωπαϊκές χώρες.
Μετά την επιχείρηση στην Κύπρο, οι δυτικές χώρες κατηγόρησαν την Άγκυρα για επιθετικότητα και επέβαλαν εμπάργκο όπλων, δημιουργώντας έτσι τη βάση για την ανάδυση και ανάπτυξη της εθνικής στρατιωτικής βιομηχανίας της Τουρκίας.
Ήταν εκείνη την περίοδο που δημιουργήθηκαν εμβληματικές εταιρείες όπως η ASELSAN, η ROKETSAN και άλλες».
Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα, η κομβική στιγμή στην ανάπτυξη του τουρκικού στρατιωτικού-βιομηχανικού συγκροτήματος ήταν η χρήση μη επανδρωμένων αεροσκαφών Bayraktar στον Β ‘ Πόλεμο του Καραμπάχ.
«Από τη μια πλευρά, η Άγκυρα παρείχε ισχυρή υποστήριξη στο αδελφικό Αζερμπαϊτζάν και από την άλλη, δοκίμασε τη δική της στρατιωτική τεχνολογία σε συνθήκες μάχης και τις έδειξε σε ολόκληρο τον κόσμο», λέει ο Ούλγκερ.
«Μέχρι πρόσφατα, η Τουρκία αντιμετώπιζε ορισμένες δυσκολίες με την αγορά drones που βρίσκονται σε υπηρεσία με το μπλοκ του ΝΑΤΟ».
Αυτά τα drones είτε παραδόθηκαν στην Άγκυρα με πολλές προϋποθέσεις, είτε δεν παραδόθηκαν καθόλου.
Τώρα η εικόνα έχει αλλάξει δραματικά και η Τουρκία έχει γίνει ένας από τους κορυφαίους προμηθευτές στον κόσμο πολεμικών και αναγνωριστικών drones.
Οι κύριοι αγοραστές του Bayraktar είναι οι χώρες της Βαλκανικής Χερσονήσου ( όπως Αλβανία, Σερβία, Ρουμανία) το Σουδάν, η Λιβύη και άλλες».
Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα, η επιτυχία των τουρκικών UAV στην παγκόσμια αγορά όπλων έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη και άλλων περιοχών του στρατιωτικοβιομηχανικού συγκροτήματος της Δημοκρατίας της Τουρκίας.
«Για παράδειγμα, λέει ο πολιτικός επιστήμονας, στο πλαίσιο του έργου MILGEM, δημιουργήθηκε μια νέα πολεμική κορβέτα TCG Istanbul, η εταιρία Türk Havacılık ve Uzay Sanayii AŞ δημιούργησε ένα εθνικό μαχητικό πέμπτης γενιάς, η εταιρία Nurol Makina πουλά με επιτυχία το τεθωρακισμένο όχημα μεταφοράς προσωπικού Ejder Yalçın στις αγορές της Ευρώπης και της Ασίας …»
Ο Ιρφάν Καγιά Ούλγκερ τόνισε ότι τα τελευταία χρόνια η Τουρκία κατάφερε να αυξήσει σημαντικά το κύρος του στρατιωτικού-βιομηχανικού της συγκροτήματος, γεγονός που είχε θετικό αντίκτυπο στην εικόνα της εξωτερικής πολιτικής της χώρας.
«Όσον αφορά την εξαγωγή όπλων, η Τουρκία ακολουθεί μια απολύτως ανεξάρτητη πολιτική σε αυτόν τον τομέα», λέει ο Ούλγκερ.
«Η Τουρκία έχει κανονικές σχέσεις με τη Ρωσία, αν και η Άγκυρα δεν αναγνωρίζει την κατοχή της Κριμαίας και προμηθεύει μαχητικά drones στον ουκρανικό στρατό.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία παραμένει σημαντικό μέρος της Συνθήκης του Βορείου Ατλαντικού, κάτι που σημαίνει ξεκάθαρα ότι η Άγκυρα σε καμία περίπτωση δεν θα πουλάει όπλα σε χώρες που απειλούν την ασφάλεια του ΝΑΤΟ.
Πρώτα απ ‘όλα, αυτό αφορά την πώληση όπλων στα κράτη μέλη του CSTO – Ρωσία, Λευκορωσία, Αρμενία, καθώς και χώρες που, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, μπορεί να αποτελέσουν κίνδυνο για τα μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Και φυσικά το Ιράν.
—
© Βαλκανικό Περισκόπιο –Γιῶργος Ἐχέδωρος