Άρθρο – κόλαφος του Γρηγόρη Πεπόνη για τη φράση “όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα”

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει την περιβόητη φράση « Όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα«, αναφορικά με σκάνδαλα που αφορούν πολιτικούς ή άλλους κυβερνητικούς λειτουργούς.

Για την ακρίβεια, η φράση αυτή ακούστηκε για πρώτη φορά από τα χείλη του Κώστα Σημίτη. Του ανθρώπου που ενώ καλούσε τους καταγγέλλοντες να προσφύγουν στον εισαγγελέα με τα στοιχεία που διαθέτουν, την ίδια στιγμή έδινε τα χέρια του ίδιου εισαγγελέα, με το νόμο περί μη ευθύνης υπουργών!

Μέχρι σήμερα όμως ουδείς παρενέβη για να αποδομήσει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό. Μέχρι σήμερα, όπου ο εμβληματικός εισαγγελέας Γρηγόρης Πεπόνης σε άρθρο του στο Dikastiko.gr, βάζει τα πράγματα στη θέση τους, θέτοντας μάλιστα τους ίδιους τους εισαγγελείς προ των ευθυνών τους.

Ο εισαγγελέας οφείλει να αποκαλύπτει μόνος του τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι να τα περιμένει ως μάννα εξ ουρανού! Αυτό πρακτικά σημαίνει πως όταν υπάρχει καταγγελία, η ίδια η δικαιοσύνη οφείλει να παρεμβαίνει προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθότητα της και να συλλέξουν τεκμήρια και όχι να περιμένει από τους καταγγέλλοντες να προσκομίσουν τα στοιχεία που διαθέτουν.

Ολόκληρο το άρθρο:

Τα αποδεικτικά στοιχεία αποτελούν το «άλας» της ποινικής διαδικασίας. Ο εντοπισμός και η συλλογή τους συνιστούν αυτονόητη αναγκαιότητα και ύψιστο καθήκον της Εισαγγελικής Αρχής. Αγνοούμενα ή διαφεύγοντα του δικαστικού «περισκοπίου» στοιχεία ισοδυναμούν, ουσιαστικώς και κατ’ αποτέλεσμα, με μη υφιστάμενα. Βεβαίως, τα αποδεικτικά στοιχεία δεν πίπτουν ως «μάννα εξ ουρανού».

Αναζητούνται και εντοπίζονται κοπιωδώς, στα πλαίσια συνδυαστικών ανακριτικών πράξεων και μεθόδων, με τις πολύτιμες και αναγκαίες προς τούτο συνέργειες, μέσα από ποικιλώνυμες και πολυειδείς δυσχέρειες και με ενέργειες που πλειστάκις, στις σύνθετες και σοβαρού δημοσίου ενδιαφέροντος υποθέσεις, εξελίσσονται, κατά το μάλλον ή ήττον, σε απολύτως «αφιλόξενα» (αν όχι «εχθρικά») πεδία, με ενδεχομένως  δυσφορούντες στην καλύτερη περίπτωση, αν όχι απρόθυμους, ακόμη και τομείς που θα όφειλαν συνδρομή και συνεργασία στην ανακριτική έρευνα.

Δεν αποκλείεται να συμβεί, «εν δυνάμει», το στερεοτύπως και συχνάκις επαναλαμβανόμενο «όποιος έχει στοιχεία να τα πάει στον Εισαγγελέα», να εκστομίζεται και από τα χείλη προσώπων που δεν επιθυμούν και που, στην συνέχεια, αμέσως ή εμμέσως, απροκάλυπτα ή συγκεκαλυμμένα,  θα αντιδράσουν στην οικεία έρευνα με έντονη μερικές φορές σφοδρότητα, αλλά και με θεσμική, ενίοτε, ανοικειότητα.

Το ανωτέρω είναι αρκούντως αποκαλυπτικό του είδους του προσήμου που αρμόζει, κάθε φορά, στην συγκεκριμένη φράση και της προσδίδει, αναλόγως, χαρακτήρα ενθαρρυντικής προτροπής ή προειδοποιητικής αποτροπής.

Είτε έτσι είτε αλλιώς, όμως, η Εισαγγελία κατά καθήκον και υπηρεσιακή αποστολή  δεν είναι απλώς και μόνον δέκτης εκουσίως και εκ μέρους τρίτων προσκομιζομένων σε αυτήν καταγγελιών και συναφών στοιχείων.

Κινείται και αυτεπαγγέλτως, όταν επιβάλλεται, και αναλαμβάνει κάθε αναγκαία πρωτοβουλία.

Είναι «θηρευτής» των στοιχείων και αυτό είναι η δύναμή της και η καταξίωσή της ως φρουρού της νομιμότητας.

Το «όποιος έχει στοιχεία να τα πάει στον Εισαγγελέα», σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να σημαίνει εισαγγελική αδράνεια ή αναβλητικότητα «εν αναμονή» των  υποτιθεμένων «εθελοντών κομιστών» και αυτό δεν μπορεί να αγνοείται από κανέναν.

Κατά πάγια άλλωστε εμπειρική διαπίστωση, τους «εθελοντές κομιστές στοιχείων» τους αναδεικνύει είτε η εμπιστοσύνη τους στο αμερόληπτο και απροσωπόληπτο της Εισαγγελικής έρευνας, είτε η διεισδυτικότητα, η ταχύτητα και ο αιφνιδιασμός της τελευταίας, που επενεργούν, με την πίεση των γεγονότων και των «ευρημάτων», «πειθαναγκαστικά» σε αυτούς που γνωρίζουν και κατέχουν τα συναφή δεδομένα. 

Είναι γεγονός ότι η Δικαιοσύνη βάλλεται και αμφισβητείται, πλέον, με την ίδια άνεση και ευκολία, που αυτό συμβαίνει και παρατηρείται έναντι και των άλλων θεσμών, με ανομολόγητους σκοπούς και κακοπροαίρετα στην συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων.

Άστοχες και άδικες εναντίον της δηλώσεις και εκδηλώσεις υπήρξαν, υπάρχουν και θα εξακολουθήσουν υφιστάμενες.

Ωστόσο τα αντανακλαστικά της Εισαγγελικής Αρχής αναδεικνύονται πάντα στο κρίσιμο και προέχον.

Εάν αυτά λειτουργούν και ανταποκρίνονται με την δέουσα και ενδεικνυόμενη εκάστοτε αμεσότητα, τα «επιπολάζοντα» στην νεοελληνική πραγματικότητα ως άνω φαινόμενα θα αποδεικνύονται, επί του πεδίου,  «άσφαιρα πυρά», «γραφή στο νερό» και «λόγχισμα στον άνεμο».

Και σίγουρα, τότε και αν αυτό συμβαίνει, τα συγκεκριμένα φαινόμενα θα «γυρίζουν μπούμερανγκ» και θα απαξιώνουν τους ίδιους τους εμπνευστές τους.

* του Γρηγορίου Ζ. Πεπόνη, Αντεισαγγελέως Αρείου Πάγου ε.τ.

ΔΗΜΟΦΙΛΗ