Ο Κώστας Μπέζος (1905 – 14 Ιανουαρίου 1943) ήταν Έλληνας τραγουδοποιός, σκιτσογράφος και αρθρογράφος. Ο Κώστας Μπέζος γεννήθηκε στο χωριό Μπολάτι της Κορινθίας, από τον Βλάσιο Μπέζο και τη δεύτερη γυναίκα του, Φωτεινή Δανή.
Ο πατέρας του από τον πρώτο του γάμο απέκτησε δύο κόρες, την Παρασκευή, που πέθανε 18 ετών, και τη Μαρίκα, που παντρεύτηκε τον Αχιλλέα Λιάγκα. Με τη Φωτεινή έκανε δύο ακόμη παιδιά, την Αικατερίνη (1903 – 25 Αυγούστου 1993) και τον Ευάγγελο (1908 – 29 Ιουλίου 1956).
Ο Κώστας Μπέζος, καλός μαθητής στο σχολείο αλλά και από μικρός ανυπάκουος, μετά το γυμνάσιο, που τελείωσε στην Κόρινθο, πήγε στην Αθήνα και έδωσε στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πέρασε αλλά δεν τελείωσε ποτέ, αφού στράφηκε στη μουσική μαθαίνοντας κιθάρα. Το πληθωρικό του ταλέντο στη ζωγραφική εκφραζόταν συνέχεια και στις αρχές της δεκαετίας του 1930 συνεργάστηκε με την καθημερινή και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδα Πρωία, της οποίας έγινε ο βασικός σκιτσογράφος, ενώ συχνά αρθρογραφούσε και ήταν και συνάδελφος του Κώστα Βάρναλη. Εργάστηκε, επίσης, και στην εφημερίδα Ακρόπολη.
Άγνωστο παραμένει πώς έμαθε τόσο γρήγορα και τόσο καλά κιθάρα, αφού οι πρώτες του ηχογραφήσεις είναι τα έξι πρώτα τραγούδια που ηχογράφησε με το ψευδώνυμο Α. Κωστής το 1930, δηλαδή σε ηλικία 25 ετών. Ο πρώτος του, ρεμπέτικου περιεχομένου, δίσκος περιείχε τα τραγούδια Στην Υπόγα και Ήσουνα Ξυπόλυτη. Παραμένει επίσης ανεξήγητο πώς ένα τόσο νεαρό μέλος της μουσικής οικογένειας μπόρεσε να γράψει «βαρέος ύφους» ρεμπέτικα και να τα ερμηνεύσει τόσο καλά.
Οπωσδήποτε πρέπει νωρίς να «ενεπλάκη» στην παρέα του ρεμπέτικου, αφού γνώριζε τον Ιωάννη Δραγάτση, τον Κώστα Σκαρβέλη και άλλους. Το 1932, ηχογράφησε έξι ακόμη τραγούδια, που ήταν και η τελευταία δισκογραφική ενασχόληση με το ρεμπέτικο, αφού ήδη από το 1931 πιστοποιείται -από τα στοιχεία της δισκογραφικής- η δημιουργία της πρώτης ορχήστρας με χαβάγιες (από την κιθάρα χαβάγια -γνωστό και ως yodelling), που πήρε το όνομα «Άσπρα Πουλιά» -ίσως από το τραγούδι του Κώστα Μπέζου. Έτσι έγινε διευθυντής, από τη μικρή αυτή ηλικία, της χαβανέζικης ή χαβαγιανέζικης ορχήστρας τα «Άσπρα Πουλιά» που αποτελείτο από εννέα άτομα τα οποία έπαιζαν κιθάρα, χαβάγια και τραγουδούσαν.
Είναι άγνωστο αν ήταν πρωτοπόρος σ’ αυτή τη μόδα της χαβάγιας, αλλά οπωσδήποτε τον ακολούθησαν και άλλοι. Στη δεκαετία του 1930 εμφανίστηκαν στη δισκογραφία τουλάχιστον άλλες έξι ορχήστρες με χαβάγιες, όπως του Αρίσταρχου Δημητρίου -που υπήρξε συνεργάτης του Κώστα Μπέζου-, του Γιώργου Μακρή, του Ζοζέφ Κορίνθιου, του Τάκη Παναγόπουλου, του Βασίλη Μαυρομιχάλη και του Σπύρου Τσόκαλη (Αττικές Χαβάγιες).
Είναι βέβαιο ότι ο Κώστας Μπέζος υπήρξε ένα σημαντικό πρόσωπο της μουσικής και εν γένει της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας στη δεκαετία του 1930, με την πολυσχιδή δράση και παρουσία του στη δισκογραφία, στη δημοσιογραφία, στο θέατρο και στη ζωγραφική. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η παρουσία του με αυτή των μεταπολεμικών υπαρξιστών στο Παρίσι και να παραλληλιστεί η ζωή του με αυτή του Μπορίς Βιάν ή του Ζορζ Μπρασένς.
Πραγματοποίησε πολλές περιοδείες με τη διάσημη ορχήστρα του σ’ όλες τις πόλεις της Ελλάδας και στην Αμερική. Επισκεπτόταν συχνά τη Θεσσαλονίκη με το συγκρότημα του Αττίκ ή με το 8μελές προσωπικό του συγκρότημα με χαβάγιες. Συνεργάστηκε στη δισκογραφία και στα κέντρα και με άλλα γνωστά πρόσωπα της μουσικής ζωής, όπως ο Νίκος Χατζηαποστόλου, ο Εντουάρντο Μπιάνκο, ο Χρήστος Χαιρόπουλος, ο Σώσος Ιωαννίδης, ο Γρηγόρης Κωνσταντινίδης, ο Ιωάννης Κυπαρίσσης, ο Αιμίλιος Σαββίδης, ο Πωλ Μενεστρέλ, ο Βασίλης Μεσολογγίτης, ενώ τραγούδια του ερμήνευσαν μεταξύ άλλων και οι: Ορέστης Μακρής, Νικόλαος Μοσχονάς, Τάσος Βάμπαρης, Δανάη Στρατηγοπούλου (της οποίας τη σπουδαία φωνή ανακάλυψε πρώτος ο Μπέζος), Κάκια Μένδρη, Χρήστος Μνηματίδης, Ρένος Τάλμας, Νίκος Γούναρης.
Αν και μετά το 1930-1932, μετά την ηχογράφηση των πρώτων του ρεμπέτικων, δεν υπάρχουν στοιχεία για επανενασχόληση με το είδος, είναι βέβαιο ότι έζησε μια ζωή στα πρότυπα του μποέμ, του ρεμπέτη, του «ανυπότακτου» κοινωνικά. Υπήρξε ένας από τους γνησιότερους «αριστοκράτες μάγκες». Όμορφος, ψηλός, λεπτός, χιουμορίστας, περιζήτητος από τον «γυναικείο πληθυσμό» του χώρου του, δεν άντεξε και η εύθραυστη υγεία του υπέστη καθοριστική βλάβη όταν το 1938 προσεβλήθη από φυματίωση. Αντιμετώπισε με χιούμορ και αυτή την κατάσταση και εξακολούθησε τη δραστηριότητά του. Μάλιστα το 1941-1942 έπαιξε και στην ταινία Μάγια η Τσιγγάνα σε σενάριο-σκηνοθεσία του Γιάννη Χριστοδούλου.
Η γερμανική Κατοχή, η πείνα που έπληξε τότε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, οι αρρώστιες και το βαρύ κλίμα που δημιουργήθηκε, οδήγησαν γρήγορα στο θάνατο τον νεαρό Κώστα Μπέζο. Πέθανε στις 14 Ιανουαρίου του 1943, μόλις 38 ετών, και ετάφη στο Γ΄ Νεκροταφείο.
Οι εφημερίδες της Κατοχής έγραψαν για τον θάνατό του και οι φίλοι του, όπως οι Φωκίων Δημητριάδης και Σπύρος Μελάς, εξέφρασαν με σημειώματά τους στις εφημερίδες τα συναισθήματα θλίψης γι’ αυτή την απώλεια. Σαν μνημόσυνο, τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1943 πραγματοποιήθηκε σε αίθουσα τέχνης της οδού Φιλελλήνων 8, η έκθεση Καλλιτεχνικών Ενθυμημάτων του Κώστα Μπέζου.
Ο Κώστας Μπέζος ως Α. Κωστής
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν βρέθηκε ο πρώτος δίσκος του Α. Κωστή με τα τραγούδια Στην Υπόγα και Ήσουνα Ξυπόλητη, άρχισε ο πρώτος κύκλος αναζητήσεων για να εξακριβωθεί η ταυτότητα του ιδιότυπου αυτού κιθαρίστα και τραγουδιστή.
Γύρω στο 1975 βρέθηκε και δεύτερος δίσκος του, με τα τραγούδια Γιάννης ο Χασικλής και Κάηκε κι ένα Σχολείο. Λίγο μετά (1976 ή 1977), αποδελτιώνοντας τις ελληνικές εφημερίδες της Αμερικής, ο Παναγιώτης Κουνάδης εντόπισε σε διαφημιστικό κατάλογο της Orthophonic του 1933 την ύπαρξη ενός τρίτου δίσκου του Α. Κωστή, με τα τραγούδια Τουμπελέκι-Τουμπελέκι και Η Φυλακή Είναι Σχολείο. Ένα, ίσως το μοναδικό, αντίτυπο στην Ελλάδα βρισκόταν στην κατοχή του συλλέκτη Ανδρέα Κρόκου, που διατηρούσε μεγάλη συλλογή δίσκων 78 στροφών.
Το 1978-1981, το τότε Κέντρο Έρευνας και Μελέτης των Ρεμπέτικων Τραγουδιών (Π. Κουνάδης, Σπ. Παπαϊωάννου, Π. Σωτηρόπουλος) συμπεριέλαβε τρία τραγούδια του Α. Κωστή (Στην Υπόγα, Ήσουνα Ξυπόλητη και Κάηκε κι ένα Σχολείο) στη σειρά των πρώτων δίσκων (πέντε τον αριθμό) με ηχογραφήσεις των Ελλήνων μεταναστών της Αμερικής, επισημαίνοντας ότι, αν και οι ηχογραφήσεις αυτές πραγματοποιήθηκαν στην Ελλάδα, τοποθετούνται στη δισκογραφία της Αμερικής, διότι χρηματοδοτήθηκαν από μία ξένη εταιρεία και κυκλοφόρησαν μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής για την αγορά των Ελλήνων μεταναστών.
Μάλιστα το τραγούδι Στην Υπόγα ήταν για αρκετούς μήνες και το «μήλον της έριδος» ανάμεσα στο Κέντρο Έρευνας και στις επιτροπές λογοκρισίας του υπουργείου Προεδρίας, που τελικά δεν επέτρεψαν την κυκλοφορία του στον πρώτο δίσκο (1978) και τοποθετήθηκε το 1981 στον τρίτο της σειράς αυτής.
Τα επόμενα χρόνια, 1989-1990, βρέθηκαν δύο ακόμη δίσκοι του Α. Κωστή με τα τραγούδια Τούτο το Καλοκαιράκι, Αδυνάτισα ο Καημένος και τα οργανικά Τρούμπα και Ντερτιλίδικο, ενώ υπήρχε και ένας έκτος δίσκος της σειράς αυτής, που ένα αντίτυπό τους βρέθηκε στα χέρια συλλέκτη στην Αγγλία.
Γύρω στο 1990, ο Παναγιώτης Κουνάδης αναζήτησε την ταυτότητα του Α. Κωστή κάνοντας διάφορες υποθέσεις. Η πρώτη πραγματική προσέγγιση του θέματος άρχισε στις αρχές του 1994, όταν ανακάλυψε ότι συνθέτης και στιχουργός των τραγουδιών Στην Υπόγα και Τουμπελέκι-Τουμπελέκι ήταν ο Κώστας Μπέζος. Από τα αρχεία της RCA Victor προέκυψε ότι στις καρτέλες των ηχογραφήσεων αυτών δίπλα στο όνομα του Α. Κωστή αναφερόταν αυτό του Κ. Μπέζου μέσα σε παρένθεση, κάτι που επιβεβαιώθηκε και από τον Ολλανδό ερευνητή Hugo Strötbaum. Εμπνευστής όλης αυτής της ιστορίας ήταν ο Τέτος Δημητριάδης.
Έτσι οριστικοποιήθηκε η ταυτότητα του «άγνωστου» Α. Κωστή. Στη συνέχεια αναζητήθηκαν συγγενείς του Κώστα Μπέζου προκειμένου να δώσουν κάποιες πληροφορίες. Εντοπίστηκε κατ’ αρχήν η αδελφή του Αικατερίνη, η οποία όμως είχε πεθάνει στις 25 Αυγούστου του 1993. Λίγο μετά πέθανε και η κόρη της Πηνελόπη, στις 31 Δεκεμβρίου του 1993. Ευτυχώς εντοπίστηκε ένας ανιψιός του (γιος της Αικατερίνης), ο γνωστός συνθέτης και κιθαρίστας Τίτος Καλλίρης, πατέρας του τραγουδιστή Θάνου Καλλίρη και έδωσε σημαντικές πληροφορίες για τον αδικοχαμένο Κώστα Μπέζο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέχθηκαν, μεταξύ των ετών 1929 και 1935, ο γνωστός από τη δισκογραφία των Ελλήνων της Αμερικής συνθέτης, στιχουργός, τραγουδιστής και κιθαρίστας Τέτος Δημητριάδης -από μεγάλη οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και αδελφός του μεγάλου σκιτσογράφου Φωκίωνος Δημητριάδη- πραγματοποίησε ως υπεύθυνος του ελληνικού ρεπερτορίου της μεγάλης αμερικανικής εταιρείας δίσκων RCA Victor και θυγατρικών της (όπως η Orthophonic) μια σειρά ταξίδια στην Ελλάδα με σκοπό να ηχογραφήσει για τις ανάγκες τις αμερικανικής αγοράς δίσκων σημαντικούς Έλληνες τραγουδιστές που είχαν ήδη δημιουργήσει επιτυχίες στη δισκογραφία της Ελλάδας.
Μέσα σ’ αυτό το πρόγραμμα γνωστά πρόσωπα αποδέχτηκαν τις προτάσεις του Τέτου Δημητριάδη και αποτύπωσαν τη φωνή τους ή τα τραγούδια τους. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν ο Αντώνης Νταλγκάς, ο Μήτσος Αραπάκης, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Πέτρος Κυριακός, ο Γεώργιος Καμβύσης, ο Κώστας Καρίπης, ο Κώστας Νούρος, ο Νικόλαος Μοσχονάς, ο συνθέτης Γεώργιος Καρράς, ο Πέτρος Επιτροπάκης και πολλοί άλλοι. Οι ηχογραφήσεις αυτές κυκλοφόρησαν στις Η.Π.Α. και εντάχθηκαν στις σειρές V-5800 της RCA Victor ή S-600 της Orthophonic.
Από το 1931 και μετά, άρχισαν να έρχονται και στην Ελλάδα αντίτυπα αυτών των ηχογραφήσεων, όχι μέσα από την εμπορική διαδικασία αλλά από μετανάστες που επέστρεφαν ή ταξίδευαν στην Ελλάδα.
Ανάμεσα σ’ αυτούς τους δίσκους ήταν και δύο με τα τραγούδια Στην Υπόγα, Ήσουνα Ξυπόλητη και Γιάννης Χασικλής’, Κάηκε κι ένα Σχολείο, που προκάλεσαν πάταγο με την επιτυχία τους, αφού το Ήσουνα Ξυπόλητη, πιο γνωστό σαν Παξιμαδοκλέφτρα, αναφέρεται και σε έναν από τους λιβέλους κατά του ρεμπέτικου που έγραφε τότε η μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη.
Ακόμη παραμένει άγνωστο αν την εποχή εκείνη, όταν δηλαδή κυκλοφόρησαν -ιδιωτικά- και στην Ελλάδα οι δίσκοι του Κωστή, ήταν γνωστή στον κύκλο των μουσικών η ταυτότητά του. Το πιο πιθανόν είναι να παρέμεινε γνωστός σε έναν κλειστό κύκλο, αφού στην ετικέτα των δίσκων δεν αναφέρεται κανένα στοιχείο.
Μέχρι και σήμερα τα κομμάτια που ηχογραφήθηκαν με το όνομα Α. Κωστής παραμένουν οι πιο αινιγματικές ηχογραφήσεις που έχουν γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Αρκετά από τα τραγούδια του Κώστα Μπέζου, που ισορροπούσαν ανάμεσα στο ρεμπέτικο, στο επιθεωρησιακό και στο ελαφρό, είναι γνωστά και σήμερα, αν και δεν είναι πάντοτε γνωστό πως είναι δικά του.
Στις 7 Ιανουαρίου του 2017 κυκλοφόρησε ένα διαφημιστικό της Apple στα ελληνικά όπου ακούγεται το τραγούδι του Κώστα Μπέζου Πάμε στη Χονολουλού.
wikipedia, φωτογραφία από: kainon