Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής (27 Δεκεμβρίου 1809 – 16 Ιανουαρίου 1892) ήταν φαναριώτης λόγιος, ρομαντικός ποιητής της Α΄ Αθηναϊκής Σχολής, πεζογράφος, καθηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διπλωμάτης.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο Μέγα Ρεύμα (Αρναούτκιοϊ) στις 27 Δεκεμβρίου του 1809. Μητέρα του Αλέξανδρου ήταν η Ζωή Λαπίθη, κόρη του Ευστάθιου Λαπίθη από τη Ζαγορά του Πηλίου, ο οποίος είχε ασχοληθεί με το εμπόριο πολύτιμων λίθων και είχε οικονομική άνεση. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Βουκουρέστι, στην αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Σούτσου, που ήταν θείος του πατέρα του. Από την Κωνσταντινούπολη έφυγαν οικογενειακώς η οικογενειακή τους οικία καταστράφηκε από πυρκαγιά.
Για τις πρώτες σπουδές του στα ελληνικά γράμματα ο πατέρας του είχε μισθώσει έναν Αθηναίο οικοδιδάσκαλο, τον Κωνσταντίνο Πιττάρη, ο οποίος αργότερα θα διατελέσει συμβολαιογράφος στην Αθήνα. Επίσης, πρώτος του δάσκαλος ήταν και ο Δημήτριος Χρηστίδης, μετέπειτα Υπουργός Εσωτερικών (1833, 1849) και Εξωτερικών (1841) του νεοσύστατου κράτους.
Όταν ξέσπασε ο Αγώνας της Ανεξαρτησίας, η οικογένειά του, διωκόμενη από τους Τούρκους, κατέφυγε στη Στεφανούπολη της Ρουμανίας, όπου έμεινε για έναν χρόνο (1821-1822). Εκεί ο μικρός Αλέξανδρος πήγε σε ελληνικό σχολείο, ενώ ταυτόχρονα διδάσκεται και στο σπίτι, μαζί με τα παιδιά των ηγεμόνων, από τον δάσκαλο Κωνσταντίνο Γαλάτη. Έναν χρόνο αργότερα, την Άνοιξη του 1822, μετακόμισαν στην Οδησσό, όπου η οικογένεια έμεινε για ένα διάστημα στην οικία της Μαρίας Σούτσου, αδελφής της μητέρας του Αλέξανδρου Ραγκαβή. Ο Αλέξανδρος φοίτησε στο Λύκειο με συμμαθητή, και αργότερα συνάδελφό του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, αλλά και με τον Γρηγόριο Καμπούρογλου.
Στο Λύκειο παρέμεινε για μικρό διάστημα και συνέχισε τις σπουδές του με κατ’ οίκον διδασκαλία από τον Γεώργιο Γεννάδιο, όπως και την περίοδο της διαμονής της οικογένειας στο Βουκουρέστι, ενώ στη συνέχεια φοίτησε στην Ελληνοεμπορική Σχολή της Οδησσού. Ο Ραγκαβής ταξίδεψε στο Μόναχο το 1825 όπου και σπούδασε σε Στρατιωτική Σχολή στο σώμα των Δευτεροτόκων. Όταν αποφασίζει να εγκαταλείψει το Μόναχο, θα επισκεφθεί για λίγο καιρό τη Βιέννη, το Σάλτσμπουργκ και την Τεργέστη, όπου θα συναντήσει τον πατέρα του και θα γνωρίσει αρκετούς Έλληνες.
Στην Ελλάδα
Στις 2 Ιανουαρίου 1829 αναχώρησε για την Ελλάδα όπου εγκαταστάθηκε στο (Ναύπλιο) ως ανθυπολοχαγός του πυροβολικού, Τον Φεβρουάριο του 1830 διορίστηκε ανθυπολοχαγός του πυροβολικού. Ωστόσο, δεν παρέμεινε στον στρατό παρά μόνο για τρεις μήνες.
Δίδαξε γραμματική και ιχνογραφία στη Στρατιωτική Σχολή του Ναυτικού στο Ναύπλιο, αλλά σύντομα παραιτήθηκε, για να ασχοληθεί με την πολιτική και τις φιλολογικές και αρχαιολογικές του μελέτες. Τον χειμώνα του 1831-1832, επισκέφθηκε για πρώτη φορά την πόλη της Αθήνας, μαζί με την κυβερνητική επιτροπή που είχε αναλάβει τις διαδικασίες για την προσάρτηση της Αττικής και της Εύβοιας στα ελληνικά εδάφη.
Στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια, ο Ραγκαβής δεν φαίνεται να έλαβε μέρος άμεσα, όταν όμως πρόεδρος της προσωρινής επιτροπής ανέλαβε ο Αυγουστίνος Καποδίστριας (1831), έφυγε από το Ναύπλιο και πήγε στην Περαχώρα με τους συνταγματικούς του Κωλέττη.
Σταδιοδρομία στον κρατικό μηχανισμό
Στις 3 Μαΐου 1833 παίρνει τη θέση του «γραμματέα επί των εκκλησιαστικών και της δημόσιας εκπαιδεύσεως». Με βασιλικό διάταγμα, στις 29 Οκτωβρίου 1833 μετατίθεται από τη θέση του γραμματέα στη θέση του συμβούλου στο ίδιο υπουργείο. Στη θέση αυτή ανέπτυξε πολύπλευρη δραστηριότητα σε σχέση με τα εκπαιδευτικά, ενώ υπήρξε ο εμπνευστής του πρώτου οργανισμού του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και των οργανισμών λειτουργίας όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης (1834) ο Ραγκαβής θα παραμείνει για ένα διάστημα στο Υπουργείο Εκπαίδευσης, και με την άφιξη του Όθωνα, αλλά με την ειδικότητα πλέον του «επί της διεκπεραιώσεως Υπουργικού Γραμματέως».
Μετέφρασε από τα γερμανικά αρκετά από τα βαυαρικά αρχεία και να τα προσαρμόσει στις ανάγκες του εν λόγω Υπουργείου, ενώ, σε συνεργασία με τον Σκαρλάτο Σούτσο, ύστερα από προτροπή του Όθωνα, θα εκδώσουν δωρεάν στο βασιλικό τυπογραφείο το Μαθηματικόν Σύγγραμμα, που είχαν συντάξει μαζί, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως διδακτικό βιβλίο στη Μέση Εκπαίδευση. Επίσης, μέσω της θέσης του αυτής, κληθηκε να συστήσει διάφορους οργανισμούς που αφορούσαν τη δημόσια εκπαίδευση.
Ένας από τους πρώτους οργανισμούς που δημιουργήθηκαν ήταν αυτός της διοίκησης της εκκλησίας. Μ’ αυτόν αποφασίστηκε η ίδρυση ανεξάρτητης εκκλησίας του βασιλείου, την οποία μετά από πολλές διαπραγματεύσεις αναγνώρισε και το πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, στον Ραγκαβή ανατέθηκε και το δύσκολο έργο της αναδιοργάνωσης του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, το οποίο είχε ιδρυθεί από τον Καποδίστρια, προκειμένου να περιθάλψει τα ορφανά του πολέμου.
Η οικογένεια Ραγκαβή μετακόμισε πλέον από το 1833 στην Αθήνα, ενώ ο Αλέξανδρος θα παραμείνει για λίγο καιρό ακόμα στο Ναύπλιο, λόγω της δημόσιας θέσης που κατείχε. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1834 Ραγκαβής μετέβη στη νέα πρωτεύουσα, όπου έγινε ο γάμος και της δεύτερης αδελφής του, Ευφροσύνης, με τον πλοίαρχο, κόμη Αδόλφο Ρόζεν. Στη νέα πρωτεύουσα ο Ραγκαβής ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη συγκρότηση οργανισμού για τη Μέση και την Ανώτερη Εκπαίδευση. Η προώθηση αυτού του σχεδίου προσέκρουσε σε διάφορες αντιδράσεις και από την πλευρά του αντιβασιλέα Άρμανσμπεργκ.
Στις 8 Αυγούστου 1836 διορίζεται μέλος της επιτροπής για την έκδοση διδακτικών βιβλίων. Την ίδια περίοδο, συστήθηκε και η Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία που ως σκοπό είχε την καλλιέργεια και την παιδεία του έθνους. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Ραγκαβή, πολλές φορές παρεξέκλινε από το διακηρυγμένο σκοπό της και έτσι ο ίδιος παραιτήθηκε. Επίσης, στα πρότυπα της Φιλεκπαιδευτικής, συστήθηκε και η Αρχαιολογική Εταιρεία, για τη διάσωση και ενίσχυση των αρχαιολογικών ανασκαφών. Ο Ραγκαβής ήταν ένας εκ των συνιδρυτών της εν λόγω εταιρείας.
Υπό την πρωθυπουργία του Ρούτχαρτ εκδόθηκε μια ανεπίσημη ελληνογαλλική εφημερίδα, Ο Ελληνικός Ταχυδρόμος, με σκοπό πιθανόν να απαντά σε δημοσιεύματα της αντιπολιτευόμενης εφημερίδας Αθηνά. Η σύνταξη του Ελληνικού Ταχυδρόμου ανατέθηκε στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή. Επίσης συμμετείχε στη σύνταξη του εσωτερικού κανονισμού του νεοσυσταθέντος Πανεπιστημίου Αθηνών. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, στη Βλαχία, στη Μολδαβία και στο Βουκουρέστι.
Ο Αλέξανδρος Ραγκαβής και η Καρολίνα Σκην παντρεύονται στις 13 Οκτωβρίου 1840, ενώ το θρήσκευμα της νύφης θα δημιουργήσει για ένα διάστημα πρόβλημα στη δημόσια θέση που κατείχε, με αποτέλεσμα το 1841 να μετατεθεί ως διευθυντής στο Βασιλικό Τυπογραφείο, θέση στην οποία θα παραμείνει για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Στις 4 Μαΐου 1842 τον βρίσκουμε να εργάζεται και πάλι για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στο Υπουργείο των Εσωτερικών, όπου συνέταξε τον οργανισμό λειτουργίας της Εθνοφυλακής, δανειζόμενος για το εν λόγω ζήτημα στοιχεία του νόμου της πρωσικής κυβέρνησης. Από τη θέση του αυτή εισηγηθεί και δρομολογήσει την αποξήρανση ελών, προκειμένου να επεκταθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, ή την οργάνωση της εθνοφυλακής και τη σιδηροδρομική σύνδεση Αθήνας – Πειραιά.
Το 1843 διετέλεσε για μια περίοδο σύμβουλος στο Υπουργείο των Εξωτερικών και διορίστηκε προσωρινός επόπτης του «Πολυτεχνικού Σχολείου». Το 1844, όταν εφαρμόστηκε ο νόμος που απαγόρευε την υπηρέτηση ετεροχθόνων στο δημόσιο απολύθηκε.
Καθηγητής Πανεπιστημίου
Την ίδια περίοδο επιστρέφει στην Ελλάδα ο Κωλέττης, τον οποίο ο Ραγκαβής θεωρούσε ως τον μεγαλοφυέστερο πολιτικό άντρα της εποχής, και στις 6 Αυγούστου 1844, ανέλαβε και πάλι την πρωθυπουργία της χώρας. Με βασιλικό διάταγμα, στις 11 Νοεμβρίου 1844, ο Ραγκαβής εξελέγη τακτικός καθηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου παρέμεινε ως το 1867. Ο Ραγκαβής ανέλαβε καθήκοντα καθηγητή το 1844, ξεκίνησε τη διδασκαλία από το θερινό εξάμηνο του 1845 και παρέμεινε σταθερά στη θέση αυτή μέχρι και το χειμερινό εξάμηνο του 1867.
Κατά τη διάρκεια αυτών των ετών δίδαξε τέσσερα βασικά μαθήματα: Αρχαιολογία, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής καλλιτεχνίας, Επιγραφική και Πολιτικές αρχαιότητες. Ο ίδιος ο βασιλιάς τον διόρισε το καλοκαίρι του 1866, Πρύτανη του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Στις 8 Σεπτεμβρίου 1850 εκλέγεται επίτιμο μέλος της Φιλολογικής Εταιρείας του Λονδίνου.
Η θητεία του Αλ. Ρ. Ραγκαβή στο Υπουργείο των Εξωτερικών (1856-1859)
Στις 14/26 Φεβρουαρίου 1856 ορκίστηκε Υπουργός των Εξωτερικών με την κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη και εν συνεχεία με την κυβέρνηση Αθ. Μιαούλη, από τις 13/25 Νοεμβρίου 1857 έως τις 29 Μαΐου 1859. Βασική επιδίωξη καθ’ όλη την περίοδο της θητείας του στο Υπουργείο των Εξωτερικών ήταν η τήρηση καλών σχέσεων με τις Δυνάμεις που κρατούσαν στα χέρια τους την τύχη του ελληνικού κράτους.
Φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα για την επέμβαση των Δυνάμεων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, και δεν είναι λίγες οι φορές που θέτει την αξίωση για αυτονομία και πολιτική ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους. Έτσι αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του στο Υπουργείο των Εξωτερικών, έκανε σχετικό διάβημα προς τον Γάλλο πρέσβη για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τις ανασκαφές στον Πειραιά από τα γαλλικά στρατεύματα, προσπαθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να παρεμποδίσει την παράνομη απομάκρυνση των αρχαιοτήτων από την ελληνική επικράτεια.
Επίσης ο Ραγκαβής είχε ως προτεραιότητά του την αλυτρωτική πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει το ελληνικό κράτος, ενώ θεωρούσε ότι το ελληνικό έθνος είναι άξιο ενός καλύτερου μέλλοντος. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ο Ραγκαβής, σε συνεργασία και με τα άλλα υπουργεία, υπέβαλε στους πρέσβεις της Ελλάδας στο Λονδίνο και στο Παρίσι, διάφορα σχέδια για την εξόφληση των δανείων και θα καταλήξουν σ’ αυτό που προέβλεπε την περιοδική αποπληρωμή τους, με άμεσο σκοπό την αποφυγή επιβολής εξεταστικών επιτροπών προς έλεγχο των οικονομικών της χώρας.
Το 1858 ως Υπουργός των Εξωτερικών, συνεργάζεται με το Υπουργείο των Εσωτερικών, προκειμένου να συνδεθεί με υποβρύχιο ηλεκτρικό τηλέγραφο η Αθήνα με την Κωνσταντινούπολη. Από τη θέση του θα υπογράψει σχετική συνθήκη με τον ομόλογό του, Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας, για την από κοινού καταπολέμηση της ληστείας. Ως επιτετραμμένος των ελληνικών κυβερνήσεων για μια ολόκληρη εικοσαετία, με πολύ λίγες παύσεις λόγω διακοπών της λειτουργίας των πρεσβειών, σε διάφορες πρωτεύουσες –αρχικά στην Ουάσινγκτον και έπειτα στο Παρίσι, στην Κωνσταντινούπολη και εν τέλει στο Βερολίνο–, συμμετείχε ενεργά στη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Στην Ουάσινγκτον τον βρίσκουμε να ασχολείται ενεργά με το Κρητικό Ζήτημα και τα κοινωνικά κυρίως αποτελέσματα της Επανάστασης. Οι προσπάθειές του επικεντρώνονταν στην κάμψη του «Δόγματος Μονρόε» για τη μη επέμβαση της Αμερικής στα εσωτερικά ζητήματα της Ευρώπης και στην αναζήτηση βοήθειας προς τους επαναστατημένους. Ως ένα σημείο κατάφερε και τα δύο· το θέμα της Επανάστασης στην Κρήτη τέθηκε προς συζήτηση στην αμερικανική Βουλή, ενώ κατάφερε να συγκινήσει την κοινή γνώμη και να εξασφαλίσει υλική βοήθεια για τα γυναικόπαιδα και τους πρόσφυγες της Κρήτης. Έναν χρόνο αργότερα τίθεται στην πρεσβεία των Παρισίων με τον ίδιο ακριβώς σκοπό.
Ο Ραγκαβής κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες, προκειμένου να εξασφαλίσει την εύνοια της γαλλικής κυβέρνησης για το Κρητικό Ζήτημα. Τελικά, ο Ραγκαβής καλείται να διευθετήσει το θέμα της εθνικότητας των Ελλήνων της Τουρκίας εκ των έσω, αφού παύεται προσωρινά από τη θέση του στο Παρίσι και τοποθετείται στην αντίστοιχη θέση στην Κωνσταντινούπολη, προκειμένου να αποκατασταθούν οι διπλωματικές σχέσεις, που είχαν διαταραχθεί έπειτα από τη στάση της Ελλάδας απέναντι στην Κρητική Επανάσταση, και εν τέλει να δρομολογηθούν οι απαιτούμενες διαδικασίες για την επίλυση του προβλήματος της εθνικότητας. Έτσι, ανέλαβε διάφορες πρωτοβουλίες και προς το τέλος του 1869 θα καταρτίσει ένα ειδικό σχέδιο συνθήκης για τη διμερή επίλυση του προβλήματος, το οποίο θα καταθέσει προς έγκριση και στις δύο πλευρές, χωρίς όμως κανένα ιδιαίτερο αποτέλεσμα, κυρίως γιατί η τουρκική πλευρά δεν ήταν διατεθειμένη να πάψει να διεκδικεί τα δικαιώματά της, ούτε να προχωρήσει σε οποιαδήποτε τροποποίηση του νόμου που είχε ήδη εκδώσει από τις αρχές του ίδιου έτους.
Τον Ιούνιο του 1871 επανατοποθετείται στην πρεσβεία των Παρισίων. Έχοντάς τον απαλλάξει σχεδόν απ’ όλα τα άλλα ζητήματα, η ελληνική κυβέρνηση τον είχε επιφορτίσει τη φορά αυτή με το θέμα που είχε προκύψει σχετικά με την εκμετάλλευση των μεταλλείων του Λαυρίου. Ο Ραγκαβής πιστεύει ότι οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς για την εν λόγω υπόθεση θα έπρεπε να επικεντρωθούν στο να πειστούν οι Ευρωπαίοι για την αποτελεσματικότητα της ελληνικής διοίκησης και την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, και ότι μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα διασφάλιζε την αυτονομία της.
Από τον Ιούλιο του 1874 μέχρι και τον Μάιο του 1887 διετέλεσε πρέσβης στο Βερολίνο, σε μια περίοδο εξαιρετικά κρίσιμη για την εδαφική επέκταση της Ελλάδας και την εκπλήρωση μέρους των στόχων της αλυτρωτικής πολιτικής του ελληνικού κράτους. Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαμονής του εκεί ο Ραγκαβής ασχολήθηκε με το θέμα των αλύτρωτων περιοχών και γενικότερα των χριστιανών της Ανατολής. Η σταθερή του θέση την περίοδο αυτή επικεντρωνόταν στο αίτημα της προετοιμασίας (οικονομική ανάπτυξη, πολιτική σταθερότητα, εξοπλισμός του στρατού, εσωτερικές διοικητικές μεταρρυθμίσεις), ώστε η χώρα να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει και να διεκδικήσει τη μερίδα που της αναλογεί στο πλαίσιο του διαμερισμού των εδαφών της καταρρέουσας πλέον Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Την περίοδο της διεξαγωγής του Συνεδρίου του Βερολίνου, στο οποίο θα καθορίζονταν τα σύνορα και οι προοπτικές για τα εδάφη της ευρωπαϊκής Τουρκίας, ο Ραγκαβής μαζί με τον Θ. Δεληγιάννη είναι παρόντες διεκδικώντας τις περιοχές όπου ζούσαν ελληνικοί πληθυσμοί, τις γειτονικές στο ελληνικό κράτος επαρχίες καθώς και την Κρήτη. Ο Ραγκαβής στο συνέδριο επιχειρηματολογεί κυρίως επικαλούμενος τις προόδους που έχει επιτύχει η Ελλάδα και υποστηρίζοντας ότι πληροί τις προϋποθέσεις εκείνες που θα την καταστήσουν ικανή να ανταποκριθεί στις τρέχουσες περιστάσεις. Τέλος, δεν αποφεύγει να τονίσει και πάλι τη σημασία του ελεύθερου και υπόδουλου ελληνισμού στην Αναστολή.
Πέθανε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1892 σε ηλικία 83 ετών.
Πνευματική πορεία
Στην πνευματική ζωή της χώρας άρχισε να συμμετέχει ενεργά αμέσως μετά την άφιξή του στην Ελλάδα. Το ποίημά του Δήμος και Ελένη, που μαζί με τον Οδοιπόρο του Π. Σούτσου είναι το πρώτο έργο του αθηναϊκού ρομαντισμού, δημοσιεύτηκε το 1831 και ακολούθησε μεγάλος αριθμός λογοτεχνικών αλλά και επιστημονικών έργων.
Το 1834 ο Ραγκαβής θα γνωρίσει τον Κωνσταντίνο Πώπ και μαζί με τον Ιωάννη Δεληγιάννη θα εκδώσουν το πρώτο ελληνικό φιλολογικό περιοδικό με τον τίτλο Ίρις. Η διάρκεια του περιοδικού ήταν βραχεία. Το 1847 ο Ραγκαβής, με το ψευδώνυμο Χρηστοφάνος Νεολογίδης, έγραψε την πολιτική κωμωδία Του Κουτρούλη ο γάμος.
Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, ο παλιός συμμαθητής του, Γρ. Καμπούρογλου σε συνεργασία με τον Ραγκαβή, αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα νέο, λογοτεχνικό κυρίως, περιοδικό την Ευτέρπη (1847-1855). Το 1849 θα αφήσει τη διεύθυνση της Ευτέρπης στον Καμπούρογλου και σε συνεργασία με τους Ν. Δραγούμη και τον Κ. Παπαρρηγόπουλο, συνέταξαν ένα νέο, επιστημονικό-λογοτεχνικό περιοδικό, την Πανδώρα.
Σε αυτά τα περιοδικά δημοσίευσε και αρκετά από τα διηγήματά του, καθώς και το μυθιστόρημα Ο Αυθέντης του Μορέως και τη νουβέλα Ο συμβολαιογράφος. Στα 1850 κυκλοφορεί το περιοδικό Ηώ, στο οποίο ο Ραγκαβής δημοσίευσε για πρώτη φορά το διήγημά του με τίτλο «Αι φυλακαί ή η κεφαλική ποινή». Την ίδια περίοδο μεταφράζει τον «Ροβινσώνα τυ Κάμπε», θα συνεχίσει να γράφει στην Πανδώρα, ενώ δίνει άρθρα στην αγγλική εφημερίδα Εωθινά Χρονικά που αφορούσαν εθνικά, και άλλα, θέματα.
Από το 1851 συμμετείχε στην κριτική επιτροπή των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχε μάλιστα επισημάνει τους κινδύνους από τις ακρότητες του ρομαντισμού, παρ’ όλο που το 1837 ο πρόλογός του στο δραματικό έργο του Φροσύνη αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο το μανιφέστο του ρομαντισμού στην Ελλάδα.
Έργο
Ο Α. Ρ. Ραγκαβής ήταν ευρυμαθής λόγιος με πολλά ενδιαφέροντα. Το οικογενειακό του περιβάλλον ήταν περιβάλλον λογίων: αδερφός της μητέρας του ήταν ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός και ξαδέρφια του οι λογοτέχνες Αλέξανδρος και Παναγιώτης Σούτσος. Στην αυλή του ηγεμόνα Αλέξανδρου Σούτσου στο Βουκουρέστι, όπου έζησε από το 1813 ως το 1821 ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Στο Μόναχο είχε παρακολουθήσει μαθήματα του Σέλλινγκ και μιλούσε άπταιστα 2-3 ξένες γλώσσες.
Ποιητικό έργο
Πρωτοεμφανίστηκε με το εκτενές αφηγηματικό ποίημα Δήμος και Ελένη το 1831, που είναι γραμμένο σύμφωνα με την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού και η γλώσσα του προσεγγίζει αρκετά την καθομιλουμένη. Την ίδια περίοδο επίσης έγραψε πολλά ποιήματα πατριωτικά, εμπνευσμένα από την ελληνική επανάσταση, τα οποία μιμούνται τους τρόπους του δημοτικού τραγουδιού. Το πιό γνωστό απ’ αυτά είναι Ο Κλέφτης. Σε αυτά τα ποιήματα, τα οποία βέβαια απευθύνονται στο ευρύτερο κοινό, η γλώσσα του προσεγγίζει τη δημοτική.
Ένα από τα πιο αξιόλογα ποιήματά του είναι η Ωδή για τον Αθανάσιο Χριστόπουλο, ποίημα που επαινούσε και ο Διονύσιος Σολωμός. Τα πρώτα έργα του είναι επηρεασμένα από τον ρομαντισμό και στον πρόλογο του δραματικού έργου του Φροσύνη (1837) παρουσίαζε την ρομαντική λογοτεχνική θεωρία και αυτοχαρακτηριζόταν ρομαντικός. Σταδιακά όμως απέρριψε τον ακραίο ρομαντισμό: οι απόψεις του και η γραφή του άρχισαν να μεταβάλλονται προς τον κλασικισμό και η γλώσσα του να γίνεται ακόμα περισσότερο αρχαΐζουσα. Παραδείγματα τέτοιων έργων είναι οι εκτενείς ποιητικές συνθέσεις Διονύσου πλους (1864) και Γοργός ιέραξ (1871), με θέματα από την αρχαιότητα.
Το ποιητικό του έργο κινείται στο κλίμα της Α’ Αθηναϊκής Σχολής, υπερτερεί όμως σε σχέση με άλλα έργα των συγχρόνων του ποιητών αφού δεν έχει τα μειονεκτήματα του ατημέλητου ύφους και μέτρου και της έλλειψης ακριβολογίας. Η γλώσσα του είναι βέβαια αυστηρή καθαρεύουσα, αλλά πολύ κομψή και επιμελημένη.
Πεζογραφικό έργο
Στο πεζογραφικό του έργο δεσπόζει το ιστορικό μυθιστόρημα Ο Αυθέντης του Μορέως. Είναι το πρώτο νεοελληνικό ιστορικό μυθιστόρημα και ακολουθεί το πρότυπο του Sir Γουόλτερ Σκοτ. Έγραψε πολλά διηγήματα, σε μια εποχή που το αυτό το είδος δεν είχε γνωρίσει ακόμα την ανάπτυξη που γνώρισε αργότερα. Γι’ αυτό κάποιοι μελετητές τον χαρακτηρίζουν «πατέρα του νεοελληνικού διηγήματος». Τα διηγήματά του βέβαια σπανίως διαδραματίζονται στην Ελλάδα και δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, με εξαίρεση το εκτενέστερο απ’ αυτά, Ο συμβολαιογράφος, ενώ κάποια είναι διασκευές ή παραφράσεις ξένων· αυτός και ήταν ο βασικός λόγος για τον οποίον οι μεταγενέστεροι λογοτέχνες και κριτικοί τον «κατηγόρησαν» ότι δεν αξιοποίησε το συγγραφικό ταλέντο του για να δώσει «γνήσια ελληνικά» διηγήματα.
Θεατρικό έργο
Έγραψε αρκετά θεατρικά έργα, τραγικά και κωμικά, τα οποία όμως δεν γνώρισαν μεγάλη σκηνική επιτυχία κυρίως επειδή ήταν απρόσφορα για σκηνική παρουσίαση. Τα δραματικά του έργα είναι εμπνευσμένα από την ελληνική ιστορία, από την αρχαιότητα (Οι τριάκοντα), το βυζάντιο (Δούκας) ώς την ελληνική επανάσταση (Η παραμονή). Στα κωμικά του έργα, το πιο γνωστό από τα οποία είναι Του Κουτρούλη ο γάμος, επιχείρησε την μορφολογική αναγέννηση της κλασικής αριστοφανικής κωμωδίας, με χρήση αρχαϊκών μέτρων, χορικών και παράβασης.
Παράλληλα ο Ραγκαβής έπαιξε μεγάλο ρόλο και στην οργάνωση της θεατρικής ζωής της χώρας και συμμετείχε στις πρώτες προσπάθειες δημιουργίας θεατρικών φορέων και επιχειρήσεων (Φιλοδραματική Εταιρεία, Εταιρεία του εν Αθήναις Θεάτρου). Συχνά δίδασκε ηθοποιούς και επέβλεπε την προετοιμασία παραστάσεων και διοργάνωνε και ερασιτεχνικές παραστάσεις έργων με φοιτητές του Πανεπιστημίου.
Η Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας
Σημαντικό έργο του, ως προς την ιστορική του αξία, είναι η Ιστορία της νεοελληνικής φιλολογίας, πρώτη ως τότε συστηματική απόπειρα καταγραφής της ελληνικής λογοτεχνίας, στην οποία υπερασπίζεται τη λόγια γλώσσα και τη φαναριώτικη ποίηση. Θεωρεί ότι μόνο αυτή είναι άξια συνέχεια της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Απορρίπτει τη δημοτική γλώσσα ως ακατάλληλη για να εκφράσει υψηλά ποιητικά νοήματα και το δημοτικό τραγούδι ως προϊόν της αμάθειας του λαού, που επιβίωσε μόνο επειδή κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας δεν υπήρχε άλλη, αξιολογότερη παραγωγή.
Απορρίπτει επίσης και την κρητική λογοτεχνία, ως μίμηση ξένων προτύπων και μη γνήσια γλώσσα, γεμάτη ιταλισμούς. Για την επτανησιακή σχολή γράφει ότι υπάρχουν βέβαια ποιητές με ταλέντο, αλλά δεν αποδέχεται τη δημοτική γλώσσα που χρησιμοποιούσαν. Όπως είναι φυσικό, καταλήγει σε έπαινο της Α’ Αθηναϊκής Σχολής και ιδιαιτέρως των δύο εξαδέρφων του, Αλέξανδρου και Παναγιώτη Σούτσου στους οποίους αφιερώνει περισσότερες σελίδες απ’ ό,τι στον Κάλβο και τον Σολωμό! Απάντηση στην Ιστορία του Ραγκαβή έδωσε ο Ιούλιος Τυπάλδος με επιστολή προς τον Σπυρίδωνα δε Βιάζη, στην οποία ανασκευάζει όλες τις απόψεις του.