Η Επιχείρηση Καταιγίδα-333 (ρωσικά: Шторм-333) ήταν στρατιωτική επιχείρηση που έλαβε χώρα στις 27 Δεκεμβρίου 1979, κατά την οποία οι σοβιετικές δυνάμεις κατέστρεψαν το παλάτι Τατζμπέγκ στο Αφγανιστάν και δολοφόνησαν τον πρόεδρο του Αφγανιστάν Χαφιζουλάχ Αμίν.
Άγνωστος αριθμός φρουρών του αφγανικού παλατιού σκοτώθηκε ενώ 150 αιχμαλωτίστηκαν. Ο 11χρονος γιος του Αμίν σκοτώθηκε από πυρά οβίδας. Οι Σοβιετικοί όρισαν τον Μπαμπράκ Καρμάλ ως διάδοχο του Αμίν.
Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης καταλήφθηκαν και άλλα κυβερνητικά κτίρια, όπως το κτίριο του Υπουργείου Εσωτερικών, το κτίριο της Υπηρεσίας Εσωτερικής Ασφάλειας και το κτίριο του Γενικού Επιτελείου (Παλάτι Νταρούλ Αμάν). Οι βετεράνοι της ομάδας Άλφα αποκαλούν αυτή την επιχείρηση μία από τις πιο επιτυχημένες στην ιστορία της ομάδας τους.
Δημοσιευμένα ρωσικά έγγραφα αναφέρουν ότι η σοβιετική ηγεσία πίστευε ότι ο Αμίν είχε μυστικές επαφές με την αμερικανική πρεσβεία και ήταν πιθανώς πράκτορας των ΗΠΑ. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση ήταν ψευδής.
Ιστορικό
Η Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν ηγούνταν αρχικά από τον Νουρ Μουχαμάντ Ταρακί, ο οποίος ήταν φιλοσοβιετικός, και έτσι οι αφγανοσοβιετικές σχέσεις ήταν καλές. Τον Σεπτέμβριο του 1979, ο Ταρακί απομακρύνθηκε από το αξίωμα από τον Χαφιζουλάχ Αμίν, λόγω ενδοκομματικών διαφορών. Μετά από αυτό το γεγονός και τον ύποπτο θάνατο του Ταρακί (προφανή δολοφονία από οπαδούς του Αμίν), οι αφγανοσοβιετικές σχέσεις άρχισαν να χειροτερεύουν.
Μέχρι τον Δεκέμβριο η σοβιετική ηγεσία είχε συμμαχήσει με τον Μπαμπράκ Καρμάλ. Η Σοβιετική Ένωση δήλωσε την πρόθεσή της να παρέμβει στο Αφγανιστάν στις 12 Δεκεμβρίου 1979 και η σοβιετική ηγεσία ξεκίνησε την επιχείρηση Καταιγίδα-333 (την πρώτη φάση της παρέμβασης) στις 27 Δεκεμβρίου 1979.
Σοβιετικές δυνάμεις
Οι συμμετέχοντες στην επιχείρηση ήταν 24 άνδρες από τη μονάδα Гром (Γκρομ – «Βροντή»), της Ομάδας Άλφα, και 30 χειριστές από την ειδική ομάδα της KGB Зенит (Ζενίτ – «Ζενίθ»). Υπήρχαν επίσης 87 στρατιώτες του 345ου αερομεταφερόμενου λόχου φρουρών και 520 άνδρες από το 154ο Διακριτό Απόσπασμα Σπετσνάζ του Υπουργείου Άμυνας της ΕΣΣΔ, γνωστό και ως «Μουσουλμανικό Τάγμα» επειδή αποτελούνταν αποκλειστικά από στρατιώτες από τις νότιες δημοκρατίες της ΕΣΣΔ. Αυτό το μηχανοκινούμενο τάγμα τυφεκιοφόρων είχε σχηματιστεί στην ΕΣΣΔ νωρίτερα το 1979, κατόπιν ειδικού αιτήματος του Προέδρου του Αφγανιστάν για τη διαφύλαξη της οικίας του μιας και δεν μπορούσε να βασιστεί στα αφγανικά στρατεύματα. Αυτά τα υποστηρικτικά στρατεύματα δε διέθεταν πανοπλίες ή κράνη, αλλά ένας στρατιώτης από αυτούς ανέφερε ότι χρησιμοποίησε περιοδικό κρυμμένο στα ρούχα για να τον προστατεύει από μια σφαίρα SMG.
Η επίθεση στο παλάτι και ο θάνατος του Αμίν
Η επίθεση στο ανάκτορο Τατζμπέγκ, όπου διέμενε ο Πρόεδρος Αμίν με την οικογένειά του, κατόπιν πρότασης των συμβούλων ασφαλείας της KGB, έλαβε χώρα στις 27 Δεκεμβρίου 1979.
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, ο Αμίν συνέχισε να πιστεύει ότι η Σοβιετική Ένωση βρισκόταν στο πλευρό του και είπε στον σύμβουλό του, «Οι Σοβιετικοί θα μας βοηθήσουν». Ο σύμβουλος απάντησε ότι ήταν οι Σοβιετικοί που πραγματοποίησαν την επίθεση. Ο Αμίν απάντησε αρχικά ότι αυτό ήταν ψευδές. Μόνο αφού προσπάθησε, αλλά απέτυχε να έρθει σε επαφή με τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου, μουρμούρισε, «το υπέθεσα, είναι αλήθεια».
Συνελήφθη ζωντανός από στρατιώτες της ομάδας Γκρομ, αλλά ημιαναίσθητος, νιώθοντας σπασμούς οι οποίοι προκλήθηκαν λόγω διακοπής της ιατρικής θεραπείας της δηλητηρίασης που είχε υποστεί. Οι ακριβείς λεπτομέρειες του θανάτου του που ακολούθησε δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ από κανέναν μάρτυρα. Η επίσημη ανακοίνωση του θανάτου του στο Ράδιο Καμπούλ, όπως ανέφεραν οι New York Times στις 27 Δεκεμβρίου 1979, ήταν ότι «ο Αμίν είχε καταδικαστεί σε θάνατο από επαναστατικό δικαστήριο για εγκλήματα κατά του κράτους και η ποινή αυτή εκτελέστηκε».
Σύμφωνα με όσα λέγονταν εκείνη την εποχή, ο Αμίν δολοφονήθηκε από τον Σαγιέντ Μοχαμάντ Γκουλαμπζόι, πρώην υπουργό Επικοινωνίας ο οποίος απομακρύνθηκε από το αξίωμά του από τον Αμίν, ο οποίος βρισκόταν στον χώρο μαζί με δύο άλλους πρώην υπουργούς ώστε να φαφνεί ότι η επιχείρηση ήταν καθοδηγούμενη από το Αφγανιστάν. Ο Γκουλαμπζόι και ο Βαταντζάρ, πρώην Υπουργός Άμυνας, επιβεβαίωσαν αργότερα τον θάνατό του. Η εκδοχή αυτή του θανάτου υποστηρίζεται από τους υποστηρικτές του Αμίν που συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο από μια «επαναστατική τρόικα». Οι υποστηρικτές του εκτελέστηκαν επιτόπου με μια σφαίρα στο πίσω μέρος του λαιμού. Ο γιος του Αμίν τραυματίστηκε θανάσιμα και πέθανε λίγο αργότερα. Μια από τις κόρες του τραυματίστηκε, αλλά επέζησε.
Περίπου 100 ακόμη Αφγανοί, συμπεριλαμβανομένων των περισσότερων προσωπικών φρουρών του Αμίν και 40 φρουρών του ανακτόρου, πέθαναν επίσης στις μάχες και μέρος του παλατιού τυλίχθηκε στις φλόγες. Περίπου 150 από τους 180 φύλακες του ανακτόρου, οι οποίοι ήταν τακτικοί στρατιώτες, παραδόθηκαν όταν συνειδητοποίησαν ότι τα στρατεύματα που πραγματοποίησαν την επίθεση ήταν από την ΕΣΣΔ, και όχι από αφγανική μονάδα.
Σοβιετικές απώλειες
Κατά τη διάρκεια της επίθεσης εναντίον των Τατζμπέγκ, 5 αξιωματικοί των ειδικών δυνάμεων της KGB, 6 στρατιώτες από το «Μουσουλμανικό Τάγμα» και 9 αλεξιπτωτιστές σκοτώθηκαν. Ο διοικητής του αποσπάσματος της KGB, συνταγματάρχης Μπογιαρίνοφ, σκοτώθηκε. Σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες στρατιώτες της KGB στην επιχείρηση τραυματίστηκαν. Επίσης, ο Σοβιετικός στρατιωτικός ιατρός, συνταγματάρχης Β. Π. Κουζνετσένκοφ, ο οποίος περιποιούνταν τον Πρόεδρο Αμίν, σκοτώθηκε από φίλια πυρά στο παλάτι και του απονεμήθηκε μεταθανάτια το μετάλλιο του Τάγματος του Κόκκινου Λαβάρου.
Απομνημονεύματα των συμμετεχόντων
Σύμφωνα με τον Όλεγκ Μπαλάσοφ, ο οποίος ήταν δεύτερος στη διοίκηση της ομάδας επίθεσης, η ομάδα καθοδηγούνταν από δύο επίλεκτες μονάδες των Άλφα και Βίμπελ (15–20 στρατιώτες η κάθε μία). Η ομάδα Άλφα είχε στόχο τον Αμίν και η ομάδα Βίμπελ είχε ως καθήκον τη συγκέντρωση στοιχείων που αποδείκνυαν ότι ο Αμίν συνεργαζόταν με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Και οι δύο ομάδες μεταφέρθηκαν στο Αφγανιστάν κρυφά και αναμείχθηκαν με τα Μουσουλμανικά Τάγματα για να δώσουν την εντύπωση ότι η επιχείρηση πραγματοποιήθηκε από τοπικές μονάδες, ενώ στην πραγματικότητα σχεδόν ολόκληρη η επιχείρηση έγινε από τις Άλφα και Βίμπελ.
Πριν από την επιχείρηση, ο Μπαλάσοφ διερεύνησε την περιοχή προσποιούμενος σωματοφύλακα ενός Σοβιετικού διπλωμάτη. Η μονάδα του γνώριζε ότι πήγαιναν σε μια επικίνδυνη ζώνη και τα μέλη της αισθανόταν άβολα γι’ αυτό – περίπου το 80% αυτών τραυματίστηκαν σε σύντομο διάστημα από τη στιγμή που βγήκαν από τα οχήματα τους, αλλά συνέχισαν την επίθεση. Όπως ανέμενε ο Μπαλάσοφ, τα στρατεύματα του Αμίν στόχευσαν το πρώτο και τελευταίο όχημα της συνοδείας των έξι. Τοποθέτησε την ομάδα των πέντε ανδρών κατά μέτωπο. Όταν η μονάδα ακινητοποιήθηκε από τα πυρά των φρουρών του Αμίν διατάχθηκε η αποχώρηση τους από το παλάτι. Και οι πέντε τραυματίστηκαν σε σύντομο διάστημα από τα πυρά των φρουρών, αλλά σώθηκαν από αλεξίσφαιρα γιλέκα και κράνη που έφεραν.
Αυτή η αναφορά συμφωνεί σε γενικές γραμμές με αυτή του Λιακόφσκι, ο οποίος δίνει περισσότερες λεπτομέρειες και τονίζει την αγριότητα και τον επαγγελματισμό τόσο στην επιτιθέμενη όσο και στην αμυνόμενη πλευρά.
wikipedia
Φωτογραφία: Από Абрамов Андрей – Έργο αυτού που το ανεβάζει, CC BY-SA 4.0, https://commons.wikimedia.org/w/index.php?curid=35306037