Ο Ιππόδρομος της Κωνσταντινούπολης ήταν χώρος δημόσιας ψυχαγωγίας που προοριζόταν για ιπποδρομίες και αρματοδρομίες, αποκτώντας παράλληλα θεσμικές και πολιτικές διαστάσεις. Σήμερα, στη θέση του βρίσκεται η πλατεία Σουλτάν Αχμέτ (τουρκικά: Sultanahmet Meydanı ή Atmeydanı) και διασώζονται μόνο θραύσματα του αρχικού συγκροτήματος.
Απεικόνιση του 1556 των μνημείων του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης. Από τα αριστερά προς τα δεξιά, ο Οβελίσκος του Θεοδοσίου, ο Τρικαρηνός Όφις, και η Στήλη του Κωνσταντίνου.
Ο Ιππόδρομος προηγείται χρονικά της Κωνσταντινούπολης και υπήρξε κληροδότημα του Σεπτίμιου Σεβήρου, πιθανώς σε χρήση ήδη από το 2ο αιώνα. Κατά την αυτοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου επεκτάθηκε και ολοκληρώθηκε το 303 με την προσθήκη της σφενδόνης που αποτελούσε το νοτιοδυτικό ημικυκλικό άκρο του. Μετατρέποντας την Κωνσταντινούπολη σε πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του, ο Κωνσταντίνος διαμόρφωσε ένα μνημειακό σύνολο ανεξάρτητων αλλά αλληλοσυνδεόμενων δημόσιων χώρων, μέρος του οποίου ήταν και ο Ιππόδρομος. Την ίδια εποχή ξεκίνησε και η συστηματική διακόσμηση του χώρου, η οποία συνεχίστηκε από τους επόμενους αυτοκράτορες, Κωνστάντιο, Θεοδόσιο Α΄, Αρκάδιο και Θεοδόσιο Β΄ με μεταφορά πολύτιμων γλυπτών.
Στα αξιόλογα μνημεία του Ιπποδρόμου ανήκουν η στήλη των Όφεων, ο οβελίσκος του Θεοδόσιου Α΄ και ένας ακόμα οβελίσκος από συναρμοσμένους λίθους που αποδίδεται στον Κωνσταντίνο Ζ΄ Πορφυρογέννητο, τα οποία σώζονται και διατηρούνται στο κέντρο του σύγχρονου δημόσιου χώρου. Γνωστά είναι επίσης τέσσερα χάλκινα άλογα που είχαν αρχικά τοποθετηθεί σε πύργο πάνω από τις πύλες του Ιπποδρόμου και το 1204 τοποθετήθηκαν από τους Ενετούς στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Τον Ιππόδρομο κοσμούσαν επίσης αρκετά αγάλματα αφιερωμένα σε φημισμένους αρματοδρόμους. Η βάση ενός μνημείου προς τιμή του ηνίοχου Πορφύριου (ή Καλλιόπας) διασώζεται και εκτίθεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης, άλλοτε μέρος του αίθριου της Αγίας Ειρήνης.
Χτισμένος κατά τα πρότυπα του Circus Maximus της Ρώμης, διέθετε το χαρακτηριστικό σχήμα U. Η χωρητικότητά του εκτιμάται πως έφθανε τις 100.000 θεατές, ενώ το συνολικό μήκος του ήταν περίπου 450 μέτρα. Το εξωτερικό πλάτος του, στη βάση της σφενδόνης, ήταν 117,5 μέτρα και το εσωτερικό περίπου 79,5 μέτρα. Στο βορειοανατολικό άκρο του υπήρχαν δώδεκα πύλες ή θύρες (carceres) εξοπλισμένες με μηχανισμό που επέτρεπε το ταυτόχρονο άνοιγμά τους. Αυτές ήταν και το σημείο εκκίνησης των αρματοδρόμων. Στο κέντρο της αρένας βρισκόταν ένα χαμηλό φράγμα (εύριππος, λατινικά: spina) γύρω από το οποίο γίνονταν οι αρματοδρομίες, καθώς σε κάθε άκρο του ένας πάσσαλος (καμπτήρ) οριοθετούσε το σημείο στροφής.
Στο μέσο της ανατολικής πλευράς του ιπποδρόμου, βρισκόταν το αυτοκρατορικό θεωρείο (Κάθισμα), το οποίο συνδεόταν με το Μεγάλο Παλάτι μέσω σπειροειδούς σκάλας (κοχλίας). Κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο πραγματοποιούνταν συχνά αγώνες, ο αριθμός τους ωστόσο μειώθηκε από τον 9ο αιώνα σε περίπου τρεις ετησίως. Στους αγώνες έπαιρναν μέρος ηνίοχοι, συνήθως με χρήση δίτροχων αμαξών που σύρονταν από τέσσερα άλογα (τέθριππος). Παρά τη μακροχρόνια αντίθεση που προέβαλλε η Εκκλησία, τα αγωνίσματα του ιπποδρόμου παρέμειναν προσφιλές θέαμα, γεγονός που αποτυπώνεται και στη θεματολογία της βυζαντινής τέχνης, μέχρι τη διακοπή τους από την Τέταρτη Σταυροφορία (1202-04). Την ίδια περίοδο, ο διάκοσμος του Ιπποδρόμου καταστράφηκε ή λαφυραγωγήθηκε και τους επόμενους αιώνες ο ερειπωμένος πλέον χώρος χρησιμοποιήθηκε μόνο περιστασιακά για έφιππες κονταρομαχίες. Μετά την οθωμανική κατάκτηση της πόλης, ο χώρος του Ιπποδρόμου αξιοποιήθηκε ως χώρος ασκήσεων, και έγινε γνωστός ως «πεδίο των αλόγων» (τουρκικά: Atmeydanı).
Σε ιδεολογικό επίπεδο, ο Ιππόδρομος, όπως και άλλοι δημόσιοι χώροι της βυζαντινής Κωνσταντινούπολης, ενίσχυαν το αίσθημα του δεσμού με την πόλη της Ρώμης, λειτουργώντας παράλληλα ως πολιτικός θεσμός, συμβάλλοντας εν γένει στη θριαμβική αυτοκρατορική ιδεολογία. Αποτελούσε τον τόπο όπου παρουσιάζονταν οι νέοι αυτοκράτορες ή έρχονταν σε επαφή με το λαό στα πλαίσια εορταστικών εκδηλώσεων, ενώ εκεί πραγματοποιούνταν ακόμα σημαντικές εκτελέσεις. Μέσα από τα αγωνίσματα του Ιπποδρόμου και τη λαϊκή συμμετοχή, δημιουργήθηκαν φατρίες (δήμοι) καταλαμβάνοντας ξεχωριστές κερκίδες επί της δυτικής πτέρυγας του ιπποδρόμου και απέναντι από το Κάθισμα του αυτοκράτορα. Σταδιακά απέκτησαν χαρακτηριστικά πολιτικών ή θρησκευτικών παρατάξεων, μέσα από τις οποίες ο Ιππόδρομος εξελίχθηκε σε τόπο δημόσιας έκφρασης.
Πριν από κάθε αρματοδρομία χρειάζονταν δύο μέρες προετοιμασίας. Πρώτα έπρεπε να πάρει άδεια ο διοργανωτής των αγώνων από των αυτοκράτορα. Έτσι οι διοργανωτές ξόδευαν μία ολόκληρη μέρα για αυτό. Την επόμενη μέρα έκαναν ανακοινώσεις για να λάβουν γνώση οι θεατές και να μαζευτούν στον ιππόδρομο. Ύστερα έλεγχαν τους στάβλους, τα άλογα και τα άρματα. Τέλος χαιρετούσαν τους αντιπάλους τους και τους εύχονταν καλή τύχη. Την τρίτη ημέρα τελούνταν οι αγώνες. Ο αυτοκράτορας πήγαινε στον ιππόδρομο και αφού γινόταν η τελετή έναρξης έδινε το σύνθημα για να ξεκινήσουν οι αγώνες. Άνοιγαν οι θύρες και έμπαιναν στην αρένα τα τέσσερα πρώτα άρματα, τα οποία είχαν επιλεχθεί από κλήρωση.
Έπρεπε να κάνουν εφτά φορές το γύρο του ιπποδρόμου (περίπου 28.800 μέτρα). Σε ένα μεγάλο βάθρο, ορατό από τους θεατές τοποθετούνταν εφτά αυγά στρουθοκαμήλου. Όταν ένας αρματοδρόμος εκπλήρωνε έναν γύρο αφαιρούσαν ένα αυγό από το όνομά του.
Εκτός από νέους οι οποίοι ήθελαν να κερδίσουν φήμη, ο Κωνσταντίνος Η΄ έπαιρνε μέρος στους αγώνες και αναδεικνυόταν νικητής πολλές φορές. Ήταν πολύ σημαντικό που ο αυτοκράτορας συμμετείχε σε γεγονός των απλών ανθρώπων.