Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Α΄ ο Ραγκαβές ήταν γιος του Θεοφύλακτου Ραγκαβέ, δρουγγάριου της Δωδεκανήσου που είχε επαναστατήσει κατά του Κωνσταντίνου Στ΄ το 780, πιθανώς (αλλά όχι με απόλυτη βεβαιότητα) σλαβικής καταγωγής από την Αθήνα.
Πριν το 793 ο Μιχαήλ νυμφεύθηκε την κόρη του Νικηφόρου, μετέπειτα αυτοκράτορα, Προκοπία και το 802, όταν ο πεθερός του ανέβηκε στο θρόνο, έλαβε τον τίτλο του κουροπαλάτη. Το 811 ο Μιχαήλ συμμετείχε στην καταστροφική εκστρατεία κατά των Βουλγάρων, αλλά κατάφερε να διαφύγει χωρίς τραυματισμό, με αποτέλεσμα να ανακηρυχθεί αυτοκράτωρ τον Οκτώβριο του 811, αφού ο νόμιμος διάδοχος, Σταυράκιος, ήταν θανάσιμα τραυματισμένος.
Κατά τη σύντομη βασιλεία του ο Μιχαήλ Α΄ ανέτρεψε την σκληρή οικονομική πολιτική του προκατόχου του και προέβη σε γενναιόδωρες προσφορές προς την Εκκλησία, και συνέχισε την προσπάθεια επίτευξης συνοικεσίου με τον Κάρολο το Μεγάλο, που είχε ξεκινήσει επί Ειρήνης, αναγνωρίζοντας σε αυτόν τον τίτλο του βασιλέως (όχι όμως τον τίτλο του αυτοκράτορα).
Το σημαντικότερο πρόβλημα ωστόσο που είχε δημιουργηθεί με τους Βούλγαρους ο Μιχαήλ Α΄ δεν κατάφερε να το επιλύσει με αποτέλεσμα να παραιτηθεί τον Ιούλιο του 813 προς όφελος του Λέοντος Ε΄. Ο Μιχαήλ Α΄ εκάρη μοναχός και εστάλη στην νήσο Πρώτη μαζί με τους γιους του, Θεοφύλακτο και Νικήτα, που ο Λέων Ε΄ ευνούχισε προκειμένου να εξουδετερώσει πολιτικά.
Ο Μιχαήλ Α΄ εμφανίζεται σε ένα σύμπλεγμα διευρυμένων οικογενειακών σχέσεων και πολιτικών δεσμών με στόχο την εδραίωση της εξουσίας. Όχι μόνο ήταν ο ίδιος γαμπρός του Νικηφόρου Α΄, ως εκ τούτου συνδεόταν εξ αγχιστείας με την οικογένεια της αυτοκράτειρας Ειρήνης, αλλά ο Λέων Ε΄, που τον διαδέχθηκε, ήταν πνευματικός πατέρας (νονός) των παιδιών του αλλά και των παιδιών του δικού του διαδόχου, Μιχαήλ Β΄.
Κατά μία εκδοχή ο Μιχαήλ Α΄, που σκιαγραφείται στις πηγές γενικά ως τίμιος αλλά απρόθυμος να βασιλεύσει, το 811 προσέφερε το στέμμα στον Λέοντα, εκείνος όμως αρνήθηκε, στη συνέχεια βέβαια ήταν ο ίδιος ο Λέων που τον εκθρόνισε. Ο γιος του Μιχαήλ Α΄, Νικήτας, που αργότερα έγινε πατριάρχης, ευρύτατα γνωστός ως Ιγνάτιος, σύμφωνα με τις μαρτυρίες επιλέχθηκε για το ανώτατο εκκλησιαστικό αξίωμα εξαιτίας της καταγωγής του.