Είναι το δεύτερο πιο πολύνεκρο δυστύχημα στην ιστορία των ελληνικών σιδηροδρόμων, ύστερα από αυτό του Δερβενίου Κορινθίας το 1968. Συνέβη ένα χειμωνιάτικο σούρουπο της 16ης Ιανουαρίου 1972, όταν δύο επιβατικές αμαξοστοιχίες συγκρούστηκαν μετωπικά στο ενδιάμεσο των σταθμών Ορφανά Καρδίτσας και Δοξαράς της Λάρισας. 19 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και 44 τραυματίστηκαν.
Ήταν η εποχή της χούντας και μια περίοδος που ο ελληνικός σιδηρόδρομος είχε ενοποιηθεί με την ίδρυση του ΟΣΕ και βρισκόταν στο τελικό στάδιο της μετάβασής του από την ατμοκίνηση στην ντιζελοκίνηση. Το δίκτυο ήταν μονής γραμμής, οι σύγχρονες μέθοδοι ενδοεπικοινωνίας ανύπαρκτοι και οι καθυστερήσεις συχνό φαινόμενο. Οι τρεις αυτοί λόγοι συνετέλεσαν στην πρόκληση του δυστυχήματος, μαζί με την εγκληματική ασυνεννοησία των υπαλλήλων του οργανισμού.
Στο δυστύχημα ενεπλάκησαν η αμαξοστοιχία «Ακρόπολις Εξπρές» – το καμάρι τότε των ελληνικών σιδηροδρόμων – που εκτελούσε το δρομολόγιο Μόναχο – Αθήνα και μια «πόστα» (αργό τρένο με πολλές στάσεις), που ανέβαινε αγκομαχώντας από την Αθήνα για τη Θεσσαλονίκη. Το «Ακρόπολις» κατέβαινε με σημαντική καθυστέρηση προς την Αθήνα, όπως και η «πόστα», όπως ήταν το σύνηθες.
Η διασταύρωση των δύο τρένων προγραμματίστηκε να γίνει είτε στο σταθμό των Ορφανών, είτε στο σταθμό του Δοξαρά. Οι δυο σταθμάρχες, Νικόλαος Γκέκας των Ορφανών και Δημήτριος Παπαδόπουλος του Δοξαρά, διαφώνησαν επειδή ο ένας ήθελε να γίνει η διασταύρωση στο σταθμού του άλλου και τη διαφωνία τους ανέλαβε να επιλύσει από την Αθήνα ο ρυθμιστής κίνησης των τρένων Γεώργιος Χαλιώτης.
Τελικά, οι συνεννοήσεις μεταξύ των τριών υπαλλήλων του ΟΣΕ δεν είχαν αποτέλεσμα. Άλλα κατάλαβε ο ένας σταθμάρχης και άλλα ο άλλος, καθώς το επίπεδο επικοινωνιών του ΟΣΕ ήταν πρωτόγονο με τα σημερινά δεδομένα. Το «Ακρόπολις» διήλθε κανονικά από το σταθμό του Δοξαρά χωρίς να σταματήσει, επειδή είχε προτεραιότητα, ενώ ο Γκέκας έδωσε σήμα να αναχωρήσει η «πόστα» από το σταθμό των Ορφανών.
Η σύγκρουση των δύο τρένων ήταν πλέον προδιαγραμμένη και μόνο ένα θαύμα θα έσωζε την κατάσταση. Ένας βοσκός που είδε από ψηλά τη μοιραία πορεία των δύο τρένων, προσπάθησε με την κάπα του να προειδοποιήσει τον μηχανοδηγό του «Ακρόπολις», αλλά αυτός νόμισε ότι τον χαιρετούσε και ανταπέδωσε κορνάροντας. Η σύγκρουση των δύο τρένων έγινε στις 16:55 και ήταν σφοδρή, καθώς το «Ακρόπολις» είχε αναπτύξει ταχύτητα κοντά στα 100 χιλιόμετρα την ώρα. Η ντιζελομηχανή του έπεσε πάνω στη μηχανή της «πόστας» και τη συνέθλιψε με τον τεράστιο όγκο της, μεταβάλλοντας τα τρία πρώτα βαγόνια σε συντρίμμια.
Οι πρώτοι που έφτασαν στον τόπο του δυστυχήματος ήταν βοσκοί και κάτοικοι των γύρω περιοχών που αντίκρισαν το φρικτό θέαμα. Όλοι τις επόμενες ημέρες είχαν να διηγηθούν μια τραγική ιστορία που γέμισαν τις σελίδες των εφημερίδων. Η πλέον τραγική και συνάμα παράλογη απ’ όλες ήταν η ιστορία δύο γυναικών που ανέβηκαν στο σταθμό των Ορφανών και θα κατέβαιναν στον επόμενο του Δοξαρά, μια διαδρομή που δεν ξεπερνούσε τα 10 χιλιόμετρα. Η μία έχασε τη ζωή της και η άλλη τραυματίστηκε σοβαρά.
Ως υπαίτιοι του δυστυχήματος συνελήφθησαν οι δύο σταθμάρχες και ο Χαλιώτης, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για ανθρωποκτονίες εξ αμελείας και διατάραξη της ασφάλειας των συγκοινωνιών. Η δίκη σε πρώτο βαθμό έγινε τον Νοέμβριο του 1972 σε τεταμένη ατμόσφαιρα στην Καρδίτσα και οι τρεις κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε ποινές φυλάκισης από 3 έως 5 έτη άνευ ανασταλτικού αποτελέσματος. Η κατ’ έφεση δίκη έγινε τον Ιανουάριο του 1973 στη Λάρισα. Ο Γκέκας καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης πέντε ετών και οδηγήθηκε στη φυλακή, ενώ οι δυο άλλοι αθωώθηκαν.
Η δικαστική αυλαία έπεσε με τις αγωγές αποζημίωσης κατά του ΟΣΕ. Από την πλευρά της η κυβέρνηση της χούντας, θορυβημένη από το δεύτερο θανατηφόρο σιδηροδρομικό δυστύχημα μέσα σε 20 ημέρες, ανακοίνωσε δια του αντιπροέδρου Στυλιανού Παττακού τον εξοπλισμό των τρένων με ραδιοτηλέφωνα.