Ο Τζόττο ντι Μποντόνε (Giotto di Bondone, 1267 – 8 Ιανουαρίου 1337), ή απλώς Τζόττο ή Τζιότο, όπως συνήθως αναφέρεται στα ελληνικά, ήταν Ιταλός ζωγράφος και αρχιτέκτονας από την Φλωρεντία. Θεωρείται από τις σημαντικότερες μορφές της τέχνης στα τέλη του Μεσαίωνα και πρόδρομος της Αναγέννησης.
Φωτογραφία: By Jordiferrer – Έργο αυτού που το ανεβάζει, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=56219936
Γεννήθηκε περί το 1267 σε ένα χωριό κοντά στη Φλωρεντία και ο πατέρας του λεγόταν Μποντόνε. Ο βιογράφος των καλλιτεχνών της Αναγέννησης Τζόρτζιο Βαζάρι αναφέρει ότι ήταν γιος ενός βοσκού και τον ανακάλυψε ο Τσιμαμπούε να ζωγραφίζει τα πρόβατά του πάνω σε ένα βράχο, εκτίμησε το ταλέντο του και τον έκανε μαθητή του. Κατά πάσα πιθανότητα ο Τζόττο ακολούθησε το δάσκαλό του στην Ασίζη, όπου ο Τσιμαμπούε είχε αναλάβει την εικονογράφηση της Βασιλικής του Αγίου Φραγκίσκου. Εκεί, σύμφωνα με τη γνώμη πολλών ιστορικών, εκτέλεσε κάποιες από τις νωπογραφίες στην Άνω Βασιλική με σκηνές από τη ζωή του Αγίου Φραγκίσκου. Επειδή όμως καταστράφηκαν τα αρχεία των Φραγκισκανών κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, υπάρχουν ενστάσεις από κάποιους ιστορικούς σχετικά με την πατρότητα των παραστάσεων που αποδίδονται στον Τζόττο.
Αβεβαιότητα υπάρχει επίσης για το ποιες από τις παραστάσεις εκτελέστηκαν από τον ίδιο το ζωγράφο και ποιες από το συνεργείο του. Οι νωπογραφίες που φαίνεται ότι εκτέλεσε εκεί έχουν διατηρηθεί πολύ καλύτερα από αυτές του Τσιμαμπούε, καθώς ο τελευταίος προετοίμαζε με σοβά κομμάτια τοίχου ανάλογα με τη σκαλωσιά του και, όταν δεν προλάβαινε να τελειώσει μία παράσταση όσο ακόμα ο σοβάς ήταν νωπός, την ολοκλήρωνε με την τεχνική secco. Αντίθετα ο Τζόττο προετοίμαζε με σοβά μόνο το κομμάτι του τοίχου που μπορούσε να εικονογραφήσει σε μια μέρα.
Από τα πρωιμότερα έργα του σύμφωνα με τον Βαζάρι ήταν η νωπογραφία του Ευαγγελισμού και η Σταύρωση στο ναό της Σάντα Μαρία Νοβέλα στη Φλωρεντία. Εργάστηκε επίσης στη Ρώμη, στο Ρίμινι και στην Πάδοβα, όπου εκτέλεσε γύρω στο 1305 το αντιπροσωπευτικότερο έργο του, την εικονογράφηση του Παρεκκλησίου Σκροβένι (Scrovegni) (αλλιώς Παρεκκλήσιο της Αρένας) με σκηνές από τη ζωή της Παναγίας και του Χριστού.
Στις εικονογραφικές παραστάσεις της Πάδοβας διακρίνονται με μεγαλύτερη σαφήνεια τα χαρακτηριστικά της τέχνης του, δηλαδή η απομάκρυνση από τις συμβάσεις της βυζαντινής ζωγραφικής, η προοπτική ανάδειξη του χώρου, η αφηγηματική παραστατικότητα και οι εύγλωττες κινήσεις και εκφράσεις των μορφών που είναι πια πραγματικοί άνθρωποι και όχι συμβατικές μορφές.
Ένα από τα διασημότερα έργα του, η ένθρονη Παναγία με το Βρέφος του ναού των Αγ. Πάντων (Madonna d’ Ognissanti ) που σήμερα εκτίθεται στο Ουφίτσι, πρέπει να εκτελέστηκε πριν το ταξίδι του στην Πάδοβα. Πιθανότατα πριν το 1309 δούλεψε ξανά στην Ασίζη, όπου εικονογράφησε την Κάτω Βασιλική και το Παρεκκλήσιο της Μαγδαληνής. Το 1311 επέστρεψε στη Φλωρεντία όπου το 1318 του ανατέθηκε η εικονογράφηση τεσσάρων παρεκκλησίων στο ναό των Φραγκισκανών Σάντα Κρότσε.
Από αυτό το έργο του σώζονται σήμερα οι νωπογραφίες στα παρεκκλήσια Μπάρντι (Bardi) και Περούτσι (Peruzzi) με σκηνές από τη ζωή του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης, του Αγ. Ιωάννη του Βαπτιστή και του Ευαγγελιστή Ιωάννη.
Από το 1328 μέχρι το 1333 παρέμεινε στη Νάπολη, καλεσμένος του βασιλιά Ροβέρτου των Ανζού, και για λίγο στη Μπολόνια. Ένδειξη της τεράστιας αναγνώρισης που κέρδισε το ταλέντο του από τους σύγχρονούς του είναι οι αναφορές στο όνομά του από το Δάντη και το Βοκκάκιο καθώς και η ανάθεση σ’ αυτόν από την πόλη της Φλωρεντίας (1334) των εργασιών ανοικοδόμησης του καθεδρικού ναού.
Σχεδίασε το γνωστό καμπαναριό (Campanile) του Ντουόμο που φέρει το όνομά του, αν και δεν ολοκληρώθηκε από τον ίδιο. Πέθανε στις 8 Ιανουαρίου του 1337 σε ηλικία περίπου 70 ετών.