Το κείμενο που δημοσίευσε η Καθημερινή το γεμάτο ειρωνεία για τον κλάδο μας και όλους τους καλλιτέχνες δείχνει τον εμπαθή τρόπο που αντιμετωπιζονται οι άνθρωποι του πολιτισμού από συγκεκριμένους κύκλους για να δικαιολογησουν τις πρακτικές τους. Μας άκουσε ο συντάκτης να διεκδικούμε εξίσωση με τα Πανεπιστημια; Πολύ ύποπτα όλα αυτά.
Το άρθρο της Καθημερινής με τίτλο: Σπύρος Μπιμπίλας: Φώτα
Μιχάλης Τσιντσίνης απο την kathimerini.gr
Ηθοποιός σημαίνει φως. Αλλά φως τι σημαίνει; Κάποιοι συνιστούν να αναζητήσουμε την απάντηση στο προσοντολόγιο του Δημοσίου.
Η νεότερη κανονιστική αποτύπωση αυτού του προσοντολογίου –τι πτυχίο χρειάζεσαι για κάθε θέση στη διοίκηση– έγινε αφορμή για να αναζωπυρωθεί το μέτωπο των καλλιτεχνών με την κυβέρνηση. Οι συνδικαλιστές των σωματείων –με προεξάρχοντα τον τηλεφωτογενή Σπύρο Μπιμπίλα– εξέλαβαν το προεδρικό διάταγμα ως υποβάθμιση των δραματικών σχολών (και των ωδείων και των σχολών χορού), επειδή τα πτυχία τους δεν πριμοδοτούνται με status ανώτερο του λυκείου, για όποιον επιθυμεί να διοριστεί σε διοικητική θέση.
Η κυβέρνηση λέει ότι η ίδια δεν πειράζει τίποτε σε αυτό το status. Οσοι ήδη εργάζονται θα εξακολουθούν να εργάζονται με τους ίδιους όρους. Οσοι φιλοδοξούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο Δημόσιο ως ηθοποιοί, θα εξακολουθούν να προσλαμβάνονται με τις ειδικές διαδικασίες, εκτός ΑΣΕΠ, που ήδη ισχύουν για τον sui generis κλάδο τους.
Αν ξεχάσει κανείς τι λέει η κυβέρνηση. Αν πιάσει το ζήτημα από την αρχή –πριν από την υπογραφή του προεδρικού διατάγματος–, το ερώτημα παραμένει: Μπορεί να αναγνωριστούν διά νόμου ως «πανεπιστημιακές» σχολές που λειτουργούν με τόσο διαφορετικές –και εκπαιδευτικά ανεξέλεγκτες– προδιαγραφές; Θέλουν όσοι αποστρέφονται την ιδιωτική εκπαίδευση να δοθεί τέτοιο κύρος στις δεκάδες επιχειρήσεις (πάνω από 40) που πωλούν υπηρεσίες θεατρικής εκπαιδεύσεως; Κι αυτό γιατί; Για να μπορεί ο απόφοιτος ενός τριετούς εργαστηρίου υποκριτικής να διορίζεται με καλύτερο μισθό διοικητικός υπάλληλος;
Οχι. Η διαμάχη δεν είναι για τα προσόντα και τις μισθολογικές κλίμακες του Δημοσίου. Είναι για το φως. Αν εξαιρέσει κανείς τις πιο στρατευμένες συντεχνιακές του ενσαρκώσεις, ο κλάδος δεν φαίνεται να εξεγείρεται για τα επαγγελματικά του δικαιώματα τόσο, όσο γι’ αυτό που προβάλλεται ως προσβολή της ταυτότητάς του. Η «υποβάθμιση» δεν έχει νομική κυριολεξία. Βιώνεται ως τραύμα, χάρη σε ένα ήδη εμπεδωμένο αφήγημα αυτοθυματοποίησης. Η «αναγνώριση» που επιζητεί ο κλάδος –ο οποίος πάντα πλήρωνε με επισφάλεια την εγγενή ελευθεριότητα του επαγγέλματος– είναι και ηθική. Γι’ αυτό και διεκδικείται με λιτάνευση των εικονισμάτων – με τον Χορν, τη Λαμπέτη και τον Κατράκη, που επιστρατεύονται στην αγορά της συγκίνησης ως «απόφοιτοι λυκείου».
Αυτής της περιωπής την αναγνώριση δεν μπορεί, όμως, να τη δώσει στους εργαζομένους της τέχνης κανένας Βορίδης. Ακόμη κι αν τους ενέτασσε στη βαθμίδα του προσοντολογίου που επιθυμούν, δεν θα άλλαζε σε τίποτε τους πραγματικούς όρους υπό τους οποίους εργάζονται ως ηθοποιοί, χορευτές ή μουσικοί· ούτε θα αποκαθιστούσε την άυλη πρόσοδο που φαντάζονταν όταν έπαιρναν το ρίσκο να ακούσουν το «φως».
Νιώθει, άραγε, τους ηθοποιούς όποιος ζητεί για λογαριασμό τους να διορίζονται με καλύτερους όρους ως κλητήρες;