Γιορτές και φαγητό είναι σχεδόν… συνώνυμα. Οικογενειακά τραπέζια, βαριές συνταγές, γλυκά, ποτά. Τι γίνεται όμως με τα περιττά κιλά; Είναι λύση η αυστηρή δίαιτα ή μήπως όχι; Ίσως πρέπει να μάθουμε από τα παιδιά!
Κάθε νέα χρονιά συνοδεύεται από νέους στόχους. Συνήθως οι περισσότεροι ξεκινούν με μια… δίαιτα ώστε να φύγουν τα περιττά κιλά που αποκτήθηκαν τις ημέρες των γιορτών. Στη Γερμανία το γιορτινό τραπέζι είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένο. Τα μπισκότα λεπκούχεν, τα μπισκότα βουτύρου, η πάπια δεν βοηθούν τις ημέρες των γιορτών όλους όσους θέλουν να διατηρήσουν τη φόρμα τους. Από την άλλη πλευρά, παρά τη μόδα των υγιεινών διατροφών με χαμηλά λιπαρά και ελάχιστους υδατάνθρακες, πολλοί άνθρωποι νιώθουν ολοένα συχνότερα κόπωση με την ιδέα μιας νέας δίαιτας. Αυτό πιστεύει τουλάχιστον η Νάντια Ρέβε, διατροφολόγος από το Ομοσπονδιακό Κέντρο Διατροφής (BZfΕ) με έδρα τη Βόννη. Για το λόγο αυτό όλο και περισσότεροι επιστήμονες δείχνουν πλέον ενδιαφέρον για τη λεγόμενη διαισθητική δίαιτα ή διατροφή με βάση τη διαίσθηση.
Το σώμα γνωρίζει καλύτερα
Τι σημαίνει όμως στην πράξη διαισθητική δίαιτα; Οι ειδικοί στην περίπτωση αυτή απορρίπτουν την κλασική δίαιτα με τους αυστηρούς κανόνες και εστιάζουν πολύ περισσότερο σε μια εξατομικευμένη προσέγγιση της καθημερινής διατροφής με βάση το εξής μότο: το σώμα του καθενός γνωρίζει από μόνο του τι είναι καλύτερο αλλά και τι ακριβώς χρειάζεται. Τα σήματα που πρέπει απλώς να ακούσει ένα σώμα είναι η πείνα, η όρεξη και ο κορεσμός.
Στη δίαιτα αυτή δεν υπάρχουν «απαγορευμένα τρόφιμα», όπως συνηθίζουμε να τα αποκαλούμε. Ένας απλός κανόνας είναι να τρώμε αργά ώστε στη συνέχεια να νιώσουμε τον κορεσμό. Αυτό βέβαια είναι κάτι που λένε εδώ και χρόνια οι διαιτολόγοι.
«Βασική ιδέα δεν είναι η απώλεια βάρους, αλλά το να ακούει κανείς τα σήματα που του στέλνει το σώμα του», ανέφερε η Νάντια Ρέβε σε συνέντευξή της στο γερμανικό πρακτορείο ειδήσεων. Όπως επισημαίνει η ίδια, οι περισσότερες δίαιτες βασίζονται στη λογική των απαγορευμένων τροφίμων, όπως τα γλυκά ή τα πατατάκια. Αυτή όμως η λογική έχει την αντίθετη από την επιδιωκόμενη επίδραση στους ανθρώπους, με αποτέλεσμα πολλοί να μην μπορούν να θέσουν τελικά όρια στους εαυτούς τους.
Όπως τα παιδιά…
Ο διατροφολόγος Ούβε Κνοπ θεωρεί επίσης ότι οι ενήλικες, σε αντίθεση με τα παιδιά, δεν ακούν το διατροφικό τους ένστικτο. Τα παιδιά τρώνε όταν νιώσουν πείνα και αντίστοιχα, σταματούν να τρώνε μόλις αισθανθούν κορεσμό. Εμπιστεύονται το σώμα τους, ακόμη κι όταν πρόκειται για φαγητά που για τους ενήλικες είναι απαγορευμένα, όπως το άσπρο ψωμί. Μάλιστα ο Ούβε Κνοπ σημειώνει ότι η αγάπη των παιδιών για το άσπρο ψωμί δεν είναι λανθασμένη. Τους προσφέρει άμεσα την ενέργεια που χρειάζονται και είναι πιο εύκολο στην πέψη. Μια άλλη καλή συνήθεια που έχουν τα παιδιά είναι να τρώνε μόνο όσο θέλουν, χωρίς να πιέζουν για να αδειάσουν το πιάτο τους. Από την άλλη πλευρά οι ενήλικες τρώνε όχι μόνο λόγω πείνας αλλά και για άλλους λόγους που δεν σχετίζονται άμεσα με την πείνα, όπως για να κάνουν διάλειμμα από τη δουλειά ή για να το συνδυάσουν με ένα επαγγελματικό ραντεβού.
Όπως σημειώνει η Ρέβε, με την αύξηση της ηλικίας μειώνεται η δυνατότητά μας να αφουγκραστούμε τις πραγματικές ανάγκες του σώματός μας. Για το λόγο αυτό πολλοί ειδικοί που τάσσονται υπέρ της λεγόμενης διαισθητικής διατροφής προτείνουν στους ενήλικες να ακολουθήσουν ακόμη και το παράδειγμα των βρεφών, τα οποία όταν σταματούν το θηλασμό στους πρώτους μήνες της ζωής, αρχίζουν να τρώνε πραγματικά ό,τι και όταν έχουν όρεξη, ενστικτωδώς. Η τάση αυτή είναι γνωστή στις αγγλοσαξονικές χώρς ως «baby-led weaning».
Βέβαια και εκεί υπάρχουν περιορισμοί, για παράδειγμα τα βρέφη δεν πρέπει να τρώνε fast food γιατί μπορεί να αναπτύξουν αλλεργίες, ενώ επίσης απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου ένα βρέφος να μην πνιγεί από το φαγητό. Επί της αρχής όμως πολλοί διατροφολόγοι εκτιμούν ότι η ενστικτώδης ή διαισθητική προσέγγιση στο φαγητό είναι και η πιο αποτελεσματική. Όσα περισσότερα «πρέπει» και «μη» τίθενται τόσο, πιο δύσκολη ή απίθανη είναι η τήρηση μιας δίαιτας.
DW